Την ερχόμενη βδομάδα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατο στη Λεμεσό, στις 13 Μαρτίου 1918, του Ανδρέα Θεμιστοκλέους (1843-1918). Μιας κορυφαίας φυσιογνωμίας της εποχής του, με καθοριστικό ρόλο στην «ενηλικίωση» του εθνικού κινήματος και στη δυναμική διεκδίκηση των πολιτικών αιτημάτων στην Αγγλοκρατία.
Ο πατέρας του Ανδρέα, Δημήτριος Θεμιστοκλής (1792-1848), ήταν σημαντικός λόγιος, με σπουδές στις Κυδωνίες και στη Σμύρνη. Το 1819 επέστρεψε στη γενέτειρά του Λεμεσό και δίδαξε στην Ελληνική Σχολή. Μετά τις σφαγές του Ιουλίου του 1821, κατέφυγε στη Λάρνακα όπου, αφού καταλάγιασε η λαίλαπα, συνέχισε την εκπαιδευτική του δράση. Από τον γάμο του με τη Μαρουδιά Βοντιτσιάνου, απέκτησαν έξι παιδιά. Ο δευτερότοκος, Ανδρέας, περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή. Στη συνέχεια, σπούδασε για μια τριετία Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο.
Το 1870 επέστρεψε στην Κύπρο και από τότε, μέχρι το 1913, διηύθυνε το τριτάξιο Ελληνικό σχολείο της Λεμεσού. Το 1906 το Σχολείο αναγνωρίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως «Ημιγυμνάσιο» (πεντατάξιο), ενώ από το 1916, αφού προστέθηκε και η Έκτη, αναγνωρίστηκε ως πλήρες Γυμνάσιο (από το 1952: Λανίτειο). Ο Θεμιστοκλέους υπήρξε δάσκαλος σχεδόν όλων των λεμεσιανών πρωταγωνιστών της κυπριακής ζωής μέχρι το 1950. Τα ενυπόγραφα κείμενα του, που εντοπίζονται, είναι μετρημένα. Με την πάροδο του χρόνου, μάλιστα, ελάττωσε και τις δημόσιες ομιλίες του. Ήταν πάνω από όλα, ένας παθιασμένος και αφοσιωμένος δάσκαλος. Ακόμη και όταν έχασε την όρασή του, όταν αποχώρησε από το σχολείο, συνέχισε να διδάσκει Όμηρο από στήθους, ως άλλος τυφλός ραψωδός. Δεν αναμείχθηκε ποτέ στην κομματική πολιτική, ακόμη και στις μεγαλύτερες εντάσεις του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Αντίθετα, απεχθανόταν, μέχρι μίσους, τη βρετανική κατοχή.
Το άλλο πάθος του υπήρξε ο αθλητισμός. Ήταν, το καλοκαίρι του 1892, ο θεμελιωτής και μαζί με τους μαθητές του, νεαρούς τότε δικηγόρους, Νικόλαο Κλ. Λανίτη και Χριστόδουλο Σώζο, εκ των συνιδρυτών του Γυμναστικού Συλλόγου «Ολύμπια» (ΓΣΟ), του πρώτου στην Κύπρο και ενός από τα πρώτα αθλητικά σωματεία του Ελληνισμού. Ο ίδιος οργάνωνε αθλητικούς αγώνες από το 1885, τουλάχιστον, ενώ ανάλογη μανία είχε και με το κυνήγι, ως «αρχαίο ελληνικό μέσο Παιδαγωγικής».
