Στη μνήμη του Νίκου Α. Ρολάνδη, που σήμερα το πρωί μάθαμε ότι έφυγε από τη ζωή, δημοσιεύω αποσπάσματα από την ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου του με τίτλο «Ματιές στη ζωή και στην ιστορία» (Λευκωσία: Ηλίας Επιφανίου, 2019) που έγινε στη Λευκωσία στις 16 Μαΐου 2019, πριν δυο χρόνια.
«Ο Νίκος Α. Ρολάνδης, γεννήθηκε στη Λεμεσό, έζησε μέρος των παιδικών του χρόνων στην Πάφο, όπου έχει συγγενικούς δεσμούς, ενώ εκ πατρός κατάγεται από τη Λάπηθο. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1952. Ανήκε στην προικισμένη γενιά των νέων που φοίτησαν στο Γυμνάσιο και σπούδασαν στο Πανεπιστήμιο την αμέσως μεταπολεμική περίοδο, ύστερα από τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, της αναδημιουργίας και της αισιοδοξίας για τον νέο κόσμο της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας των λαών. Σε μια από τις παλαιότερες φωτογραφίες του βιβλίου του, τελειόφοιτος μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, υπό το αυστηρό βλέμμα του γυμνασιάρχη Κωνσταντίνου Σπυριδάκι, ο νεαρός Ρολάνδης καταθέτει ένα δάφνινο στεφάνι από την ιερά πόλη του Μεσολογγίου στο μνημείο των Εθνομαρτύρων στο προαύλιο της Φανερωμένης. Ο κυπριακός αλυτρωτισμός είναι στο απόγειό του, τέσσερα μόλις χρόνια πριν από την 1η Απριλίου 1955. Σε δυο άλλες φωτογραφίες ο Νίκος Ρολάνδης είναι με άλλους Κύπριους φοιτητές του Λονδίνου, της περιόδου 1952-1955: Ήταν η γενιά του Λέλλου Δημητριάδη, του Σπύρου Κυπριανού, του Ανδρέα Μαυρομμάτη, του Τάσσου Παπαδόπουλου, του Άθου και του Ανδρέα Παπαέλληνα, του Μάρκου Σπανού, του Ηλία Υψαρίδη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρολάνδης, ως νεαρός δικηγόρος, όπως και πολλοί άλλοι δικηγόροι της γενιάς του υπεράσπισε αγωνιστές της ΕΟΚΑ στα αποικιακά δικαστήρια.
Ο Νίκος Ρολάνδης δεν έμεινε στον χώρο της νομικής επιστήμης, ούτε εισήλθε αμέσως στην πολιτική, όπως άλλοι εκπρόσωποι της γενιάς του. Ασχολήθηκε με αρκετή επιτυχία με τις επιχειρήσεις και στην πολιτική εισήλθε αρκετά αργά, μετά την τουρκική εισβολή και συγκεκριμένα το 1976, όταν υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Δημοκρατικής Παράταξης», που μετονομάστηκε αργότερα σε Δημοκρατικό Κόμμα. Διετέλεσε υπουργός για δύο πλήρεις πενταετείς θητείες. Σε μια ιδιαίτερη κρίσιμη περίοδο για την Κύπρο και το Κυπριακό, το 1978 με 1983 ο Σπύρος Κυπριανού του εμπιστεύθηκε το Υπουργείο Εξωτερικών και 15 χρόνια αργότερα ο Γλαύκος Κληρίδης του ανέθεσε το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Ενδιάμεσα υπήρξε βουλευτής για πέντε χρόνια (1991-1996) και ιδρυτής και πρόεδρος του Κόμματος των Φιλελευθέρων για τη δωδεκαετία ζωής του (1986-1998) πριν αυτό συγχωνευτεί με τον Δημοκρατικό Συναγερμό. (…)
Στην ιδιαίτερη πατρίδα μας που αριθμεί ως ανεξάρτητο κράτος 60 περίπου χρόνια ζωής και αυτά σε ένα πέλαγος προβλημάτων από τα πρώτα βήματα της Δημοκρατίας, που επιδεινώθηκαν δραματικά μετά το πραξικόπημα, την τουρκική εισβολή και την προσφυγιά του 1974, η συγγραφή απομνημονευμάτων πολιτικών προσώπων ή αυτοβιογραφικών αναμνήσεων ή χρονικών είναι σχετικά σπάνια, αν συγκριθεί με την πλούσια παράδοση σε αντίστοιχα βιβλία στον υπόλοιπο νεότερο και σύγχρονο κόσμο. Η σχετική σπάνις ανάλογων αυτοβιογραφιών στα καθ’ ημάς είναι ευεξήγητη και δεν χρειάζεται να την αναλύσουμε σήμερα εδώ. Μένουμε στο ότι τα απομνημονεύματα των δημοσίων προσώπων, των πολιτικών, των διπλωματών, όπως και η διάσωση των αρχείων τους, είναι ένα πολύτιμο δώρο και για τον ιστορικό, και για την ιστορία, αλλά και ευρύτερα για τον τόπο. Ο Νίκος Ρολάνδης στο βιβλίο του καταθέτει την πλούσια εμπειρία του για όσα έζησε πίσω από τα παρασκήνια της διεθνούς διπλωματίας. Και η δική του κατάθεση όπως είναι γραμμένη με χάρη, λεπτό χιούμορ και ανάλαφρη γραφή είναι πολύ χρήσιμη για τον απλό πολίτη, αλλά και τον ειδικό μελετητή της ιστορίας της Κύπρου. (…).
