Οι συζητήσεις που γίνονται αυτήν την περίοδο στα κατεχόμενα, σχετικά με την υιοθέτηση και φέτος της «ώρας Ερντογάν» και το ζήτημα που προέκυψε με τη σύλληψη και τις κατηγορίες εναντίον του Μουφτή, Τ. Αταλάι, επιβεβαιώνουν την αδυναμία του Μουσταφά Ακιντζί να αρθρώσει αυτόνομο πολιτικό λόγο απέναντι στην αυταρχικότητα της Άγκυρας. Είναι ο ίδιος ο οποίος κίνησε γη και ουρανό για τη δεκάλεπτη επετειακή αναφορά στο ενωτικό δημοψήφισμα στα σχολεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο ίδιος ο οποίος προβαίνει, τα τελευταία χρόνια, σε συνεχείς συστάσεις σε αξιωματούχους της ημικατεχόμενης χώρας μας για το παραμικρό, την ίδια ώρα που δεν έχει καμιά ηθική αναστολή να παρευρίσκεται, να συνεορτάζει και να τιμά τους φονικούς βομβαρδισμούς από την τουρκική πολεμική αεροπορία, με θύματα, σχεδόν στο σύνολό τους, ανυπεράσπιστους αμάχους, στην Τηλλυρία το 1964. Ουσιαστικά, ο Μ. Ακιντζί υπηρετεί κατά γράμμα την τουρκική πολιτική.
Και ποια είναι τα κύρια επιχειρήματα της τουρκοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας, εδώ και δεκαετίες; Ισχυρίζονται ότι οι Τουρκοκύπριοι «κινδυνεύουν» από τους Έλληνες της Κύπρου και για αυτό πρέπει να έχουν ηγεμονική πολιτική, πολιτειακή και εδαφική εκπροσώπηση στο κράτος που θα προκύψει, υπό την «προστασία» του κατοχικού στρατού και των «εγγυήσεων». Ειδικότερα, η ρητορική της κινδυνολογίας του Μ. Ακιντζί στηρίζεται σε τρεις άξονες: Στην υπερπροβολή μετρημένων περιστατικών βίας εις βάρος Τουρκοκυπρίων «στον Νότο», με αυτουργούς μεμονωμένους ανεγκέφαλους ή ενσυνείδητα φασιστοειδή. Στην ανάλογη προπαγανδιστική χρήση των μαζικών δολοφονιών στη Μάραθα – Αλόα και στην Τόχνη, από Ελληνοκύπριους φονιάδες, στη διάρκεια της δεύτερης τουρκικής εισβολής, τον Αύγουστο του 1974. Και τέλος, στο ιδεολόγημα ότι «για όλα φταίει το ελληνικό αίτημα για την ένωση», το οποίο «ζει και βασιλεύει» και στον 21ο αιώνα, σαν τη γοργόνα του παραμυθιού.
Δεν θα εξετάσουμε εδώ, πώς αντιμετωπίζει η δική μας ηγεσία τα παραπάνω. Ούτε θα ασχοληθούμε με το ποιοι ξεκίνησαν και ποιοι είχαν συμφέρον από την εθνοτική βία στην Κύπρο ή για τα εγκλήματα του τουρκικού στρατού το 1974. Θα σταθούμε αλλού: Όπως ίσως θυμούνται οι παλιότεροι, ο Ραούφ Ντενκτάς είχε κάνει σύνθημα το λεγόμενο «σύνδρομο της Κρήτης»: ισχυριζόταν ότι σε περίπτωση ένωσης με την Ελλάδα οι ομόφυλοί του θα αφανίζονταν. Δεν ήταν ο πρώτος διδάξας: Το 1882, τέσσερα χρόνια ύστερα από τρεις αιώνες Τουρκοκρατίας, η τουρκοκυπριακή ηγεσία, σε υπόμνημά της προς τους Βρετανούς, υποστήριζε: «Ουδεμία κοινότης ουδαμού γης δύναται ν’ απολαύση ασφαλείας ζωής, περιουσίας και τιμής υπό διοίκησιν Ελλήνων, όντων αλαζόνων επί τοις ενδόξοις κατορθώμασι των εαυτών προγόνων, εκτός εάν υπάρχη ίση αντιπροσώπευσις εν ταις διοικητικαίς υποθέσεσι της χώρας· τούτο δ’ ειδικώς εφαρμόζεται διά τους Μωαμεθανούς, οίτινες φυσικώς εισίν αντικείμενον εκδικήσεως αυτών.» Το 1907, στην επίσκεψη του τότε υφυπουργού Αποικιών, W. Churchill, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές ζήτησαν, ανάμεσα στα άλλα, τη μετάκληση ικανού αριθμού Βρετανών στρατιωτών «προς εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας» και την απαγόρευση των ελληνικών ενωτικών εκδηλώσεων. Τον Δεκέμβριο του 1912, την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, οι ίδιοι υποστήριξαν ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Μουσουλμάνων του νησιού, σε περίπτωση ένωσης με την Ελλάδα, θα ήταν «μια αιώνια σκοτεινή κηλίδα για τον πολιτισμό στα παγκόσμια χρονικά». Ουσιαστικά, η τουρκοκυπριακή ηγεσία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, από το 1882 μέχρι σήμερα, αντιμετωπίζει ως μοναδικό αντίπαλο, εις βάρος των δημοκρατικών ελευθεριών του οποίου διεκδικεί περισσότερα προνόμια, τους Έλληνες του νησιού, την πλειοψηφία. Προηγουμένως, ο επιτήδειος σύμμαχος των Τ/Κ ήταν η αποικιοκρατία, σήμερα είναι η «μητέρα πατρίδα» τους. Την Τουρκία, όμως, όπως ομολόγησε κυνικά ο Αμχέτ Νταβούτογλου, ποσώς την ενδιαφέρει εάν υπάρχει έστω και ένας Τούρκος στο νησί μας: τον έλεγχο επί της Κύπρου είναι που θέλει. Εξάλλου, η μεν Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε το 1878 με «ενοίκιο» την Κύπρο στη Βρετανία, το 1923 η κεμαλική νέα Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε απαίτηση επί της νήσου, και σήμερα ο Ερντογάν θεωρεί τα κατεχόμενα ως την 82η επαρχία των «συνόρων της καρδιάς του»…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 23 Σεπτεμβρίου 2017