Οι Βρετανοί τον θεωρούσαν, μαζί με τον Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό Οικονομίδη και τον Αριστοτέλη Παλαιολόγο, ως τους ηγέτες της «πανελληνιστικής κίνησης», δηλαδή του ενωτικού κινήματος. Φλογερός πατριώτης, ηγήθηκε της αντίστασης εναντίον της αποικιακής και αστυνομικής αυθαιρεσίας. Ξεχωρίζουμε δύο περιστατικά: Τον Μάρτιο του 1884 αποκάλεσε, με επιστολή του, «ήκιστα ευγενή και ουχί αντάξιον τέκνον της ευγενούς Αλβιώνος» τον Αρχιλογιστή Σουέτεγχαμ, επειδή μίλησε περιφρονητικά στο Νομοθετικό Συμβούλιο για την καταχρεωμένη (και τότε) Ελλάδα. Ανέμενε, μάταια, πρόσκληση σε μονομαχία… Το 1907, όταν ο (Κύπριος) Αστυνόμος Σπύρος Τελεβάντος, διέκοψε ως «οχλαγωγία» τις «21 τιμητικές ολμοβολές», την ημέρα της ελληνικής βασιλικής γιορτής, ο Θεμιστοκλέους τον πρόσβαλε κατάμουτρα: «Λυπούμαι που δεν ξέρω αγγλικά για να συνεννοηθώ καλύτερα μαζί σου». Ο Αστυνόμος τον κατήγγειλε για εξύβριση και ο Θεμιστοκλέους δικάστηκε στη Λευκωσία. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, μετά την πανηγυρική αθώωσή του (παρουσιάστηκαν 19 συνήγοροι υπεράσπισης, το σύνολο σχεδόν του τότε παγκύπριου δικηγορικού σώματος), και αφού αποθεώθηκε με παλλαϊκές διαδηλώσεις στη Λάρνακα, την Αμμόχωστο και την πρωτεύουσα, χαιρέτισε τους συγκεντρωθέντες με τα εξής: «Πάντοτε, κύριοι, εθεώρησα καθήκον μου να διδάξω τους μαθητάς μου όχι μόνον διά του λόγου αλλά και διά του παραδείγματος, είμαι δε ευτυχής ότι και η παρούσα περίπτωσις απέδειξεν ότι ο σπόρος της διδασκαλίας μου έπεσεν επί γην αγαθήν.»
Παρά τη φήμη του και την παγκύπρια εκτίμηση προς το πρόσωπό του, έμεινε χωρίς περιουσία, με μόνο εισόδημα τον μισθό του (συχνά καθυστερούντα), ενώ αρκετές φορές πλήρωνε ο ίδιος τα δίδακτρα φτωχών μαθητών του. Βιβλική μορφή, με μακριά λευκή γενειάδα, προκαλούσε δέος. Τιμήθηκε από τους συμπολίτες του και την ελληνική κυβέρνηση για τα 40 χρόνια διδασκαλίας του (Ιανουάριος 1911), ενώ ο Δήμος Λεμεσού, επί δημαρχίας Χριστόδουλου Σώζου, ανακήρυξε «τον ακάματο διδάσκαλο, Μεγάλον Ευεργέτην της πόλεως». Απεβίωσε στις 13 Μαρτίου 1918. Η κηδεία του έγινε την επομένη, 14 Μαρτίου (Ιουλιανό ημερολόγιο), αργά απόγευμα Τετάρτης.
Την ερχόμενη Τετάρτη, 14 Μαρτίου 2018, στη Βιβλιοθήκη του Λανιτείου, στη Λεμεσό, θα τιμηθεί με μια διάλεξη από τον γράφοντα η επέτειος του θανάτου του «Ανδρέα του Δάσκαλου». Ενός ανθρώπου που άλλαξε τον κόσμο της Κύπρου. Καθώς, όπως τον νεκρολόγησε ο Ευγένιος Ζήνων, «υπήρξεν Ηρακλής των δικαίων της πατρίδος μας».
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 10 Μαρτίου 2018
Υ.Γ. Η διάλεξη του Π. Παπαπολυβίου της Τετάρτης, 14 Μαρτίου 2018, για τη ζωή και το έργο του Ανδρέα Θεμιστοκλέους εντάσσεται στη σειρά “Βραδιές Λανιτείου” και θα αρχίσει στις 7.30 μμ. Οι οργανωτές παρακαλούν τους ενδιαφερόμενους όπως δηλώσουν τηλεφωνικώς την παρουσία τους (Λανίτειο Λύκειο, τηλ.: 25692050), λόγω περιορισμένων θέσεων στον χώρο της Βιβλιοθήκης.