Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες εκατό χρόνια από την εξορία του Νικόλαου Καταλάνου. Γεννήθηκε το 1855 (η χρονολογία ελέγχεται για την ακρίβειά της), στο χωριό Νομιτσή της Δυτικής Μάνης, σήμερα στον Δήμο Οιτύλου. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στη Φυσικομαθηματική του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Φθινόπωρο του 1893 έφθασε στην Κύπρο ως ένας από τους πρώτους καθηγητές του Γυμνασίου Λευκωσίας, που αργότερα πήρε την ονομασία Παγκύπριο.
Εργάστηκε στο Γυμνάσιο μόνο τρία χρόνια, καθώς τον Δεκέμβριο του 1895 συγκρούστηκε δημόσια με τον Μακεδόνα πρώτο γυμνασιάρχη Ιωάννη Δέλλιο και τη Σχολική Εφορεία. Μετά τον άδοξο τερματισμό της σταδιοδρομίας του στο Παγκύπριο απέφυγε να ζητήσει εργασία στη Λεμεσό, όπου του προσφέρθηκε θέση στην Ελληνική Σχολή. Παρέμεινε στη Λευκωσία όπου αναδείχθηκε σε φλογερό απόστολο της ενωτικής ιδέας και εξελίχθηκε σε μεγάλο λαϊκό ηγέτη και σε ένα από τους πιο καυστικούς κονδυλοφόρους στην ιστορία της κυπριακής δημοσιογραφίας, αλλά παράλληλα, αποτελεί και μια από τις πιο ιδιόρρυθμες μορφές της νεότερης ιστορίας της Κύπρου. Αρχικά, τον Σεπτέμβριο του 1896, ανέλαβε «διευθυντής και συντάκτης» της λευκωσιάτικης εφημερίδας «Ευαγόρας», ιδιοκτησίας του Περικλή Μιχαηλίδη. Μετά το κλείσιμο του «Ευαγόρα», συνέχισε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ως διευθυντής της βραχύχρονης «Σημαίας της Κύπρου», αλλά το όνομά του συνδέθηκε κυρίως με την εφημερίδα «Κυπριακός Φύλαξ», της οποίας διετέλεσε διευθυντής από το 1906 μέχρι το 1921. Το απόγειο της δόξας του συμπίπτει με την ένταση του διχασμού στη διάρκεια του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, γύρω στα 1906-1909, όταν ήταν ένας από τους ηγέτες του «Κιτιακού κόμματος» και από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα στο νησί με πολλούς φανατικούς φίλους, που τον λάτρευαν, αλλά και ανάλογους θανάσιμους εχθρούς, που τον μισούσαν. Στον Εθνικό διχασμό υπήρξε από τους ηγέτες των Κυπρίων Κωνσταντινικών / αντιβενιζελικών. Ήταν ίσως ο συντάκτης κυπριακής εφημερίδας που οδηγήθηκε περισσότερες φορές στο δικαστήριο και, επιδεικνύοντας ξεχωριστή στωικότητα, στις Κεντρικές Φυλακές για λιβελλογραφήματα.
Εκεί που μεγαλούργησε ο Καταλάνος ήταν ως «λαϊκός επιμορφωτής», κυρίως από το βήμα της «Αγάπης του Λαού», του κυριότερου Αναγνωστηρίου της πρωτεύουσας, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος από το 1897 μέχρι και την εξορία του. Για πολλά χρόνια, κάθε Πέμπτη, όταν κατέβαιναν στη Λευκωσία οι αγρότες της υπαίθρου για το παζάρι της Παρασκευής, και κάθε Κυριακή, ο Καταλάνος εξηγούσε το Ευαγγέλιο, οργάνωνε διαλέξεις για διάφορα θέματα, θρησκευτικά, εθνικά, οικονομικά. Το πρόγραμμα των διαλέξεων που κατήρτισε και εφάρμοσε ο Καταλάνος, εξηγεί εν μέρει πώς είχε καταστεί τόσο δημοφιλής στη «λαϊκή τάξη» της Λευκωσίας, καθώς για πολλά χρόνια ήταν ο μοναδικός από τους πολιτευόμενους που ερχόταν σε άμεση επαφή με τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα των κατοίκων της πρωτεύουσας, ενώ δεν θέλησε να εξαργυρώσει ποτέ τη δύναμή του κατερχόμενος στις δημοτικές ή βουλευτικές εκλογές. Οι διαλέξεις του έτους 1898-1899 περιλάμβαναν τις εξής ενότητες: Θρησκευτικά, Εθνική Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική, Χημεία, Κοσμογραφία, Γεωλογία και Ορυκτολογία, Στοιχεία Φυτολογίας, Πολιτική Οικονομία (περιλάμβανε ενότητες «Περί κεφαλαίου, περί μηχανών, περί συνεταιρισμού, περί συναλλαγής και νομίσματος, περί εργασίας και μισθού, περί τόκου και τοκογλυφίας, περί πίστεως συναλλακτικής και περί ελευθέρας εμπορίας), Εμπορικόν Δίκαιον, Καλλιτεχνία, Υγιεινή.
