Την ώρα που το φέρετρο με τον Μίκη Θεοδωράκη ταξίδευε, όπως ήταν η στερνή επιθυμία του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, στη γενέτειρα του πατέρα του, τον Γαλατά Χανίων, για την τελευταία του κατοικία, στους προγονικούς του τάφους, ξαναδιάβασα το πολεμικό ημερολόγιο του Γεώργιου Μ. Θεοδωράκη, «Από την εποποιίαν του 1912. Πολεμικαί σελίδες. Μέρος 1ον. Ήπειρος», σε εισαγωγή – σχόλια της Ιοκάστης Ρίζου – Κάντζιου, Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 2013.
Πρόκειται για το ημερολόγιο του πατέρα του Μίκη, Γεώργιου Μ. Θεοδωράκη (1896-1977) ο οποίος, στα 16 του χρόνια, μαθητής του Γυμνασίου Χανίων, κατατάχθηκε εθελοντικά στον ελληνικό στρατό, τοποθετήθηκε στον «Ιερό Λόχο Φοιτητών Κρήτης», και πολέμησε στην ηπειρωτική εκστρατεία, στην πολιορκία του Μπιζανίου. Η πολεμική του συμμετοχή τελείωσε με τον τραυματισμό του στην πολύνεκρη μάχη της «Μάνδρας», στις 8 Δεκεμβρίου 1912, σε ένα ύψωμα μεταξύ Αετορράχης – Μπιζανίου.
Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης σε επιστολή του προς την Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών (17 Αυγούστου 2012) έγραψε για το πολεμικό ημερολόγιο του πατέρα του: «Το κείμενο αυτό υπήρξε το ευαγγέλιο – οδηγός της ζωής μου. Θα το βρείτε μέσα σε κάθε μου σκέψη – πράξη – μουσική δημιουργία.»
Από το πολεμικό ημερολόγιο αναδημοσιεύω εδώ την περιγραφή του Γ. Μ. Θεοδωράκη για τη μάχη των Πεστών (σσ. 106-107). Σημειώνω ότι ανάλογη περιγραφή για την ίδια μάχη, με πολλές κοινές αναφορές και ομοιότητες, υπάρχει και στο βιβλίο μου, Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Πολεμικά Ημερολόγια, επιστολές και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών 1999, στις σσ. 333-338, σε ένα κείμενο Κύπριου εθελοντή, του Λεμεσιανού Γιάγκου Τορναρίτη, συμπολεμιστή στην ίδια διμοιρία με τον Θεοδωράκη, όπως και μερικοί άλλοι Κύπριοι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Τορναρίτης, μάλιστα, τραυματίστηκε στη μάχη της Μάνδρας, την ίδια μέρα με τον νεαρό Κρητικό εθελοντή. Και οι δυο τους πολεμούσαν, με τον νεανικό τους ενθουσιασμό, των αλυτρώτων, «για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών μας».
Ένας ανάλογος νεανικός ενθουσιασμός χαρακτήριζε και τον Μίκη Θεοδωράκη σε όλο του τον βίο, για όλα όσα ονειρευόταν, σχεδίαζε και συνέθετε.
Ας είναι ώρα του καλή στο τελευταίο του ταξίδι.
«29 Νοεμβρίου 1912.
Η μάχη των Πεστών.
Πριν χαράξει η αυγή βρισκόμαστε πάλι στις χθεσινές θέσεις μας διότι για σήμερα έχει ορισθή η επίθεση εναντίον των Πεστών. Η χαρά μου που θα λάβω το βάφτισμα του πυρός είναι απερίγραπτη. Με μεγάλη αγωνία περιμένω το σύνθημα της επιθέσεως. Και αυτό δεν αργεί. Θα είναι περίπου η 7η πρωινή που διατάσσεται ο Λόχος μας να κατεβή στη χαράδρα που μας χωρίζει από τα Πεστά. Η απόστασις είναι περίπου 300 μέτρα και η κατωφέρεια πολύ μεγάλη. Στο σάλπισμα του πυρός που δίδεται βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή. Πρώτος μεταξύ των δύο τριών άλλων που βρίσκονται μπροστά. Τρέχομε προς τη χαράδρα και οι Τούρκοι απέναντι μάς υποδέχονται με χιλιάδες σφαιρών. Νοιώθω τις σφαίρες να με τριγυρίζουν σαν σφήκες, κομμάτια από κλαδιά των μικροθάμνων χτυπούν συνεχώς το πρόσωπό μου όπως το κόβουν οι σφαίρες των Τούρκων. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Αποτελούμε μεγάλο στόχο στους Τούρκους που βρίσκονται στην απέναντι πλαγιά λίγο ψηλότερα από μας. Αλλά δεν νοιώθω ούτε ίχνος φόβου. Δίπλα μου βλέπω να πέφτει νεκρός ένας συνάδελφός μου. Ήταν ο φοιτητής Σαμαρειτάκης ο άτυχος της ημέρας.
Μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών βρισκόμαστε στο βάθος της χαράδρας που διαρρέεται από ένα μικρό ποταμό. Εκεί αρχίζει το τουρκικό πυροβολικό να βάλλη συνεχώς εναντίον μας. Οι οβίδες είναι επισκεπτικές και χιλιάδες βολίδες μας περιμένουν. Η αγωνία μας είναι μεγάλη, γιατί ανυπομονούμε πότε θα μας δοθή η διαταγή να ορμήσωμε στις θέσεις των Τούρκων και να κυριεύσωμε τα κανόνια των. Το εγχείρημά μας αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να πέσωμε όλοι νεκροί πάνω στην απότομη ανηφόρα.
Αργά το απόγευμα ένα Σύνταγμα Ευζώνων έκαμε κυκλωτική κίνηση και κατέβηκε από την οροσειρά που βρίσκεται υπεράνω των Πεστών. Αυτό αναγκάζει τους Τούρκους να εγκαταλείψουνε τις θέσεις τους και να τραπούν εις φυγήν προς το Μπιζάνι. Σε λίγο φθάνομε και μεις ύστερα από κοπιώδη ανηφορική πορεία και βλέπομε τα δύο κανόνια με τα οποία μας κτυπούσαν όλη την ημέρα και δίπλα σ’ αυτά έναν Τούρκο πυροβολητή νεκρό.
Είναι πια νύχτα. Το κρύο τρομερό. Η κούρασή μας απερίγραπτη. Και όμως ξημερωνόμεθα εκεί δίπλα στα κανόνια χωρίς να νοιώθουμε ούτε κρύο ούτε κούραση. Μέσα μας κυριαρχεί η μεγάλη χαρά ότι είχαμε λάβει στην πρώτη μάχη και είχαμε συντελέσει στην πρώτη νίκη του Λόχου μας. Εγώ μέσα σε μία τουρκική σκηνή βρίσκω ένα σπαθί Τούρκου αξιωματικού και το παίρνω σαν λάφυρο. Σκέφτομαι με πόση χαρά και πόση υπερηφάνεια θα το κρατώ, όταν γυρίσω νικητής στην Κρήτη! Αυτή η σκέψη γιγαντώνει το θάρρος μου και την απόφασή μου να αψηφήσω κάθε κίνδυνο πολεμώντας για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών μας, χωρίς να με τρομάζει καθόλου η σκέψη του θανάτου.»

Ο Γεώργιος Μ. Θεοδωράκης, 16-17 χρονών, με τη στολή του Έλληνα στρατιώτη, κατά το 1912-1913