Γιατί, ρε Γιώργο;

«Τραγική κατάληξη είχε η υπόθεση εξαφάνισης 55χρονου δικηγόρου στην επαρχία Λευκωσίας.  Βρέθηκε νεκρός στην περιοχή Κουτραφά – Αποκλείστηκε η εγκληματική ενέργεια.

Ο 55χρονος είχε δηλωθεί χθες το απόγευμα ως ελλείπον πρόσωπο θέτοντας σε κινητοποίηση, σήμερα το πρωί, την Πολιτική Άμυνα και την ομάδα διάσωσης Λευκωσίας Κερύνειας της Πολιτικής Άμυνας. Ωστόσο οι έρευνες δεν είχαν θετική κατάληξη, καθώς ο 55χρονος εντοπίστηκε νεκρός σε ανοικτή περιοχή στον Κουτραφά.

Στο σημείο έχουν σπεύσει αστυνομικές δυνάμεις, ενώ αναμένεται στο χώρο να φθάσει και ιατροδικαστής για αυτοψία. Να σημειωθεί ότι από τις προκαταρκτικές εξετάσεις έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας»

Από τις τοπικές ειδήσεις της 22ας Δεκ. 2015

 

«Φάνηκε το χωριό πανέμορφο σαν σε κάδρο. Είπε στον ταξιτζή να τον

αφήσει μισό περίπου χιλιόμετρο πριν απ’ το πρώτο σπίτι.

Α, τα χόρτα, είπε, τα λούλουδα, όμως δεν γνώριζε πια την ονομασία τους,

την ξέχασε εδώ και χρόνια, έτσι κάτι τον εμπόδιζε να μπει στο κάδρο. Άρχισε να θυμάται

σιγά σιγά, το μελισσόχορτο, ο άρκαστος, θρουμπί, η αναθρήκα, το σιμιλούδι, η λαψάνα,

λέξεις για ταπεινά και φανταχτερά χόρτα, ξινίδι, πάγκαλος, φτερικούδι.

Ήρθαν οι λέξεις του και πλατάγισαν στον αέρα ελευθερία και άνεση, άνοιξε το κάδρο

και προχώρησε για το χωριό του, όμως ένιωσε τον πόνο στο στήθος, έπεσε.

Τον βρήκε ύστερα από ώρα ο Παλάλης, ο βοσκός της περιοχής,

περνώντας από κει με το κοπάδι του.

Ειδοποίησε αμέσως.»

Σάββας Παύλου, «Ο λογιστής».

Από τη συλλογή διηγημάτων, Φώναξε τα παιδιά, Αθήνα 2015

 

Διαβάζω την είδηση από χτες, 22 του Δεκέμβρη, και δεν μπορώ να το πιστέψω. Συνομήλικός μου, γέννημα του 1960, γνωριστήκαμε το φθινόπωρο του 1980, αμέσως μετά το στρατιωτικό, στους πρώτους μας μήνες ως «πολίτες», σε ένα χορό κυπριακής φοιτητικής οργάνωσης της Θεσσαλονίκης, στη Φοιτητική Λέσχη. Μας γνώρισε, ο κοινός μας φίλος, ο Πέτρος από τη Χάρτζια. Μου ψιθύρισε στο αυτί, «ο αδελφός του ήταν ήρωας του 1974». Πρόσφυγες και οι δυο μας, εσύ Δικωμίτης, εγώ από τη Λάπηθο, απόφοιτος του Κύκκου εσύ και εγώ της ταπεινής Φανερωμένης, με κυρίαρχη τότε και πιο πρόσφατη κοινή ταυτότητα, την ίδια στρατιωτική ΕΣΣΟ, την 60Β. Έτσι, σε φώναζα από τότε, «σείρο», αντί του κοινότυπου «σειρά». Εσύ, ήσουν από τους λίγους αγαπημένους φίλους και φίλες που με φώναζες πάντα, με ένα πλατύ γλυκό χαμόγελο, «Πετρή». Εννοείται ότι, «όλως περιέργως», μεθύσαμε εκείνο το βράδυ, όπως το συνηθίζαμε στις κυπριακές φοιτητικές ανδροπαρέες, με αποτέλεσμα να μας κάνουν και παρατήρηση οι οργανωτές…

Με τον καιρό ταιριάξαμε, γίναμε γείτονες στην Άνω Τούμπα, αφού ύστερα από δυο χρόνια μετακόμισες στη Μεγακλέους, στο διαμέρισμα που άφησε η Μαρία η Κομοτηνιά. «Ως σοβαρός άνθρωπος», ήσουν και εσύ Παναθηναϊκός και έτσι περάσαμε αρκετά απογεύματα στα παγωμένα τσιμέντα της Τούμπας και του Καυταντζογλείου. Από τους πιο διαβαστερούς Κύπριους φοιτητές της Νομικής του ΑΠΘ, γεγονός σπάνιο εκείνη την εποχή για την κυπριακή φοιτητική παροικία, ήσουν ο μόνος που στρωνόσουνα συστηματικά στις εξεταστικές και διάβαζες με τις ώρες. Τα ενδιάμεσα καλοκαίρια δούλεψες στην Κρήτη, στα ξενοδοχεία, και στην Πελοπόννησο, στις υποστηρίξεις των κτιρίων ύστερα από τους σεισμούς. Από τις εκδρομές μας, στη Βουρβουρού, στα Γιάννενα, στη Γουμένισσα, τα γλέντια στο Σέιχ-Σου, η καλύτερη ήταν η πεζοπορία από τα Γιαννιτσά στο Πάικο, με τη Μαρία, τον γιατρό, τον Στάθη, την Καλλίτσα, τον Δημήτρη από τα Κουφάλια. Από τις άλλες φοιτητικές τρέλες, έμεινε αξέχαστο το επικό ντου σε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό ματς του ΠΑΟΚ, στο τέλος της εξεταστικής του Οκτώβρη του 1983, αλλά και η μέρα που άνοιξες την ομπρέλα στη φοιτητική συνέλευση, γιατί «έβρεχε …κοτσάνες». Ωραίες εποχές…