Ο Καταλάνος εξορίστηκε από την Κύπρο στις 11 Απριλίου 1921 (η ημερομηνία στο παλαιό ημερολόγιο), επί της Αρμοστείας Στήβενσον, μετά από εικοσιοκτώ χρόνια παραμονής στην Κύπρο. Ήταν ο πρώτος πολιτικός εξόριστος των Βρετανών από την Κύπρο, για να ακολουθήσει λίγους μήνες αργότερα ο άλλος Πελοποννήσιος πολιτευτής του νησιού, ο γιατρός Φίλιος Ζαννέτος, κατά σύμπτωση και αυτός Λάκωνας, από τους Βουτιάνους. Αν και ο Καταλάνος ήταν για τους περισσότερους Βρετανούς αποικιακούς υπαλλήλους, όπως δείχνουν οι συνεχείς αρχειακές αναφορές, ένα μισητό πρόσωπο, γιατί τον θεωρούσαν ανάμεσα στους πρωτεργάτες της ενωτικής κίνησης, εν τούτοις από την αρθρογραφία του φαίνεται βαθύτατα νομιμόφρονας, σχεδόν φιλοβρετανός, όπως εξάλλου και το σύνολο των Κυπρίων πολιτευτών μέχρι τουλάχιστον το 1931. Βέβαια οι Βρετανοί ήταν αποδέκτες δεκάδων σφοδρών διαμαρτυριών εναντίον του από το 1897, από πολλούς επώνυμους Κύπριους, Έλληνες και Τούρκους, ενώ το 1918 ο αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο είχε ζητήσει την απέλαση του Καταλάνου, εξαιτίας της αντιβενιζελικής του δράσης. Το κυριότερο πλεονέκτημα του Καταλάνου ήταν η άμεπτη ηθική του. Αφιλοχρήματος, λιτός και φιλάνθρωπος μέχρι υπερβολής, μοίραζε πάντα τα ελάχιστα χρήματα που του απέφερε η δημοσιογραφική και συγγραφική του δραστηριότητα, γεγονός που αύξανε τη λαϊκή αφοσίωση προς το πρόσωπό του ενώ καθιστούσε αδύνατη και την κατά μέτωπο πολεμική εναντίον του είτε από τους Βρετανούς, είτε από τους εσωτερικούς του αντιπάλους. Στην προσωπική του ζωή ήταν ένας ιδιότυπος «κοσμοκαλόγερος», αφιερωμένος αποκλειστικά στις ιδέες του, ασκητικός και υπέρμετρα αυστηρός ακόμα και απέναντι στον εαυτό του.
Αφορμή για την εξορία του Καταλάνου ήταν τα επεισόδια στον εορτασμό στη Λευκωσία της εκατοστής επετείου από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821. Οι μαθητές της πρωτεύουσας αψήφησαν την αυστηρή βρετανική απαγόρευση και ύστερα από τη δοξολογία για την εθνική επέτειο παρέλασαν χωρίς άδεια στις κεντρικές οδούς της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν με την Αστυνομία. (Ο σημαιοφόρος της παρέλασης Σάββας Τενίζης, βετεράνος εθελοντής των Βαλκανικών πολέμων, από τον Στρόβολο, καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση γιατί κτύπησε και τραυμάτισε με το κοντάρι της ελληνικής σημαίας Άγγλο αξιωματικό.) Αν και ο Καταλάνος απουσίαζε από τα γεγονότα λόγω ασθένειας, οι Βρετανοί σε επίδειξη αυστηρότητας ενεργοποίησαν τον «Περί Αλλοδαπών» που είχαν πρόσφατα ψηφίσει, και τον απέλασαν από την Κύπρο, θεωρώντας τον ως τον πρωτεργάτη και υποκινητή των συγκρούσεων. Όπως αφηγείται ο στενός συνεργάτης του Καταλάνου στην «Αγάπη του Λαού» γιατρός Ν. Γ. Ιακωβίδης, «κατά την στιγμήν της αναγνώσεως εις τον Καταλάνον της αναγνώσεως του διατάγματος της εξορίας αυτού (11 Απριλίου 1921) ο παρευρεθείς εκεί αοίδιμος Νεοπτόλεμος Πασχάλης, τότε εισαγγελεύς, συνεκινήθη όταν είδε το σχισμένο πανταλόνι του αειμνήστου Καταλάνου, το οποίον θα τον συνώδευε εις την εξορίαν του.» Σύμφωνα με τον Ιακωβίδη, οι φίλοι του Καταλάνου συγκέντρωσαν από πρόχειρο έρανο ποσό εκατόν περίπου λιρών, που του το παρέδωσαν για τα πρώτα έξοδά του στην Αθήνα, γιατί ήταν, ως συνήθως, χωρίς καθόλου χρήματα.
