Ένα χρόνο ύστερα από τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2013 και έντεκα μήνες μετά το ηλεκτροσόκ του Μαρτίου 2013, η κυπριακή κοινωνία φαίνεται να μπαίνει σε νέα δοκιμασία και έναν οδυνηρό καινούργιο κύκλο αντιπαραθέσεων, με αφορμή τις διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες των «εποικοδομητικών ασαφειών» του «κοινού ανακοινωθέντος» της 11ης Φεβρουαρίου 2014.
Η στήλη δεν θα επιχειρήσει μια δημόσια ανάγνωση του «ανακοινωθέντος». Ακούστηκαν, ήδη, τόσα πολλά σε τόσο λίγες ημέρες, που τα δικά μας λόγια περισσεύουν. Επιστρατεύθηκαν, κιόλας, οι μηχανισμοί για να ξεσηκώσουν το θυμικό και το φοβικό, την ελπίδα και την απελπισία, το μορμολύκειο της διχοτόμησης. Παρακολουθούμε τη θριαμβική φενάκη του «θα κερδίσουμε όλοι» (με ό,τι κι αν σημαίνει σήμερα η κερδολαγνεία στην «κουρεμένη» Κύπρο), τα αμήχανα επικοινωνιακά χαμόγελα της αισιοδοξίας και την καλπάζουσα κατάθλιψη του πεσιμισμού.
Το σκηνικό θυμίζει σε πολλά το 2004. Όμως τα πάντα έχουν αλλάξει. Η πολιτική ηγεσία (και δεν εννοούμε μόνο την κυβέρνηση), οι ίδιοι άνθρωποι που δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την πορεία της χώρας στην οικονομική καταστροφή και την παράδοσή της στα σαγόνια του μνημονίου, καλούνται να πετύχουν την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας των πολιτών στο πολιτικό σύστημα, να ορθώσουν το υπονομευμένο ανάστημά τους στην Ευρώπη, να διαχειριστούν τα υψηλής στρατηγικής και κινδύνου διεθνή θέματα του φυσικού αερίου και της ΑΟΖ, να ξεπεράσουν εμπόδια «φίλων» και «προστατών» και να αντιμετωπίσουν μια Τουρκία, που παρά τα δικά της προβλήματα, επαίρεται διά του Ερντογάν και του Νταβούτογλου (τους θαύμαζαν πολλοί δικοί μας πριν λίγα χρόνια…) ότι στο Κυπριακό «είναι ένα βήμα μπροστά».
Εάν τα παραπάνω μπορούν να γίνουν, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ πιο απλά. Μέχρι τότε, ο απλός πολίτης, ειδικά αυτός που δεν περιμένει την κομματική γραμμή για να καθοδηγηθεί στο πώς θα μιλήσει, πώς θα σκεφτεί και πώς θα ψηφίσει, θα αμφιταλαντεύεται βασανιστικά ανάμεσα στο ευκταίο και στο εφικτό, στα «ξόρκια και στις ρητορείες», στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», τον ρεαλισμό και την ουτοπία, την αγωνία για την επιβίωση στην πατρική γη. Μόνη πυξίδα, το δικαίωμα στο ελάχιστο αίτημα: τη δίκαιη και βιώσιμη λύση.
Πώς θα γίνει δεκτή η νεφελώδης «πολιτική ισότητα» που εξισώνει το 80 με το 18 για να δημιουργηθεί ένα νέο κρατικό μόρφωμα που θα στηρίζεται στις «ασάφειες», στις διαφορετικές ερμηνείες και στις νομικές γνωματεύσεις; Εάν για την ερμηνεία ενός κοινού ανακοινωθέντος μιας σελίδας χρειάζονται πολύωρες αναλύσεις, εκατοντάδες άρθρα και προσφυγή σε Βρετανούς νομικούς για γνωματεύσεις, τότε πώς θα οχυρωθεί η εμπιστοσύνη των Κυπρίων στη νέα διαδικασία; Ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τα επικοινωνιακά παιγνίδια και την προκλητική αδιαλλαξία της Άγκυρας, το «πρόσφατο παρελθόν», που μας υπενθύμισε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, την «καχυποψία τόσο ημών των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων», που υπέδειξε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ακόμη κι αν καταφέρουμε να κλείσουμε τα αυτιά στο υποβόσκον κλίμα του αντηχείου του 2004, από ποιους πολιτικούς και από ποιο όραμα θα εμπνευστεί ο πολίτης; Η αβεβαιότητα της οικονομικής κρίσης και η δεδομένη δυσπιστία επιβαρύνει το κλίμα. Δυστυχώς, στο ρόλο του Πεισθέταιρου διέπρεψαν πολλοί στην ιστορία του Κυπριακού…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” στις 15 Φεβρουαρίου 2014.