Θεωρώ ότι μια ευδιάκριτη μεγάλη αρετή του βιβλίου είναι ότι έχει στηριχτεί στο ημερολόγιο που κρατούσε ο συγγραφέας του για όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό δείχνει έναν σεβασμό προς την ιστορία και την προσωπική του ευθύνη απέναντι σε αυτήν, που δυστυχώς δεν την συναντούμε συχνά στη νεότερη Κύπρο, όπου μας λείπει από τη μια η παράδοση και από την άλλη, φοβάμαι, η σχετική παιδεία. Επίσης έχει δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο αρχείο φωτογραφιών το οποίο τεκμηριώνει τα γεγονότα και τις αναμνήσεις του, και από όπου δημοσιεύει μερικές δεκάδες και στο βιβλίο του, και αποτελεί μια ιστορική πηγή ανάλογης σπουδαιότητας και σημασίας. Η στρωτή και ευχάριστη γραφή του συγγραφέα και η πρωτότυπη και πολύ ευχάριστη για τον αναγνώστη προσιτή διάρθρωση του βιβλίου του όπως είπαμε αποτελεί ένα από τα μεγάλα προτερήματα του βιβλίου του. Να προσθέσουμε ότι ο Ρολάνδης ανήκει στις γενιές που έμαθε γερά ελληνικά γράμματα, είχε σπουδαίους δασκάλους – δασκάλους του γένους τους αποκαλεί – και από τον πατέρα του, Ανδρέα Ρολάνδη, κληρονόμησε την κλίση προς το γράψιμο και τη δημοσιογραφία, αφού διηύθυνε για ένα έτος, στα 18 του χρόνια, την εφημερίδα του «Ψυχικά Νέα». Υπήρξε στα νιάτα του και ποιητής, με μια ποιητική συλλογή εκδομένη το 1958. Στο βιβλίο του δημοσιεύει και δυο δείγματα της λογοτεχνικής του δουλειάς: Το ποίημα «Δωσ’ μου το χέρι σου», για την αγαπημένη του σύζυγο Λέλια, σύντροφό του για περισσότερο από εξήντα χρόνια, που όπως γράφει αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της ζωής του, και το διήγημα «Αυτοί που μένουν», δημοσιευμένο στο περιοδικό “Times of Cyprus” τον Ιούνιο του 1958, τον καιρό του Αγώνα της ΕΟΚΑ, γραμμένο με πόνο, περισσή ευαισθησία και λυρισμό.
