«Ο ενθουσιώδης πυροβολισμός κατά τας ημέρας του Πάσχα, και προ πάντων ο ανηλεής πόλεμος μέχρι τελείας καταφλέξεως του ανδρεικέλλου του Ιούδα, αφήκε και εφέτος τινάς τραυματίας, προ πάντων δε εις παις έφηβος απώλεσε τον καρπόν της χειρός, αποκοπέντος υπό του ιατρού δι’ εγχειρήσεως. Τα τοιαύτα ανδραγαθήματα γίνονται αίτια να μη προσέρχωνται εις τας λιτανείας αι κυρίαι και οι μη θέλοντες να διαρραγώσι τα τύμπανα της ακοής των. Φρονούμεν καλόν, αι επιτροπαί των εκκλησιών να απαγορεύσωσι τα ήδη θεωρούμενα άκαιρα ταύτα διά αστραποβροντών παιγνίδια.»
Το απόσπασμα από την εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου» του Απριλίου 1884 καταγράφει ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το πασχαλινό εκκλησίασμα στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Εκτός από τον άτυπο διαγωνισμό για το ποιος θα κατάφερνε να πετύχει την έκρηξη του παραγεμισμένου με πυρίτιδα «Ιούδα», οι νεολαίοι συναγωνίζονταν «ποίου το πυροβόλον θα βροντήση περισσότερον». Με τη δραστική, σε κάποιες περιπτώσεις υπερβολική, παρέμβαση της Αστυνομίας, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1880 τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις «το απρεπέστατον έθιμον του πυροβολείν εν ταις εκκλησίαις κατά την ημέραν του Πάσχα» μειώθηκε αισθητά. Η πιτσιρικαρία, βέβαια, είχε και άλλες, αναίμακτες λαμπριάτικες συνήθειες. Ο Αθανάσιος Σακελλάριος στα «Κυπριακά» του, καταγράφει τα λόγια των παιδιών όταν τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά στην Ανάσταση: «Αυκόν αυκόν τσακίζει κη πέτρα το ραΐζει, κη που νικήση πάχτιν του». Ο νικητής στο τσούγκρισμα έπαιρνε ως έπαθλο («πάχτιν») το αυγό του ηττημένου.
Άλλα δημοσιεύματα γκρινιάζουν για την ώρα της ακολουθίας της Ανάστασης, αφού από το 1883, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, η πασχαλινή ακολουθία ξεκινούσε στις δύο μετά τα μεσάνυκτα. Μάλιστα, την ίδια χρονιά, ο Σωφρόνιος, ακολουθώντας συνοδική απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδας απαγόρευσε την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους της Λευκωσίας. Αντίθετα, συνεχιζόταν «κατ’ αρχαίον έθος» η επίσκεψη στον Αρχιεπίσκοπο, ευθύς μετά την πασχαλινή λειτουργία «πάσης της Ορθοδόξου κοινότητος κατ’ ενορίας».
Η ώρα που θα ψαλλόταν ο «Καλός Λόγος» δημιουργούσε, όμως, κι άλλα αναπάντεχα προβλήματα: Στην Κερύνεια, ο Σκωτσέζος διοικητής της επαρχίας Άντριου Σκωτ-Στήβενσον (1846-1892), ικανός πολεμιστής και διοικητικός υπάλληλος, αλλά εκκεντρικός, εκνευρίστηκε γιατί ξύπνησε από τις λαμπριάτικες καμπάνες! «Εμηνύθη παραδόξως υπό του Διοικητού όπως παύση η τους πιστούς εν τω ναώ καλούσα κωδωνοκρουσία. Της δ’ εντολής μη εισακουσθείσης, εζητήθη ο ιερεύς όπως δώση λόγον περί της απειθείας. Τούτου δ’ απησχολημένου ήδη εν τη ιερουργία, απήχθη ο τον κώδωνα κρούσας παις και εβλήθη εις φυλακήν.» Δικαίως διαμαρτύρονταν ο συντάκτης της εφημερίδας «Αλήθεια» της Λεμεσού, που ασκούσε την οξύτερη αντιβρετανική αντιπολίτευση: «Μόνον θα εδικαιολογείτο η πράξις, αν ετελείτο υπό του Κουτσούκ Μεχεμέτ, όστις ην Τούρκος δικτάτωρ τουρκικής κυβερνήσεως εν εποχή, καθ’ ην αναιτίως εσφάζοντο οι Έλληνες Χριστιανοί εν μέσαις οδών. Αλλ’ η πράξις αύτη του κ. Στήβενσον γινομένη εν έτει σωτηρίω 1883, υπό Χριστιανού υπαλλήλου χριστιανικής, πεπολιτισμένης και ανεξιθρησκοτάτης κυβερνήσεως διευθυνομένης υπό του Γλάδστωνος, είναι τη αληθεία ακατανόμαστος.» Ήταν το τελευταίο Πάσχα του Στήβενσον στην Κύπρο. Λίγους μήνες αργότερα καταδικάστηκε σε πρόστιμο επειδή μαστίγωσε Λευκαρίτη χωρικό στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου, και έφυγε ντροπιασμένος.
Φίλες και φίλοι, Καλήν Ανάσταση!
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος”, στις 4 Μαΐου 2013