Σήμερα, ανήμερα της γιορτής των Φώτων, θα μεταφερθούμε στην περίοδο της τριπλής φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα, για να δούμε πώς γιόρτασε τα Θεοφάνεια του 1942 ένας Κύπριος στρατιώτης του βρετανικού στρατού, ο Γεώργιος Πέτρου, από το Κελλάκι Λεμεσού. Ο Πέτρου ήταν ένας από τους εκατοντάδες Κύπριους στρατιώτες που εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων και βρήκαν καταφύγιο και άσυλο στο πελώριο δίκτυο προστασίας που απλώθηκε αυθόρμητα από τον ελληνικό λαό, από την Κρήτη μέχρι τη Μακεδονία, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των Γερμανών κατακτητών και το βαρύ φάσμα της πείνας.
Ο Γ. Πέτρου δραπέτευσε από στρατόπεδο αιχμαλώτων της Θεσσαλονίκης, και πέρασε τον Χειμώνα του 1941 κρυμμένος κοντά στο Βατοπέδι, μικρό χωριό στη Χαλκιδική. Τις Αναμνήσεις του στρατιώτη από το Κελλάκι εξέδωσα στο βιβλίο «Αναζητώντας την Ελευθερία» (Θεσσαλονίκη: «Επίκεντρο», 2009). Ο Πέτρου ηγήθηκε μιας ομάδας Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών φυγάδων και ήταν ο κύριος σύνδεσμός τους με τους κατοίκους της Χαλκιδικής, που τους φρόντιζαν καθημερινά και τους προστάτευαν από τη ναζιστική καταδίωξη. Ας δούμε πώς περιγράφει ο Πέτρου όσα έζησε στη Μεταμόρφωση, προσφυγικό χωριό (την καταγράφει στις αναμνήσεις του ως Βόζενα, όπως ήταν η παλιά της ονομασία), σήμερα τουριστικό κέντρο της Σιθωνίας, στις 6 Ιανουαρίου 1942, όπου είχε κατεβεί για να συγκεντρώσει τρόφιμα για τους συντρόφους του:
«Όταν κόντεψαν τα Θεοφάνεια, πήγαινα τακτικά και έπαιρνα ψάρια. Μου είπαν οι ψαράδες ότι την ημέρα των Θεοφανείων κάνουν γιορτή εις το χωριό τους, την Βόζενα, απείχε από το Βατοπέδι κάπου 6 ½ μίλια, και μου είπαν να πάω την παραμονή των Θεοφανείων εις την Βόζενα, να μείνω τη νύκτα εκεί, και την ημέρα των Φώτων, μετά τη βάπτιση του Σταυρού εις την θάλασσα θα έβγαιναν γύρω εις το χωριό και οτιδήποτε τρόφιμα θα μάζευαν, θα τα έπαιρνα πάνω. Έπρεπε όμως να βρίσκομαι και εγώ εις τη βάπτιση, διότι θα μάζευαν περισσότερα. Ξεκίνησα την παραμονή και επήγα εις την Βόζενα. Όταν πήγα στο χωριό χιόνιζε συνεχώς, κοίταξα, είδα καπνό, έβγαινε από μίαν καπνοδόχο σχεδόν εις το κέντρο του χωριού. Πλησίασα, ήτο κλειστές οι θύρες, αντιλήφθηκα όμως ότι ήτο καφενείο. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα, είχε εκεί 5 – 6 άτομα. Κάθησα και είπα εις τον καφεπώλη να μου δώσει ένα τσίπουρο, δηλαδή ένα ποτήρι ρακί. Ήμουν βρεγμένος και έκανε πολύ κρύο. Τότε σηκώθηκε ένα παιδί από τους θαμώνες και πήγε κοντά εις τον καφετζή και του είπε να μου φέρει ένα πενηντάρι ρακί και να μην πάρει λεφτά. Μετά με πλησίασε το παιδί, ήτο κάπου 18-19 χρονών, και μου λέγει «Είσαι ο Γιώργος ο Κυπραίος, που μένετε πάνω στο βουνό με τους Άγγλους;» Του είπα, «Ναι, εγώ είμαι». «Τότε», μου λέγει, «να πάρεις το ρακί σου και θα πάμε μετά σπίτι μου, διότι με ειδοποίησαν τα παιδιά, οι ψαράδες, ότι θα έλθεις και θα σε πάρω σπίτι μου έως ότου έλθουν και τα παιδιά». Ξεκινήσαμε με το [παιδί], Βασιλάκο τον έλεγαν [Πρόκειται για τον Βασίλη Τουρτόγλου, που γεννήθηκε το 1921 στον Πόντο. Τον συνάντησα στις 14 Αυγούστου 2002 στη Μεταμόρφωση], πήγαμε σπίτι. Ήτο ορφανός από πατέρα, έμενε με τη μητέρα του και τις τρεις αδελφές του. Καθήσαμε και περιμέναμε τους ψαράδες. Νύκτωσε όταν ήλθαν. Ήρθε και ο διδάσκαλος του χωριού, καθήσαμε, φάγαμε, διασκεδάσαμε.