Η εξορία στην Αθήνα για τον Καταλάνο ήταν ιδιαίτερα επώδυνη, καθώς στην ελληνική πρωτεύουσα δεν είχε κανένα δεσμό και εκεί βίωσε τα θλιβερά αποτελέσματα της Μικρασιατικής καταστροφής, που έφεραν συντριπτικό πλήγμα και στα μεγαλοϊδεατικά του πιστεύω. Στενά συνδεδεμένος με την Κύπρο ήταν πραγματικά «εξόριστος» από το νησί, αν και μη Κύπριος. Για μια περίοδο νοίκιαζε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην οδό Σπευσίππου, στην Πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι. Ζούσε με τα εμβάσματα που του απέστελλαν από την Κύπρο, οι παλιοί του οπαδοί της «Αγάπης του Λαού». Η ειρωνική συγκυρία έφερε το κυριότερο βάρος από την ισχνή οικονομική συνδρομή για τη διαβίωση του Καταλάνου να το καταβάλλει ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄, ο άνθρωπος που πολέμησε όσο κανέναν άλλο ο Μανιάτης δημοσιογράφος στο Αρχιεπισκοπικό ζήτημα. Η παροιμιώδης ανεξικακία του Κυρίλλου και η μανιάτικη περηφάνια του Καταλάνου επέβαλλαν όπως η συμβολή του Αρχιεπισκόπου να μείνει άγνωστη στον εξόριστο. Μάλιστα, ο Κύριλλος Γ΄ ήταν αυτός που εκφώνησε τον επιμνημόσυνο λόγο στο κεντρικό μνημόσυνο του Καταλάνου στον ναό της Φανερωμένης, τον Μάιο του 1933.
Αξίζει να προστεθεί ότι το ιστορικό Αναγνωστήριο «Αγάπη του Λαού» διαλύθηκε μετά τα Οκτωβριανά του 1931 γιατί τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής του σωματείου αρνήθηκαν να απαλείψουν από το καταστατικό της λέξη «ένωση», όπως προνοούσαν οι νέες βρετανικές επιταγές. Μέχρι το 1931, πάντως ο Καταλάνος διατηρούσε τακτική επικοινωνία με το Αναγνωστήριο και τον αντικαταστάτη του Γεώργιο Μαρκίδη, ενώ από την Αθήνα απέστελλε παραινετικές επιστολές πατριωτικού και «ηθοπλαστικού» περιεχομένου προς τα μέλη της «Αγάπης του Λαού» κάθε Πρωτοχρονιά και στις μεγάλες εθνικές επετείους. Σε μια από τις επιστολές του Καταλάνου προς τον Γ. Μαρκίδη (14-5-1930), που δημοσίευσε ο Κύπρος Χρυσάνθης το 1973 στις «Κυπριακές Σπουδές», ο Μανιάτης εξόριστος προβαίνει σε ορισμένες βαρυσήμαντες επισημάνσεις για την κυπριακή πολιτική ηγεσία των παραμονών της Οκτωβριανής εξέγερσης του 1931:
«Η δράσις μου εγίνετο τοιαύτη εν Κύπρω, ώστε να γίνωμαι ανεπιθύμητος και μισητός εις τους Άγγλους, Τούρκους και πλείστους των ημετέρων, αισθάνομαι δε πλήρως ικανοποιημένος ότι ο ελλην. κυπριακός λαός εξετίμησε ταύτην κατ’ ουσίαν και αξίαν και συναισθάνεται συμπάθειαν και τινα ευγνωμοσύνην. (…) Είναι βέβαιον ότι εν Κύπρω συμβαίνει το αρχαίον λόγιον: στρατού λεόντων ηγούνται έλαφοι και τι χείρον, πολλοί των πρωτοστατούντων εν τω αγώνι δεν πιστεύουσιν εις αυτόν και δεν ελαύνονται υπό αγνού και θερμού προς τούτον ενθουσιασμού. Εκμεταλλεύονται ούτοι την αγνήν και θερμήν φιλοπατρίαν του λαού προς θεραπείαν προσωπικών αδυναμιών και όταν ακόμη φαίνονται ανιδιοτελείς λέγουσι όσα λέγουσι διά μικροφιλοτιμίαν και κενοδοξίαν.»
