Δεν έχουν περάσει ακόμη τρεις βδομάδες από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών που ανέδειξαν πρόεδρο τον Ν. Αναστασιάδη για δεύτερη συνεχή θητεία, και η τουρκική ωμή επίδειξη δύναμης, αυτή τη φορά με την παρεμπόδιση του ιταλικού ερευνητικού σκάφους στον χώρο της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει προσγειώσει όλους, «θριαμβευτές», «στρατηγικούς ψηφοφόρους», και «ηττημένους», στη σκληρή πραγματικότητα του Κυπριακού. Πιο ευτυχείς και μακάριοι, όσοι επιμένουν να βλέπουν μόνο τη «ζεστή και ποιητική μέρα», και το «γαλάζιο ανοικτό του ουρανού», και να επευφημούν τον καβαφικό Καισαρίωνα, «γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα» των «Αλεξανδρινών βασιλέων»…
Όμως, όσο «κούφια λόγια» αποδεικνύονται «κι αυτές οι βασιλείες», η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, και ειδικά η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, καλείται ξανά να διαχειριστεί με εθνική αξιοπρέπεια μια μείζονα κρίση με την κατοχική δύναμη, να διεκδικήσει τα δίκαια των πολιτών της, να υπερασπιστεί την κρατική μας υπόσταση, να εμπνεύσει στους πολίτες όραμα και αγωνιστικότητα και να αποτινάξει την ηττοπάθεια. Με μοναδικό όπλο και ελπίδα επιβίωσης την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι κάποια συνομοσπονδιακή «μετεξέλιξή της» με προδιαγεγραμμένο τέλος και ληξιπρόθεσμη ημερομηνία διάλυσης. Ειδικά με τις σημερινές συγκυρίες, με το περιβάλλον στην κοντινή και ευρύτερη περιοχή να έχει μετατραπεί σε κινούμενη άμμο και τον Ερντογάν να διακηρύσσει ότι μπορεί να κυριαρχεί παντού, από το Αιγαίο μέχρι τα ανατολικά της χώρας του, και να τσαλαπατά το διεθνές δίκαιο, ως γνήσιος διάδοχος των Οσμανλήδων.
Το πρόσφατο επεισόδιο στα Ίμια επιβεβαίωσε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποτελώντας και ένα παράδειγμα της τουρκικής στρατηγικής, που μπορεί να φαίνεται απλοϊκή και χονδροειδής, αλλά όπως έχει αποδειχθεί στο Κυπριακό επιβραβεύεται: η Τουρκία θέτει αξιώσεις επί ξένης κυριαρχίας δημιουργώντας «γκρίζες ζώνες» και απειλώντας με μείζονα κρίση ή και με πολεμική σύρραξη, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει, στη χειρότερη περίπτωση, με την πάροδο των ετών, να φέρει τη «αμφισβητούμενη περιοχή» στο τραπέζι των συνομιλιών και στο κλασικό ανατολίτικο παζάρι, όπου τα δικά τους δικά τους, και τα δικά μας δικά τους. Σύμμαχός τους: η δική μας «κόπωση», το «δώστε τα όλα» των «νουνεχών» δικών μας, οι αφελείς σοφιστείες περί “win-win situation”, η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε την ξένη κατοχή και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και διεθνούς δικαίου, ως μέλη μιας κοινωνίας που επαναστατεί για την απαγόρευση κατανάλωσης αμπελοπουλιών ή για την αδικία εις βάρος της ποδοσφαιρικής μας ομάδας, αλλά σφυρίζει αδιάφορα εάν ο τουρκικός στόλος λούζεται και χτενίζεται στο Κάβο Γκρέκο ή στον Καφηρέα. Παράδειγμα οι εν Ελλάδι αντιδράσεις: Η χώρα που εγγυήθηκε, μαζί με τη Βρετανία και την Τουρκία, την κυπριακή ανεξαρτησία το 1959, αντιμετώπισε το επεισόδιο στα Ίμια με τις γνωστές εξάρσεις παλληκαρισμού και λαϊκής κατανάλωσης για τα τηλεοπτικά δελτία, από τους συνήθεις ζωηρότερους εκπροσώπους του πολιτικού προσωπικού, ενώ για τις εξελίξεις στην κυπριακή ΑΟΖ εξέδωσε τις κλασικές «αυστηρές» ανακοινώσεις διαμαρτυρίας. Το τραγικό για αυτές τις ώρες, και ενώ παράλληλα φαίνεται να «προχωρά» (;) και η υπόθεση του ονόματος της ΠΓΔΜ, είναι ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος είναι προσηλωμένος στον βούρκο της υπόθεσης Novartis. Την ώρα που κλιμακώνεται η επίδειξη δύναμης του Ερντογάν σε πρωτοφανή κλίμακα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στην Αθήνα οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές… Με μια μικρή υποσημείωση. Άγνωστη παραμένει η δυναμική της ελλαδικής κοινής γνώμης. Έχουμε την αίσθηση ότι η πρόσφατη επίσκεψη – φιάσκο Ερντογάν στην Αθήνα και η δημόσια αντιπαράθεσή του με την ελληνική πολιτική και πολιτειακή ηγεσία μετακύλισε σε λαϊκό επίπεδο τις αντιδράσεις και την έξαψη. Είναι, θεωρούμε, και μια εξήγηση για την απρόσμενη μαζικότητα των πρόσφατων συλλαλητηρίων για το «Μακεδονικό», που φάνηκε να ξάφνιασε πολλούς. Η Τουρκία με τον Ερντογάν γυρίζει τον χρόνο στην εποχή των Σουλτάνων και η Ελλάδα ακολουθεί με αντιδράσεις που θυμίζουν τη δεκαετία του 1890…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 24 Φεβρουαρίου 2018