Τo πρωί μου λέγει ο Βασιλάκος, «Γιώργο πρέπει να πας εκκλησία». Αλλά εις την κατάσταση που ήτο τα ρούχα που φορούσα, δεν ήθελα να πάω. Μου έδωσε ο Βασιλάκος μίαν φορεσιάν δική του. Ντύθηκα και πήγα εκκλησία. Όταν τελείωσε η λειτουργία, πήγαμε με τον παπά και τους ψάλτες, μπήκαμε σε μία βάρκα, προχωρήσαμε βαθιά μέσα εις την θάλασσα και έριξεν ο παπάς τον Σταυρό εις την θάλασσα. Εις το ακρογιάλι περίμεναν πέντε παιδιά, μαζί τους δε ήτο και οι Στέλιος Ζανάκος και Χωριάτης. Ρίχτηκαν εις την θάλασσα και κολυμβούσαν, με προσπάθειαν ποιος να πάρει τον Σταυρό. Εν τέλει, τον πήρε ο Στέλιος Ζανάκος. Τον έδωσε εις τον παπά, μέσα εις την βάρκα, και οι κολυμβητές επέστρεψαν κολυμβώντες. Έξω χιόνιζε συνεχώς και έκανε κρύο. Όλο το χωριό ήτο παρατεταγμένοι εις την ακρογιαλιά και παρακολουθούσαν την τελετή. Γυρίσαμε και εμείς με την βάρκα να βγούμε έξω, και τότε συνέβη κάτι, το οποίον θα μείνει αξέχαστο στη ζωή μου. Πρώτος θα έβγαινε ο παπάς. Ήτο δε, ένας ψηλός και ρωμαλέος. Έβαλαν μιαν κάσια, εις την άκραν των κυμάτων, να πατήσει πάνω ο παπάς και να βγει έξω, να μη βραχεί. Πήγαν και μερικοί να τον βοηθήσουν, αλλά δεν δέχθηκε. Την ώρα όμως, που πάτησε εις την κάσιαν και δοκίμασε να κάμει σάλτο, να βγει έξω, μπλέχτηκαν τα ράσα του εις ένα ξύλο (παλλούκι), που ήτο εις την άκραν της βάρκας, και ο παπάς έπεσε εις την θάλασσα, μαζί με το Ευαγγέλιο και το Σταυρό που βαστούσε. Έτρεξαν αμέσως και τον έβγαλαν, βρεγμένον όμως ολόκληρον. Και όταν τον έβγαλαν, στάθηκε και φώναξε: «Παιδιά, σήμερον κάναμε μίαν ωραίαν και πραγματικήν βάπτισιν.» Αμέσως όλοι ξέσπασαν σε επευφημίες υπέρ του παπά και όλοι έψαλλον το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Ήτο κάτι το αξέχαστο, ήτο εξαίσιο, όταν έβλεπα με τι κατάνυξη όλοι έψαλλαν.
Ξεκινήσαμε όλοι, προπορευομένου του παπά. Πήγαμε στην εκκλησία, άλλαξε ο παπάς και μετά τα παιδιά πήραν γύρω το χωριό έλεγαν τα κάλαντα και μάζευαν διάφορα τρόφιμα. Εγώ έμεινα εις του Βασιλάκου. Όταν τελείωσαν τα παιδιά, ήλθαν και αυτοί στου Βασιλάκου και μου λέγουν, «Απόψε θα πάμε σε ένα σπίτι ευρύχωρο, και θα έλθει όλο το χωριό. Ο καθένας θα φέρνει ότι προαιρείται, τρόφιμα, ποτά και θα κάνουμε μεγάλη διασκέδαση». Πήραν και βιολί και μαντολίνο, ήλθεν όλο το χωριό, άνδρες και γυναίκες, βάλαν τραπέζια και διασκεδάσαμε. Χόρεψαν ελληνικούς χορούς, τραγούδησαν τα αγόρια μαζί με τις κοπέλες, ήτο πολύ ωραία διασκέδασις. Διασκεδάζαμε σχεδόν μέχρι το πρωί. Όταν σηκωθήκαμε, τους είπα ότι εγώ πρέπει να φύγω, να πάω εις τους συντρόφους να τους πάρω τρόφιμα. Ξεκινήσαμε μαζί με τον Βασιλάκο. Πήρε ένα μουλάρι, βάλαμε <το> ό,τι μάζεψαν τα παιδιά εις το ζώο και τα πήραμε εις το Βατοπέδι. Από εκεί ο Βασιλάκος επέστρεψε πίσω εις την Βόζενα, εγώ δε πήρα τρόφιμα και επήγα στο λημέρι.»
Θεοφάνεια του 1942 στη Μακεδονία, στον πρώτο χρόνο της Κατοχής.