Σύμφωνα με τον Ν. Γ. Ιακωβίδη, το Πάσχα του 1933 ο επίσης εξόριστος, μετά τα Οκτωβριανά του 1931, μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, έστειλε στον Καταλάνο με δύο Κύπριους λίγα τρόφιμα που του είχαν αποστείλει από την Κύπρο, χαλλούμια και φλαούνες:
«Όταν μετέβησαν εις την οικίαν του αειμνήστου Καταλάνου, η γηραιά οικοδέσποινα είπεν εις αυτούς, ότι ο Καταλάνος από τινων ημερών δεν εξέρχεται της οικίας και διά να ανοίξη το δωμάτιόν του πρέπει να φωνάξη τις δυνατά ένα γνωστόν όνομα. Πραγματικώς οι επισκέπται αφού έκρουσαν επανειλημμένως την θύραν και απήντησε τέλος πάντων ο αείμνηστος με την ερώτησιν «ποίος;» οι επισκέπται εφώναξαν «ο Άγιος Κυρηνείας». Ο Καταλάνος ήνοιξε την θύραν και αμέσως με ασθενή βήματα μετέβη και εξηπλώθη εις την αναπαυτικήν του. «Πού είναι ο Άγιος Κυρηνείας;» ηρώτησε. «Κύριε Καταλάνε» του είπαν «είμεθα απεσταλμένοι από τον Άγιον Κυρηνείας, όστις μαζί με τας ευχάς του σας στέλλει και τα τρόφιμα αυτά». «Τι να τα κάμω;» είπεν «εγώ τώρα φεύγω. Δώσατέ τα εις τους πτωχούς, δώσατέ τα εις τους έχοντας ανάγκην». Επήρε μίαν φλαούναν, έκαμε το σημείον του Σταυρού, την ησπάσθη και έκοψεν ένα μικρό κομμάτι. Ήτο ο τελευταίος ασπασμός του εις την αγαπημένην του Κύπρον.»
Το τέλος του Καταλάνου ήταν οσιακό και πέθανε κυριολεκτικά με τη σκέψη της αγαπημένης του Κύπρου, λίγες μέρες μετά το πιο πάνω περιστατικό. Σύμφωνα με τις αθηναϊκές και κυπριακές εφημερίδες του Μαΐου – Ιουνίου 1933, είχε επιστρέψει από τον απογευματινό του περίπατο, την Παρασκευή 5 Μαΐου 1933, όταν προαισθάνθηκε το τέλος του. Τοποθέτησε το κλειδί στην εξώπορτα, για να ξεκλειδώσει το επόμενο πρωί η σπιτονοικοκυρά του που τον βρήκε νεκρό, καθισμένο στην πολυθρόνα του (συνήθως κλείδωνε το δωμάτιο του από μέσα). Όπως φαίνεται, συνέταξε τη σύντομη διαθήκη του, που ακολουθεί, αφήνοντας τις οικονομίες του, περίπου 167 λίρες υπέρ των Κυπριακών Μαθητικών Συσσιτίων, και ξεψύχησε. Τα έξοδα της κηδείας του (7 Μαΐου 1933) καταβλήθηκαν από την κυπριακή Εκκλησία και τους Κύπριους της Αθήνας.
