Ένα περιστατικό που συνέβηκε πρόσφατα, μου δίνει την ευκαιρία να αναφερθώ σήμερα σε ένα φαινόμενο που έχω διαπιστώσει εδώ και χρόνια: την μεγάλη άγνοια των Κυπρίων νέων για τη γεωγραφία του τόπου μας. Πριν από λίγες μέρες κλήθηκα να μιλήσω σε μια ομάδα 25 παιδιών Τρίτης Γυμνασίου από μια μεγάλη κωμόπολη της υπαίθρου, στα πλαίσια της ενημέρωσης για τα προγράμματα σπουδών και τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό. Αφού τους καλωσόρισα, κάνοντας μιαν αναφορά στη γενέτειρά τους, πριν ξεκινήσω την παρουσίασή μου, ανέφερα ότι και εγώ γεννήθηκα σε μια μεγάλη κωμόπολη, τη Λάπηθο, και ρώτησα πόσοι την γνώριζαν. Ύστερα από δευτερόλεπτα αμηχανίας και εκκωφαντικής σιγής, και μετά από δικές μου παρακινήσεις, ένας τολμηρός μαθητής πετάχθηκε: «Είναι στα κατεχόμενα». Ρώτησα σε ποια περιοχή και μου απάντησαν δυο-τρεις, «στην επαρχία Αμμοχώστου»… Μόνο ένας βρέθηκε να πει, «στην επαρχία Κερύνειας». Όταν έσπευσα να τον συγχαρώ ανακουφισμένος, αυτός απάντησε με την παιδική του ειλικρίνεια: «το είπα έτσι, κύριε, δεν το ήξερα»….
Το συγκεκριμένο περιστατικό επιβεβαίωσε μια διαπίστωση πολλών χρόνων από τη διδασκαλία σε εκατοντάδες φοιτητές και φοιτήτριες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εκεί δεν ρώτησα ποτέ, ακόμη, «πού είναι η Λάπηθος», όμως ρωτώ κάθε φορά που διδάσκω Ιστορία της Κύπρου και το φέρνει η συζήτηση, πού είναι ο Λυθροδόντας, η Καλαβασός, η Φλάσου, κ.ο.κ., προσπαθώντας να δείξω το πόσο απαραίτητη για τον ιστορικό είναι η γνώση της γεωγραφίας. Και εισπράττω κάθε φορά μεγαλύτερη σιωπή, εκτός κι αν ανάμεσα στο ακροατήριο βρεθεί κάποιος από τις παραπάνω περιοχές. Ως προς τη γεωγραφία των κατεχομένων η άγνοια μπορεί να τεκμηριωθεί και με αριθμούς, καθώς είχα την ευθύνη για τον διαγωνισμό γνώσεων «Μνήμη κατεχομένων» που διοργανώθηκε για μια τριετία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με αθλοθέτη την Alpha Bank και μεγάλη συμμετοχή φοιτητών και φοιτητριών. Εννοείται ότι χειρότερα αποτελέσματα διαπιστώνει κανείς, όταν επιχειρήσει ανάλογες ερωτήσεις για τη γεωγραφία της Ελλάδας ή της Ευρώπης.
Το ζήτημα έχει δύο διαστάσεις: Η μία είναι καθαρά εκπαιδευτική και έχει να κάνει με τα γενικότερα προβλήματα της υποβαθμισης της παρεχόμενης Παιδείας αλλά και των κοινωνικών αλλαγών στον σύγχρονο κόσμο. Όταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, μόλις πριν μισόν αιώνα, στη δεκαετία του 1960, οι μαθητές των τότε κυπριακών Δημοτικών Σχολείων μάθαιναν από τα κακοτυπωμένα βιβλία τους, στο μάθημα της Πατριδογνωσίας ή της Γεωγραφίας της Κύπρου, τα χωριά των επαρχιών της Κύπρου, ανάλογα με τον δρόμο που ένωνε τις πόλεις: Από τη Λευκωσία στην Αμμόχωστο, τον παλιό ή τον νέο δρόμο, από τη Λευκωσία στη Λάρνακα, τη Λεμεσό, την Κερύνεια, από τη Λεμεσό στην Πάφο, κ.ο.κ. Και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, τα προϊόντα, τα μνημεία, ακόμη και τις ασχολίες και τα τοπικά προσωνύμια των κατοίκων σε παλαιότερες εποχές. Ποιος έχει ξεχάσει την παιδική φράση «Άσσια, Βατυλή, Λύση, Κοντέα…», ασχέτως εάν επισκέφθηκε ποτέ τη Μεσαορία; Προφανώς δεν μάθαιναν και τότε τα πάντα, ούτε αγιοποιούμε το παρελθόν. Απλώς, οι εποχές ήταν διαφορετικές. Για μια σύγκριση, θυμίζω την έκρηξη του τότε υπουργού Παιδείας Φρίξου Πετρίδη, στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «Απαντήστε Παιδιά», τον Μάιο του 1971. Πρόσβαλε συλλήβδην τους δασκάλους, γιατί τα διαγωνιζόμενα παιδιά, της Έκτης Δημοτικού, δεν ήξεραν τους αρχαίους ναούς που βρίσκονται στην Ακρόπολη…
Ύστερα από την τουρκική εισβολή του 1974, την προσφυγιά, την «οικιστική ανάπτυξη», την αστικοποίηση και τη χάραξη των μεγάλων αυτοκινητόδρομων, οι νέες γενιές – και όχι μόνο, όπως έδειξε η επίκληση άγνοιας του τέως προέδρου της Δημοκρατίας για το πού βρίσκεται το Μαρί – καταγράφουν στις «χρήσιμες πληροφορίες» μόνο τους «δημοφιλείς προορισμούς». Αυτοί είναι, σήμερα, συγκεκριμένες παραλίες ή ξενοδοχεία στον Πρωταρά ή την Αγία Νάπα, τα χιόνια στην Πλατεία του Τροόδους, ένα εστιατόριο στο Λατσί, εσχάτως η Μαρίνα Λεμεσού, το Mall 1, 2, κ.ο.κ. Και βέβαια, με την ευκολία που ταξιδεύει πια ο σύγχρονος άνθρωπος, η πιθανότητα να κάνει διακοπές ένας Κύπριος στις Μαλδίβες ή στο Ντουμπάι, είναι πολύ μεγαλύτερες από του να επισκεφθεί την Παναγία του Σίντη, στην Πενταλιά…
Η άγνοια των νεαρών μαθητών και μαθητριών για το «πού – και ποια – είναι η Λάπηθος» έχει, βέβαια, και εθνική διάσταση. Επιβεβαιώνει, δυστυχώς, την πλήρη αποτυχία των πολιτικών που χαράχθηκαν (;) και εφαρμόστηκαν στα ζητήματα αυτά από το 1974. Χωρίς να απαλλασσόμαστε όλοι για τις προσωπικές μας ευθύνες: τόσο για την Κύπρο που παραδίνουμε στα παιδιά μας, όσο και ως προς το τι γνωρίζουν αυτά για την πατρώα γη.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” την 1η Δεκεμβρίου 2018
Σας καταλαμβαίνω απόλυτα, ως εκπαιδευτικός της δημοτικής εκπαίδευσης και απολογούμαι εκ μέρους όλων μας.