Στον Κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» δημοσιεύεται σήμερα, 9 Φεβρουαρίου 2014, ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον αδόκητο θάνατό της, στις 7 Φεβρουαρίου 2013, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στην Αίγυπτο.
Η Νίκη Μαραγκού είχε μια σημαντική παρουσία στα γράμματα του τόπου, και υπήρξε, πάνω από όλα, ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος.
Στο αφιέρωμα του «Φιλελευθέρου» γράφουν οι Μαρίνα Σχίζα, η Κλαίρη Μητσοτάκη, ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος, ο Ανδρέας Καραγιάν και οι αδελφές της, Μαρίνα και Άννα Μαραγκού. Δημοσιεύω εδώ, ως ελάχιστο μνημόσυνο, ένα απόσπασμα από το κείμενο του Μ. Χατζόπουλου.
«Εγνώρισα την Νίκη Μαραγκού τυχαία τον Νοέμβριο του 2007. Ήμουν τότε στην Κύπρο για ένα αρχαιολογικό συμπόσιο, αλλά συγχρόνως αναζητούσα στοιχεία για το κυπριακό μυθιστόρημα που έγραφα εκείνην την εποχή. Η Νίκη προσφέρθηκε να γίνει ξεναγός μου άλλοτε πεζή και άλλοτε με το αυτοκίνητό της και να μου γνωρίσει όλους τους τόπους δράσεως του βιβλίου μου, από τον Ακάμα μέχρι την Καρπασία και από την Αμμόχωστο έως τον Πωμό. (…)
Η Νίκη ήταν ένα παράδοξο μείγμα σταθερότητας και κινητικότητας που την καθιστούσε τον πιο ισορροπημένο και τον πιο ελεύθερο άνθρωπο που εγνώρισα. Με την εμπιστοσύνη στον εαυτόν της που της εχάριζαν οι βαθειές της ρίζες στην οικογένεια και τον τόπο της μπορούσε άφοβα να ανοιχθεί στον άλλον, στον ξένο. Με ηροδότεια περιέργεια αγκάλιαζε την οικουμένη, από την Ισπανία μέχρι την Ινδία και από την Τυνησία μέχρι την Γερμανία. Είχε όμως μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στην καθ’ ημάς Ανατολή: την Μικρά Ασία, την συροπαλαιστινιακή ακτή, την Αίγυπτο και πρώτα απ’ όλα την κατεχόμενη Κύπρο. (…)
Η ίδια ισορροπία και αυτοπεποίθηση της επέτρεπε να ανοίγει άφοβα το σπίτι της και να εκτείνει φιλόξενα τα χέρια της σε γνωστούς και αγνώστους. Θα θυμούμαι πάντοτε το ελαφρό μειδίαμα και την μικρή κλίση της κεφαλής με την οποία με υποδεχόταν στο κατώφλι της. Στο μαγικό της σπίτι τα πάντα φαίνονταν εύκολα. Σαν το τραπέζι να στρωνόταν μόνο του, το γεύμα για δύο, πέντε ή και δέκα όχι μόνον να αυτοσχεδιαζόταν αλλά και να αυτομαγειρευόταν, ενώ εκείνη έγραφε αμέριμνη στον υπολογιστή της, και σαν η απρογραμμάτιστη μετάβαση στην Καντάρα, για να επιβεβαιώσουμε κάποια λεπτομέρεια, να ήταν απλός περίπατος στους δημοτικούς κήπους της Λευκωσίας.
Η Νίκη είχε την ενστικτώδη αντίληψη του ήθους του απλού κόσμου της Κύπρου που συναντούσε τις δικές της καταβολές και αξίες. Είχε μία κλασσική ελληνική αντίληψη της Φύσεως, αλλά και της θέσεως, ιδίως δε των ορίων του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν: το εφήμερον και τον ανόητον του ανθρωπίνου βίου.»