«5-5-1933
Φαίνεταί μοι αποθνήσκω μετ’ ολίγον και θέλω να δώσω μερικάς περί εμού πληροφορίας και να δηλώσω την τελευταίαν θέλησίν μου. Ονομάζομαι Ν. Καταλάνος ή Γιαννακούρας εκ Νομιτσή του Δήμου Λεύκτρων της Οιτύλου. Εις τα χαρτιά μου υπάρχει ημιτελής βιογραφία μου. Εξωρίσθην εκ Κύπρου από του 1921. Συντηρούμαι από συνδρομάς εκεί φίλων μου και παρ’ ευαγών ιδρυμάτων. Εξ οικονομιών μοι υπολείπονται καταθέσεις εις Τράπεζαν Αθηνών £48 και δραχμαί 25400, παρ’ εμοί δε εις συναλλάγματα £55 και χαρτονομίσματα αγγλικά και κυπριακά £17 και χρυσαί £5. Πάντα ταύτα ανήκουσι βεβαίως εις την Κύπρον και ουδέν δικαίωμα έχουσιν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι μου. Διά ταύτα κληροδοτώ ταύτα εις το Ταμείον Συσσιτίων των απόρων παίδων Λευκωσίας Κύπρου και εκτελεστήν ορίζω τον Πανιερώτατον Μητροπολίτην Κυρηνείας κον Μακάριον και τον εν Αθήναις ιατρόν Μιχ. Κινύραν (οδος Μαυροματαίων 9) προς τους οποίους παρακαλώ την Αστυνομίαν να αποταθή διά τα περαιτέρω.
Φοβούμαι ότι με κατέχει επιθανάτιον ρίγος. Συγχωρώ πάντας και παρά πάντων ζητώ συγνώμην.
Ν. Καταλάνος.»
Ο θάνατός του συγκίνησε την Κύπρο, που δεν είχε συνέλθει μεν από τα Οκτωβριανά του 1931, αλλά δεν είχε εισέλθει ακόμη στη βαρειά νύκτα της Παλμεροκρατίας, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σχετική ελευθερία έκφρασης. Μνημόσυνα του Καταλάνου έγιναν σε πολλούς ενοριακούς ναούς του νησιού, ενώ από τον κυπριακό Τύπο ρίχτηκε η ιδέα της διενέργειας εράνων για την ανέγερση προτομής του. Η προσπάθεια ανακόπηκε μετά από δήλωση του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄, ότι θα αναλάμβανε τους εράνους για ανδριάντα του Καταλάνου η κυπριακή Εκκλησία. Μεσολάβησε ο θάνατος του Κυρίλλου, η 14ετής χηρεία του αρχιεπισκοπικού θρόνου, η ένταση του πολιτικού αγώνα για την Ένωση και η τετραετία της ΕΟΚΑ. Τελικώς, η προτομή του Καταλάνου υψώθηκε στο κέντρο της Λευκωσίας, στην πλατεία Μεταξά και νυν Ελευθερίας, στο ύψος του Δημοτικού Μεγάρου, προς το πάρκο, από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας. Εκεί δέσποζε μέχρι τον πολυδάπανο «εξωραϊσμό» της Πλατείας Ελευθερίας. (Βρίσκόταν ανάμεσα στα δύο θρυλικά περίπτερα της Πλατείας.) Σήμερα αναμένουμε να μάθουμε πού θα τοποθετηθεί…
Βιβλιογραφία: Για τον Ν. Καταλάνο έχω δημοσιεύσει τις ακόλουθες μελέτες:
Π. Παπαπολυβίου, «Τα τέλη της ζωής του Νικολάου Καταλάνου. Δύο ανέκδοτες επιστολές του Ζήνωνος Χρ. Σώζου και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυρίλλου Γ΄» στην Επιστημονική Επετηρίδα της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, τόμ. Γ (1996), Λευκωσία 1997, σσ. 181-189.
Π. Παπαπολυβίου, «Πτυχές από τη ζωή και τη δράση του Νικόλαου Καταλάνου στη Λευκωσία (1893-1921)», περ. Εθνογραφικά, τόμ. 14 (Ναύπλιο 2009), σσ. 11-23.
Π. Παπαπολυβίου, «Νικόλαος Καταλάνος. Ο Μανιάτης που αγάπησε με πάθος τη Λευκωσία και πέθανε στην εξορία», περ. Χρονικό (εφ. Πολίτης), τεύχ. 102 (18-5-2002).
Μια συνολική παρουσίαση του έργου και της ζωής του Καταλάνου αναμένεται να δώσει η υπό εκπόνηση διδακτορική διατριβή του Μιχάλη Σταυρή, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Στη συνέχεια, η είδηση της εξορίας στη μεγαλύτερη εφημερίδα της εποχής, την «Ελευθερία», φ. 14 / 27 Απριλίου 1921. Λόγω του στρατιωτικού νόμου το δημοσίευμα είναι λιτό και αυστηρά περιγραφικό.

Από την εκδρομή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στην Πελοπόννησο, τον Ιούνιο του 2018. Στη γενέτειρα του Νικ. Καταλάνου, Νομιτσή, στις πλαγιές του Ταΰγετου.