Με τον Νίκο Ρολάνδη γνωριστήκαμε πριν από αρκετά χρόνια, όταν του ζήτησα να μου δανείσει για την Έκθεση που οργάνωσα για τα εκατό χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέμους ορισμένα πολεμικά κατάλοιπα του θείου του Σωτηράκη Μαρκίδη, μιας μεγάλης προσωπικότητας της νεότερης Πάφου, εθελοντή του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς πολέμους. Ανήκει σε μια διαφορετική γενιά πολιτικών με πνευματική καλλιέργεια, ευγένεια, ήθος και διακριτικότητα. Όσες φορές συζητήσαμε και όσες φορές μου τηλεφώνησε για να σχολιάσει κάποια από τα δημοσιεύματά μου, για περιστατικά όπου ήταν και ο ίδιος παρών, ως άμεσος πρωταγωνιστής, η εντύπωση που αποκόμισα από τις συνομιλίες μαζί του είναι αυτή που αφήνει στον αναγνώστη η ανάγνωση του βιβλίου του: ένας σεμνός, εξαιρετικά ευγενής, λιγομίλητος άνθρωπος με λεπτή αίσθηση του χιούμορ, που αποφεύγει την περιαυτολογία και τις καυχησιολογίες. Σημαντικά χαρακτηριστικά τόσο για τον καθένα μας στην προσωπική μας ζωή και ακόμη περισσότερο για αυτούς που γράφουν απομνημονεύματα. Και ως πρόσωπο που είχε τον δικό του διακριτό ρόλο στη νεότερη ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας θεωρώ πολύτιμη τη μαρτυρία του γιατί αποτελεί μια συμβολή στην κατανόηση του επίπονου αγώνα του εκάστοτε Κύπριου Υπουργού Εξωτερικών που έπρεπε να αναζητήσει – όπως και η Κύπρος – τις ισορροπίες και τις ορθές αποστάσεις από τα στρατόπεδα των δύο υπερδυνάμεων στο παγκόσμιο ψυχροπολεμικό κλίμα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και να βοηθήσει τις προσπάθειες για δίκαιη λύση του Κυπριακού στα πρώτα τραγικά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Στη δεύτερη υπουργική του πενταετία, έζησε ως υπουργός Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού τις συνέπειες των κοσμογονικών αλλαγών στη διεθνή πολιτική, του τέλους της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων και τις προκλήσεις της «νέας τάξης». Για την Κύπρο ήταν η περίοδος που άρχισαν να φαίνονται οι προοπτικές για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα στις αφόρητες πιέσεις και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Από τις λιτές, καλογραμμένες και ευκολοδιάβαστες ιστορίες του βιβλίου του Νίκου Ρολάνδη, ο αναγνώστης οπωσδήποτε θα σταθεί στον έναν από τους πιο θρυλικούς καυγάδες που αναστάτωσε την κοσμική Αθήνα της μεταπολίτευσης, των Κωνσταντίνου Καραμανλή και της Μαρίκας Μητσοτάκη, στο σπίτι του Κύπριου πρέσβη, Δήμου Χατζημιλτή, στην παρουσία του προέδρου Σπύρου Κυπριανού, αλλά και στην επίσης ιστορική, για τα πρωτοφανή επεισόδια, υποδοχή με αυγά και λεμόνια στο αεροδρόμιο Λάρνακας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1981. Ξεχωρίζουν επίσης και οι σπαρταριστές ιστορίες από τις επισκέψεις των Κυπρίων επισήμων στον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, λίγο πριν τον θάνατό του, και στον Ronald Reagan, με απροσδόκητα περιστατικά.
Υπάρχουν και κεφάλαια του βιβλίου που είναι γραμμένα με πίκρα – όπως για τη μοναχική πορεία του «Κόμματος των Φιλελευθέρων» ή όταν αφηγείται ο συγγραφέας τις ώρες που έπρεπε να πει το δικό του μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα με την αγωνία ενός ανθρώπου που γνώρισε άριστα το Κυπριακό και ανησυχεί, όπως όλοι μας, για την επόμενη μέρα. Δεν λείπουν και οι σελίδες όπου υποδεικνύει πρωτοβουλίες του που όταν τις πήρε λοιδορήθηκε, πετροβολήθηκε και χλευάστηκε και σήμερα, ύστερα από αρκετά χρόνια νιώθει δικαιωμένος.
Δεν θα μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για το βιβλίο. Θα πω μόνο το αυτονόητο, που όπως πολλά αυτονόητα, μας διαφεύγει στη μικρή ημικατεχόμενή μας πατρίδα. Όπως δεν μπορεί να λείψει κανείς από τον αγώνα για τη σωτηρία του τόπου και την εθνική μας επιβίωση στην ημικατεχόμενη γενέθλια γη μας, τόσο είναι απαραίτητο τα δημόσια πρόσωπα να καταθέτουν με νηφαλιότητα την άποψή τους, τη μαρτυρία τους, την ιστορική τους κατάθεση. Γιατί μόνο έτσι θα έλθει η σύνθεση, η κοινή θέση και θα αυξηθούν οι ελπίδες μας για να σωθεί ο τόπος μας.»
