Η συμφωνία των πρωθυπουργών Ελλάδας και ΠΓΔΜ, Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ, προκάλεσε αλυσιδωτές εξελίξεις και αντιδράσεις. Όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, τη χώρα που διεκδικεί την πατρότητα του μέτρου, κυριάρχησε η αμετροέπεια: με ελάχιστες εξαιρέσεις τα σχόλια κινούνται από τον θρίαμβο και τη «μεγάλη διπλωματική νίκη» μέχρι το «εθνικό έγκλημα». Και αυτά καταγράφονται τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στο «πεζοδρόμιο», καθώς τις ώρες που γράφεται το άρθρο μας διεξάγεται σχετική συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε για τη Συμφωνία το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας», υπό την εξαγγελία νέων συλλαλητηρίων.
Προσπαθώντας να κωδικοποιήσουμε κάποια συμπεράσματα, υπενθυμίζουμε ότι ως προς την ονοματολογία, η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων στην Αθήνα, εδώ και περίπου δέκα χρόνια, έχει αποδεχθεί σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, υπό προϋποθέσεις. Διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών στο ιδιαίτερα διαφωτιστικό κεφάλαιο «Το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ», όπου περιγράφεται το «ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης» για την ελληνική πλευρά: «Η θέση μας είναι σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.» Όπως είναι γνωστό, τη «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό» δεν αποδέχονται μεμονωμένοι πολιτικοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, με την ιδιαίτερη εμπλοκή στο ζήτημα που ανάγεται στο 1992-1993, και οι ΑΝΕΛ, δηλαδή ο ισότιμος εταίρος στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τη «σύνθετη ονομασία» δεν δέχονται, επίσης, και οι μάζες των διαδηλωτών που μετέχουν στα συλλαλητήρια. Τώρα, γιατί τα κόμματα δεν έπεισαν ή δεν ενημέρωσαν τους ψηφοφόρους τους, εδώ και δέκα χρόνια, για τη συναινετική «εθνική θέση» υπέρ της σύνθετης ονομασίας είναι μια άλλη ιστορία…
Από την άλλη, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι γεωγραφικά, η ΠΓΔΜ ανήκει στον χώρο που είναι γνωστός από την αρχαιότητα ως Μακεδονία. Καταφεύγω και πάλι στην ιστοσελίδα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών: «Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διαφόρων βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα μικρότερα τμήματά της στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Ο κύριος κορμός της ιστορικής Μακεδονίας κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που διαχρονικά ονομάζεται Μακεδονία, με σημερινό πληθυσμό περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες υπηκόους.»
Υπό αυτό το πρίσμα, η ελληνική διπλωματία δέχθηκε, τα τελευταία χρόνια, να συζητά ονομασίες του τύπου «Άνω», «Βόρεια», «Άπω» μπροστά από τη λέξη Μακεδονία για το γειτονικό της κράτος, με την προϋπόθεση της συνταγματικής εξαφάνισης του «μακεδονικού αλυτρωτισμού». Ακριβώς, όμως, τα μεγαλύτερα ερωτηματικά που γεννά η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ, πέρα από πολλά στάδια που απαιτούνται για την υλοποίησή της, αφορούν το ζήτημα της εθνικότητας των πολιτών της «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Η Συμφωνία στην ελληνική της εκδοχή, στο 2.3.β. αναφέρει: «Η ιθαγένεια (…) θα είναι Μακεδονική / Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», και παρακάτω (2.3.δ) ο όρος «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» παραπέμπεται για εξήγηση στο άρθρο 7 της Συμφωνίας. Εκεί διασαφηνίζεται ο αμοιβαίος σεβασμός των δύο συμβαλλομένων μερών στην αντίστοιχη χρήση του όρου: «Η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά». Αυτή η φράση, που ακολουθείται και από τις αναφορές για τη «μακεδονική γλώσσα», ως «εποικοδομητική ασάφεια», υπονομεύει το “erga omnes”. Και για του λόγου το αληθές, η μεν Αθήνα θεωρεί ως νίκη τη διατύπωση, σε αυτό το άρθρο, ότι «η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους [ΠΓΔΜ] δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του πρώτου μέρους», την ίδια ώρα που στα Σκόπια ο Ζάεφ πανηγυρίζει ότι με τη Συμφωνία αναγνωρίστηκε το «μακεδονικό έθνος»… Η διατύπωση αυτή μπορεί από κάποιους να θεωρηθεί «καινοτόμος πρακτική επίλυσης διεθνών ζητημάτων», θυμίζοντας την «όποια λύση» του Κυπριακού: Δηλαδή οι συμβαλλόμενοι και όχι ο μεσολαβητής (εδώ, το ΝΑΤΟ) αφήνουν εν γνώσει τους κενά και γκρίζες ζώνες… Σε αυτή τη συγκυρία, με το συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα στην Αθήνα της ακήρυκτης προεκλογικής περιόδου, ουσιαστικά διαιωνίζεται το αδιέξοδο, εις βάρος των ελληνικών θέσεων, καθώς δεν μιλάμε για ένα αφηρημένο φιλολογικό ζήτημα ή για την ιστορία των Άλπεων ή της Γροιλανδίας: Εμείς θα λεγόμαστε Μακεδόνες στο εσωτερικό, και οι γείτονες θα λέγονται, με την υπογραφή μας, «Μακεδόνες / πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Αντιλαμβανόμαστε ότι οι λέξεις «ταυτότητα» και «έθνος» δεν σημαίνουν για όλους μας το ίδιο, όμως στα Βαλκάνια και ειδικότερα «στις βόρειες περιοχές του πρώτου μέρους» υπάρχουν προβλήματα, από το 1944, που είναι πιο σύνθετα από τη διεκδίκηση της εθνικότητας του Βουκεφάλα…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 16 Ιουνίου 2018