Ένας εκλεκτός Έλληνας λογοτέχνης – «πολεμικός ανταποκριτής» του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941, ήταν ο Λουκής Ακρίτας (1908-1965), από τη Μόρφου της Κύπρου. Ο Ακρίτας, αφού αποφοίτησε από το Παγκύπριο Διδασκαλείο και δίδαξε για δυο χρόνια σε δημοτικά σχολεία της υπαίθρου, το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εξέδωσε τα δυο πρώτα του βιβλία, τα μυθιστορήματα «Νέος με καλάς συστάσεις» και τον «Κάμπο». Στον ελληνικό στρατό κατατάχθηκε το 1939 και το ιταλικό τελεσίγραφο τον βρήκε απλό στρατιώτη. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και έστελλε από την πρώτη γραμμή του πυρός πολεμικές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Εστία», της κυπριακής οικογένειας Κύρου, με τίτλο «Πολεμικά Χειρόγραφα».
Έχω δημοσιεύσει παλιότερα, στο «Περί Ιστορίας» το τελευταίο πολεμικό χρονογράφημα του Λουκή Ακρίτα στην «Εστία», με τίτλο «Οι νεκροί μας», που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της αθηναϊκής εφημερίδας της 23ης Μαΐου 1941.
Σήμερα, τιμώντας την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και τη μνήμη του Μορφίτη πολεμιστή του 1940, και κατόπιν βουλευτή, υφυπουργού και στενού συνεργάτη των Νικόλαου Πλαστήρα και Γεώργιου Παπανδρέου, αναδημοσιεύω το πρώτο του «πολεμικό χειρόγραφο» που δημοσιεύθηκε στην «Εστία» στις 12 Δεκεμβρίου 1940.
Έχει τίτλο «Τα παιδιά» και είναι γραμμένο με χαμηλούς, σεμνούς και αντιρητορικούς τόνους ενός διανοούμενου που πολεμούσε ανσυνείδητα για την πατρίδα του, τις λαϊκές ελευθερίες και την εθνική αξιοπρέπεια. Αξίζει να το διαβάσετε.

«Τα παιδιά»
Από τι σημείον του Μετώπου.
– Υπάρχει μεταξύ του στρατεύματος μία τιμητική διάκρισις, η οποία, άλλως τε, αποτελεί και την πρωτοπορείαν οιασδήποτε βιωσίμου πραγματώσεως εις το μέγα κεφάλαιον των λαϊκών ελευθεριών και της εθνικής αξιοπρεπείας: Η διάκρισις αυτή φέρει την λιτήν επωνυμία «τα παιδιά». Παιδιά είνε γενικώς όλοι όσοι εκλήθησαν υπό τα όπλα, εγκατέλειψαν αμέσως τα έργα των, τα ειρηνικά, και έσπευσαν εις τα έμπεδα, διά να φορέσουν το χακί, το φθηνό, αλλά στέρεο αυτό ύφασμα που είνε η ενδυμασία του μεγάλου αγώνος, το σύμβολο της εθνικής τιμής: Όσοι ετοποθετήθησαν στα γραφεία διά να αποτελέσουν τους αφανείς και λιγάκι καταφρονεμένους γραφιάδες, όσοι φόρεσαν το πέτσινο σακκάκι των οδηγών διά να καλύπτουν ημερησίως αποστάσεις ιλιγγιώδεις, όσοι έπιασαν το ξυστρί, το σακκούλι με το χόρτο και συνδέουν την πολεμικήν ιστορία των με ένα άλογο, μ’ ένα μουλάρι, διά να φέρουν μέχρι της γραμμής του πυρός τα πολεμεφόδια και τα τρόφιμα, το ταχυδρομείο και την εφημερίδα∙ όσοι με τον υγειονομικό σάκκο και με μόνον οπλισμό τα κράνος των, διασχίζουν το πεδίο της μάχης, διά να περισυλλέξουν τους τραυματίας, να αμβλύνουν τον πόνο, να προσφέρουν τη στοργή των, θερμήν και ηρωϊκήν· όσοι με την στολή του χωροφύλακος ξενυκτούν στους δρόμους, μέσα στα φαράγγια, παντού όπου η παρουσία ενός αποφασιστικού Κράτους κρίνεται αναγκαία.
