Η προχθεσινή επέτειος του πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, μας δίνει την ευκαιρία για μια συνοπτική ανασκόπηση των κυπριακών αντιδράσεων, που θεωρούμε ενδιαφέρουσες και χρήσιμες, τόσο για την ιστορία της περιόδου, όσο και γενικότερα, για τον τρόπο αντιμετώπισης της τουρκικής πολιτικής από την ηγεσία των Ελλήνων του νησιού. Τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως «Σεπτεμβριανά» ξέσπασαν οργανωμένα και καθοδηγούμενα από την τουρκική κυβέρνηση Μεντερές, το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της «Τριμερούς» του Λονδίνου, μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, που συγκλήθηκε για να εξετάσει «τριμερή θέματα και ζητήματα αμύνης της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού».
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 η «Τριμερής», όπως αναμενόταν, ναυάγησε. Το τέλος της διάσκεψης, όμως, γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας οργανωμένες ομάδες Τούρκων εξτρεμιστών και μεταφερθέντος όχλου κατέστρεψαν με μανία εκατοντάδες καταστήματα ελληνικής ιδιοκτησίας και προέβησαν ανεξέλεγκτα σε ένα όργιο λεηλασιών και βανδαλισμών, ενώ παρόμοιες επιθέσεις έγιναν και στη Σμύρνη, στο ελληνικό κλιμάκιο του αρχηγείου του ΝΑΤΟ. Δεν έλειψαν οι δολοφονίες, οι βιασμοί, οι καταστροφές ναών και κοιμητηρίων. Ως αφορμή των επιθέσεων παρουσιάστηκε η έκρηξη – προβοκάτσια, που σημειώθηκε λίγο νωρίτερα, στο προαύλιο του Τουρκικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι που κατά την παράδοση γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Πέρα από τις ανυπολόγιστες υλικές ζημιές, τα «Σεπτεμβριανά» ήταν η αρχή του τέλους για τον μακραίωνα και ακμάζοντα Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, ενώ η «μαχητικότητα» των διαδηλωτών έδειχνε ότι το Κυπριακό αποτελούσε «εθνικό θέμα» όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία. Το πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου είναι ένα μοναδικό θλιβερό φαινόμενο στον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο (η Τουρκία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ), όπου ένα κράτος οργάνωσε και εκτέλεσε τη δική του «Νύχτα των Κρυστάλλων» εις βάρος χιλιάδων πολιτών του, αντιγράφοντας τη ναζιστική θηριωδία και τις αποτρόπαιες βαρβαρότητες του χιτλερικού προτύπου του 1938.
Οι ειδήσεις για τα γεγονότα στην Πόλη δημοσιεύθηκαν στα πρωτοσέλιδα των κυπριακών εφημερίδων της Πέμπτης 8ης Σεπτεμβρίου 1955, μαζί με τα νέα για το ναυάγιο της «Τριμερούς». Τα «Σεπτεμβριανά» αντιμετωπίστηκαν με μετριοπάθεια. Λείπουν τα σκληρά επίθετα στους τίτλους που χαρακτηρίζουν τα αντίστοιχα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων. Γενικώς, στο σύνολό τους, τα σχόλια του ελληνικού κυπριακού Τύπου συνιστούν ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση και διατήρηση των «αρμονικών μας σχέσεων με τους Τούρκους συνοίκους μας».
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι αντιδράσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στη δήλωσή του στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στις 20 Σεπτεμβρίου 1955, με την ευκαιρία της πανελλήνιας μέρας διαμαρτυρίας «εναντίον των βανδαλισμών του τουρκικού όχλου εις Κωνσταντινούπολιν και Σμύρνην», εξέφρασε τον συγκλονισμό του για τις «βαρβαρότητες και τους βανδαλισμούς του τουρκικού όχλου εις βάρος των Ελλήνων αδελφών μας εις Κωνσταντινούπολιν και Σμύρνην», συμπληρώνοντας: «Πρέπει όμως να μη απολέσωμεν την ψυχραιμίαν μας και να συγκρατήσωμεν την αγανάκτησίν μας, εφ’ όσον γνωρίζομεν ότι άλλοι είναι υπεύθυνοι και οι ηθικοί αυτουργοί διά τα γεγονότα αυτά και ουχί ο τουρκικός όχλος. Έναντι του τουρκικού στοιχείου της Κύπρου ημείς θα συμπεριφερόμεθα πάντοτε με φιλικά αισθήματα. Δεν θα μεταβάλωμεν την διένεξίν μας μετά των Άγγλων εις διένεξιν μετά των Τούρκων με διαιτητάς τους Άγγλους.»
Τα ίδια επανέλαβε ο Μακάριος και σε στενότερο κύκλο, στη διάρκεια σύσκεψης του Εθναρχικού Συμβουλίου, στις 27 Σεπτεμβρίου 1955, όπου τόνισε ξανά: «Ανεξαρτήτως της πικρίας και της βαθυτάτης θλίψεως, την οποίαν δοκιμάζομεν ως Έλληνες διά τους παθόντας εν Κωνσταντινουπόλει και Σμύρνη ομοεθνείς μας, δεν θα εκτρέψωμεν ουδ’ επί στιγμήν τον αγώνα μας εις ελληνοτουρκικήν διαφοράν». Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η ελληνική κυπριακή κοινωνία και η ηγεσία της, δεν αντιμετώπισε ως εχθρούς τους «Τούρκους συνοίκους». Κι ας ισχυρίζεται τα αντίθετα, σήμερα, ο Μουσταφά Ακιντζί, αντιγράφοντας κωμικοτραγικά τον Ραούφ Ντενκτάς…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 9 Σεπτεμβρίου 2017