 

Έφυγες μετά, στην Αμερική και όταν επέστρεψες σε ξαναβρήκα στην Κύπρο όταν ερχόμουνα επισκέπτης από τη Θεσσαλονίκη. Έκανες και εσύ οικογένεια, και δούλευες σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο. Μάθαινα πως προόδευες στη δουλειά σου και καμάρωνα. Παρέμενες ωραίος, γλεντζές, φωνακλάς, γενναιόδωρος, τελειομανής όταν ήθελες να φτιάξεις κάτι, ή σου έμπαινε κάτι στο μυαλό, είτε αυτό ήταν η παραγωγή του κρασιού και της ζιβανίας σου, είτε μια κατασκευή, είτε όταν ήσουν ο οικοδεσπότης. Άρχοντας. Στα πολιτικά, σταθερός στην αυτονομία και στην αμφισβήτηση, μάγκας, όπως στα φοιτητικά χρόνια. Αγαπητός στους συναδέλφους σου, εκλέχθηκες πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κερύνειας, μεγάλη τιμή για όσα συμβολίζει σήμερα ο Σύλλογος.

 

Τα τελευταία χρόνια πέρασες πολλά. Το 2007 κηδέψατε τον μικρό σου αδελφό, Αντρέα, που έφυγε πρόωρα από πρόβλημα υγείας, με την καρδιά του. Τον Ιούνιο του 2009 σας παρέδωσαν τα οστά του αδελφού σου, του δεκανέα της 33 Μοίρας Καταδρομών, Σάββα Γεωργίου Τζιυρκαλλή, οπότε μάθαμε όλοι για τον ηρωικό του θάνατο, μεταξύ του Γ. Σ. Πράξανδρος, στην Κερύνεια, και του Άη Γιώρκη, στις 22 Ιουλίου 1974, στα 20 του χρόνια.

Είχες πει, τότε, στον συγκλονιστικό επικήδειο για τον αδελφό σου, στη Μακεδονίτισσα:

«Δεν μπορούμε ποτέ να διαγράψουμε από την μνήμη μας τους θρήνους της μάνας μας, αλλά και την προσμονή και την ελπίδα της ότι κάποτε θα γύριζες κοντά μας, μέχρι που πριν λίγο καιρό πήρε την απόφαση και σου έκαμε για πρώτη φορά μνημόσυνο. Το ατέλειωτο κλάμα της, για μέρες, νύκτες, μήνες και χρόνια, έχει χαράξει βαθιά την ψυχή μας.

Δεν θα μπορέσουμε να ξεχάσουμε και να συγχωρήσουμε αυτούς που εγκλημάτησαν έναντι της πατρίδος αφού σε περιέλαβαν στον κατάλογο των αγνοουμένων, δημιουργώντας της ψεύτικες προσδοκίες ότι μια μέρα θα γινόταν το θαύμα και θα ξαναγύριζες κοντά της, ενώ στην ημερήσια διαταγή της 33 ΜΚ ημερομηνίας 22-7-1974 αναφέρεται ότι έπεσες μαχόμενος υπέρ πατρίδος και διαγράφεσαι ως νεκρός από την δύναμή της.

Δεν θα μπορέσω να ξεπεράσω ποτέ τα τραύματα που προξενήθηκαν στην παιδική μου τότε ψυχή, όταν καθημερινά πήγαινα περπατητός στο “Φιλοξένια”, όπου ερχόντουσαν τα λεωφορεία με τους αιχμαλώτους και περίμενα να σε δω να κατεβαίνεις από κάποιο από αυτά και κάθε μέρα επέστρεφα άπρακτος και απογοητευμένος.»

 

Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που μίλησες για τα τραύματα που σε σημάδευαν από τότε, εσένα πολύ περισσότερο από όλους μας, και από τις ελάχιστες φορές που είδα τα μάτια σου βουρκωμένα, έχοντας αφήσει τον πόνο σου να φανεί. Ύστερα, πάλι, η ρουτίνα της δουλειάς, ο ανταγωνισμός και οι πολλές απαιτήσεις του επαγγέλματος, κάποια προβλήματα με την καρδιά σου. Βλεπόμασταν πού και πού, όλο και αραιότερα, μαθαίναμε τα νέα μας, τηλεφωνιόμασταν στο πόδι, τα κλασικά.

Και ήρθε χτες το κακό μαντάτο να μας σοκάρει. Σκέφτομαι τον πόνο των δικών σου ανθρώπων, της γυναίκας σου, της κόρης σου, των αδελφών σου και της χαροκαμένης μάνας σου. Τα ημιτελή σου σχέδια και όνειρα. Τη γενιά μας. Της προσφυγιάς, του καταρρεύσαντος «οικονομικού θαύματος» και των βουβών πελώριων τραυμάτων της τουρκικής εισβολής. Τις μοναχικές σου ώρες πριν από το τέλος.

Κρίμα και πάλι κρίμα, ρε Γιώργο.

Ώρα σου καλή και ο Θεός να σε αναπαύσει

Advertisement

One thought on “Γιατί, ρε Γιώργο;

Σχολιάστε..

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s