Ακόμη παιδιά, αληθινά «παιδιά» είνε και οι μαθηταί των σχολείων, που έχουν βάρδιες σε κάθε χωριό για να χρησιμεύσουν ως οδηγοί, έτοιμοι να συνοδεύσουν την φάλαγγα, εκεί που άλλο παιδί θα παραλάβη το χρέος. Όλοι αυτοί που συμβάλλουν στον αγώνα, ο καθένας εις την αρμοδιότητά του, ολόκληρος η νεολαία της μαχομένης Ελλάδος, επονομάζεται σήμερον «παιδιά».
Υπάρχουν, όμως πάνω απ’ όλους αυτούς, πρώτα δικαιωματικώς στην ιεραρχία των αξιών, «ΤΑ παιδιά». ΤΑ παιδιά είνε όσοι ανήκουν σε Συντάγματα και βρίσκονται στη γραμμή του πυρός. Είνε αι μυριάδες των οπλιτών, των ιππέων, των πυροβολητών, που πορεύονται υπό βροχήν, αψηφούν τα χιόνια, έχουν σύντροφόν των την κακουχίαν και αντιμετωπίζουν τον εχθρό με το τουφέκι τους, το πολυβόλο, το πυροβόλο: είνε η τάξις των μαχητών. Αυτοί, λοιπόν, είνε οι συμπαθέστεροι μεταξύ των στρατιωτών. Βλέπει κανείς στρατιώτας που το καθήκον τούς οδηγεί, σχεδόν καθημερινώς, στη γραμμή του πυρός, που βομβαρδίζονται, κατάκοποι από της πορείες και της αϋπνίες, να ομιλούν με θαυμασμό για «τα παιδιά».
Είνε «τα παιδιά», το μεγαλύτερο επιχείρημα στα στόματα όλων. Δεν τολμά κανείς να παραπονεθή, ούτε ν’ ανοίξη το στόμα του. Αμέσως έρχεται η απάντησις:
– Και τα παιδιά; Τι θα πούνε τα παιδιά;
Και όμως τα παιδιά δεν λένε ποτέ τίποτε. Τους έζησα, τους είδα την ώρα του αγώνος, μόλις ακροβολίζονται στο ύψωμα, όπου εσημειώθη εχθρική αντίστασις, όταν το εχθρικό πολυβόλο αναζητή τον στόχο του, όταν οι όλμοι εκσφενδονίζουν τα βλήματα των· ήμουνα μαζή τους την ώρα που αρχίζει η μεθυστική μουσική της μάχης.
Κανένα παράπονο, καμμία μεμψιμοιρία. Μεταξύ των ο σεμνός θαυμασμός, ο καθένας ακούει με σεβασμό τον συμπολεμιστή του. Το ψέμμα δεν έχει πέρασι μέσα στη γραμμή του πυρός. Στην περιοχήν της μάχης, διαλάμπει η αλήθεια, που στεφανώνει τη δόξα.
Είνε, λοιπόν, «τα παιδιά» οι σεμνοί μαχηταί που γνωρίζουν ν’ αντιμετωπίζουν τον θάνατο με την σαφή επίγνωσι, ότι είνε εργάται των υψηλοτέρων επιδιώξεων της γης που τους έθρεψε. Και εκπληρούν αυτό το χρέος με τη συνείδησι του ανθρώπου που καταλαβαίνει, ότι αυτό που προσφέρει είνε το λιγώτερο που θα μπορούσε να του ζητηθή.
Είδα ένα τραυματία που τον μετέφεραν σε φορείο· είχε τραύμα στο πόδι. Κόντευε να δύση ο ήλιος, τα βουνά της Κολώνιας έπαιρναν ένα βαθύ βελουδένιο χρώμα, ενώ τα περιτειχισμένα χωραφάκια, στης βουνοπλαγιές, ήτανε ασημένια. Κάτω ο Άψος κυλούσε της κορδέλλες των νερών του. Γενικά επικρατούσε μια ειρηνική ατμόσφαιρα, που εμπνέει ονειροπολήσεις. Από μακρυά – δύο ώρες – ακούγονταν αραιοί τυφεκοβολισμοί.
Ήτανε ένα ψηλό παιδί, με μελαχροινό, ήρεμο πρόσωπο, συμπαθητικά γλυκά μάτια – ο καθαρός τύπος του Έλληνος αγρότου.
