Απεβίωσε στις 29 Δεκεμβρίου 2018 στη Λεμεσό και κηδεύτηκε σήμερα, 2 Ιανουαρίου 2019 ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Φρίξος Γ. Δημητριάδης. Γεννήθηκε στην Τεμβριά της Λευκωσίας, φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Λεμεσού και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας, σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Δίδαξε μαθηματικά για 33 χρόνια στη Μέση εκπαίδευση ενώ ασχολήθηκε και με τη μουσική, έχοντας μελοποιήσει πολλά τραγούδια που τραγουδήθηκαν και στον αγώνα της ΕΟΚΑ.
Έγραψε τέσσερα βιβλία για τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Επιμελήθηκε το βιβλίο «Αγωγή των Νέων» (1994), και εξέδωσε τον «Παναγιώτη Τουμάζο» (1999), «Δε ξέρω… δε ξέρω τίποτε. Βασανιστήρια. Πλάτρες, Ομορφίτα, Λεύκα» (2008) και «Η ηρωική απόδραση. Δύνασθε να αποδράσετε» (2010).
Στο βιβλίο του Φρίξου Γ. Δημητριάδη για τα βασανιστήρια (2008) έγραψα τον πρόλογο. Αποσπώ από εκεί μερικά αποσπάσματα, αντί αποχαιρετισμού σε έναν σεμνό αγωνιστή.
«Από τις πρώτες σελίδες του καινούργιου βιβλίου του Φρίξου Δημητριάδη ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας ανήκει στην πολυπληθή ομάδα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ που στρατολογήθηκαν στον απελευθερωτικό αγώνα προερχόμενοι από τις χριστιανικές μαθητικές ομάδες και τα Κατηχητικά, για να αποτελέσουν στη συνέχεια τον «σκληρό πυρήνα» των στελεχών της Οργάνωσης. Η βαθειά χριστιανική πίστη χαρακτηρίζει και σήμερα τον συγγραφέα και διατρέχει και τις σελίδες του βιβλίου του. Όπως υποστηρίζει με έμφαση, παραπέμποντας σε χωρία από τους Ψαλμούς και τη Γραφή, η πίστη του ήταν αυτή που τον κράτησε δυνατό και ανθεκτικό μέσα στο καμίνι των φοβερών βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκε, μετά τη σύλληψή του.
Ο συγγραφέας ανήκε, επίσης, στην ευάριθμη ομάδα των νεαρών αγωνιστών της ΕΟΚΑ που εγκατέλειψαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ήταν μέλος της δεύτερης ομάδας Κυπρίων φοιτητών, που εκπαιδεύτηκαν, μάλιστα, στις βασικές γνώσεις του ανταρτοπολέμου και της χρήσης των όπλων, πριν να κατεβούν στο νησί, όπου ο αρχηγός της ΕΟΚΑ ανέμενε από αυτούς ιδιαίτερη και εξειδικευμένη βοήθεια. Το σύνολο, σχεδόν, των φοιτητών της Αθήνας που έσπευσαν στην Κύπρο για να στελεχώσουν την ΕΟΚΑ, τοποθετήθηκαν σε ηγετικές θέσεις και αναδείχθηκαν σε αξιόλογες μονάδες της οργάνωσης. Στον Φρίξο Δημητριάδη, με το ψευδώνυμο «Ράλλης», ανατέθηκε, τον Αύγουστο του 1956, από τον Γ. Γρίβα – Διγενή, η οργάνωση και διοίκηση του τομέα Σολέας, όπου υπαγόταν και η γενέτειρά του, Τεμβριά. Λίγες βδομάδες αργότερα διορίστηκε καθηγητής των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο Σολέας, στην Ευρύχου.
Με τη διπλή του ιδιότητα ο «Ράλλης» είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και ανάμειξη στην ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ στην περιοχή Σολιάς, από τον Νοέμβριο του 1956, η οποία περιγράφεται συνοπτικά και στο βιβλίο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παρουσία στις περιοχές Σολιάς – Μαραθάσας των ανταρτικών ομάδων του Μάρκου Δράκου, του Γρηγόρη Αυξεντίου και του Στυλιανού Λένα. Μάλιστα ο συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο του φωτοτυπίες επιστολών των τριών πεσόντων ηγετικών στελεχών της ΕΟΚΑ, όπως και χειρόγραφων ή δακτυλόγραφων διαταγών του αρχηγού της οργάνωσης.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1957 ο Φρίξος Δημητριάδης συνελήφθηκε από τους Βρετανούς, καθώς ύστερα από τον θάνατο του Μάρκου Δράκου σε μάχη (18 προς 19 Ιανουαρίου 1957), ο κλοιός γύρω από τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ της περιοχής Σολέας έγινε ασφυκτικός. Σε αυτό βοήθησε και η προδοσία που οδήγησε, την ίδια περίοδο, τις διωκτικές αρχές στη σύλληψη σημαντικών στελεχών της οργάνωσης στη Λευκωσία. Ο συγγραφέας, για τον οποίο οι αστυνομικές αρχές είχαν βάσιμες ενδείξεις και πληροφορίες ότι ήταν ο τομεάρχης «Ράλλης» οδηγήθηκε πρώτα στα Κρατητήρια Πλατρών, ύστερα από μια εξονυχιστική έρευνα στο σπίτι του, που δεν απέδωσε τίποτε το ενοχοποιητικό. Στη συνέχεια πέρασε από ανακρίσεις και βασανιστήρια στο μεσαιωνικό κολαστήριο της Ομορφίτας και στα κρατητήρια «μεταγωγών» Ξερού και Λεύκας, πριν καταλήξει, στις 5 Μαρτίου 1957, «οριστικά» στα Κρατητήρια Πύλας. [Από εκεί δραπέτευσε, ένα χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1958 μαζί με τους Φώτη Πίττα, Ανδρέα Κάρυο και Χριστάκη Τρυφωνίδη. Ως αντάρτης πια, ανέλαβε τον τομέα Σολέας, μέχρι το τέλος του αγώνα.]
Το κύριο, και πιο συγκλονιστικό, μέρος της αφήγησης του Φρίξου Δημητριάδη εστιάζεται στην σκληρή περιγραφή των σαδιστικών βασανιστηρίων που πέρασε στα χέρια των αρχιβασανιστών Μακκάουαν και Μέρλιν, στη διάρκεια των «ανακρίσεων» που υποβλήθηκε στην κράτησή του στην Ομορφίτα. Αν και τα βρετανικά βασανιστήρια στην Κύπρο, στην προσπάθεια καταστολής του αγώνα της ΕΟΚΑ, δεν ήταν ούτε πρωτότυπα, ούτε, δυστυχώς, τα τελευταία στον κόσμο, αφού συνηθίζονται ακόμη και σήμερα, και μάλιστα σε χώρες, υποτίθεται, «λίκνα της δημοκρατίας», εν τούτοις η ανάγνωσή τους προκαλεί αηδία και αποτροπιασμό για τους εγκέφαλους και τους αυτουργούς των «επιστημονικών» φρικιαστικών ξυλοδαρμών, αλλά και για όσους γνώριζαν, ανέχονταν και συγκάλυπταν όσα συνέβαιναν στην «κυπριακή Βαστίλλη». Όπως σημειώνει στην Εισαγωγή του βιβλίου του ο συγγραφέας, δεκατέσσερις άνδρες της ΕΟΚΑ έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια των φοβερών βασανιστηρίων που υπέστησαν, ενώ δεκάδες άλλοι ταλαιπωρήθηκαν για χρόνια, ψυχολογικά και σωματικά, και υποφέρουν ακόμη και σήμερα από τα «ενθύμια» της κακομεταχείρησής τους στα χέρια των βρετανικών ανακριτικών αρχών στη δεκαετία του 1950, μόλις δέκα χρόνια ύστερα από τη συντριβή του φασιστικού τέρατος στην Ευρώπη και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Πέρα από τη φρίκη για όσα υπέστησαν στα χέρια των ανακριτών τους οι Κύπριοι αγωνιστές ή τις σκέψεις για το τι είναι αυτό που μεταμορφώνει έναν «καθώς πρέπει πολιτισμένο Ευρωπαίο» ανακριτή σε αποτρόπαιο βασανιστή, όσα καταγράφει ο Φρ. Δημητριάδης μας δίνουν την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε όσο γίνεται πιο ψύχραιμα και νηφάλια, και αφού έχουν μεσολαβήσει περισσότερα από πενήντα χρόνια από το 1955, το κεφάλαιο βασανιστήρια και «προδώσαντες», για να θυμηθούμε τον όρο από τα «Απομνημονεύματα» του Γ. Γρίβα-Διγενή. Και αν – οι νεότεροι αναγνώστες – στη χρονική ασφάλεια και απόσταση των ημερών μας, είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε με συγκατάβαση και κατανόηση όσους δεν άντεξαν στη διάρκεια των ανακρίσεων, ειδικά εάν διαβάσουμε όσα περιγράφει ο Δημητριάδης στις σελίδες που ακολουθούν, από την άλλη, ο θαυμασμός προς τους ανώνυμους και άγνωστους αγωνιστές που υπέμειναν τα βασανιστήρια ακλόνητοι ως Μάρτυρες, σε αυτή την αμείλικτη ενώπιος ενωπίω αναμέτρηση με τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις του καθενός και την αναλγησία της ανακριτικής «εξουσίας» παραμένει ανυπόκριτος. Οι «μη προδώσαντες» δικαιούνται τον άτυπο «στέφανο της δικαιοσύνης»: Η ανεκτίμητη αξία του είναι – πρώτιστα και πέραν από το «καθήκον» προς την οργάνωση ή τον συναγωνιστή – ζήτημα προσωπικής αξιολόγησης, όπως ακριβώς και η σημασία του αγώνα για την ελευθερία, για τους αποικιοκρατούμενους λαούς στον μεταπολεμικό κόσμο.»
Η φωτογραφία (του 1957) από τα Κρατητήρια της Πύλας και το φωτογραφικό αρχείο του Ρένου Λυσιώτη: Ομάδα κρατουμένων στην Πύλα. Δεύτερος από αριστερά ο Ρένος Λυσιώτης. Ο όρθιος κληρικός είναι ο Διονύσιος Κυκκώτης. Ανάμεσα στους κρατούμενους και οι Μιχαήλ Μιχαηλίδης και Άριστος Χρυσοστόμου.