– Βαρειά λαβωμένος, συνάδελφε;
Ανασήκωσε το κεφάλι του, έκανε σιγαλά «όχι», ενώ τα μάτια του στράφηκαν προς τα υψώματα που εγκατέλειπε.
– Όλο και ξεμακραίνει η μάχη… Φεύγουνε, ε;
– Ναι, φεύγουνε, του αποκρίθηκα.
– Θα πιάσουμε το βουνό…
Και, δυναμώνοντας τη φωνή του, πρόσθεσε:
– Από ‘κει θα βρούμε καινούργιο δρόμο…
Ο έλεγχος του δρόμου ήτανε για τον τραυματία μας η εξασφάλισις της νίκης, η μεγαλείτερή του ικανοποίησις για το τιμητικό τραύμα του, που το ξεχνούσε για να μάθη το αποτέλεσμα του αγώνος.
Όταν έρχεται στα μετόπισθεν ένα από «τα παιδιά», γίνεται αντικείμενο του γενικού θαυμασμού. Τα κουτιά των σιγαρέττων – η πολυτιμοτέρα περιουσία του φαντάρου – ανοίγονται, γύρω του σχηματίζεται μια θερμή ατμόσφαιρα, τα μάτια όλων του διαδηλούν, ότι το σύμπαν καμαρώνει την παλληκαριά του. Κι’ αρχίζουν η ερωτήσεις:
– Τι γίνεται εκεί απάνω;
– Όλο και καλλίτερα, παιδιά. Όλο και καλλίτερα…
Όλοι οι άλλοι αφανείς ήρωες του πολεμικού μόχθου, ζηλεύουν την εξαιρετική τύχη των εκλεκτών συναδέλφων των, που έχουν την τιμή να προπορεύωνται ολοένα και να προπορεύωνται πάντα ξεκούραστοι και πάντα ελπιδοφόροι.
Μόλις έφθασα στην Ερσέκα, βρήκα στην πλατεία, με την προτομή του εκπροσώπου του Ιταλού δικτάτορος εις την Αλβανίαν, Τζακομίνι, ένα ψηλό παλληκάρι, με εργασμένο δέρμα, σκληρά χαρακτηριστικά, έντονες χειρονομίες και παιδική αφέλεια. Είχε τον βαθμό του δεκανέως. Πιάσαμε κουβέντα με την ευκολία που γνωρίζονται όσοι άνθρωποι ζουν και κινούνται κάτω από μίαν κοινή μοίρα. Τον γνώρισα όμως από την διήγησι ενός συναδέλφου του:
– Τον βλέπεις αυτόν; Ντόβα τον λένε… Τον αναφέρει η διαταγή του Συντάγματος…
– Για ηρωϊσμό κατά την εκτέλεσι του καθήκοντος;
– Κάτι άλλο: Πήγε να φέρη τραυματίας. Απομάκρυνε από τη γραμμή του πυρός δύο φαντάρους και τους πήγε πλάϊ σε μια βρύση. «Παιδιά, τους λέει, να πάω μια στιγμή και να γυρίσω». Έφυγε και γύρισε ύστερα από μισήν ώρα με 6 αιχμαλώτους. Δεν μπορούσε ο Ντόβας να εγκαταλείψη τη μάχη χωρίς να πολεμήση κι’ ο ίδιος. «Δεν μπορώ, κύριε διοικητά, να φεύγω όταν «λαλάη το πολυβόλο», είπε στον συνταγματάρχη.
Από τότε ο Ντόβας ανήκει στην τιμητική διάκρισι που φέρει την επωνυμία «τα παιδιά». Αυτά, λοιπόν, «τα παιδιά», είνε οι εκλεκτοί του στρατού μας: οι παίδες Ελλήνων…
ΛΟΥΚΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ

Μια ομάδα “παιδιών” του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στο δρόμο για το μέτωπο, στις αρχές του 1941. Στο κέντρο, με το πηλίκιο του αξιωματικού, ο Ανδρέας Δρουσιώτης, από τη Λεμεσό, έφεδρος ανθυπασπιστής των Διαβιβάσεων. Συνέχισε τη δράση του στην Αντίσταση και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Πιερία, τον Οκτώβριο του 1944, ως ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ. (Αρχείο οικογένειας Γιαννάκη Δρουσιώτη, Λεμεσός.)