Ταυτότητες και αξίες

Πριν από τέσσερα χρόνια, τον Μάρτιο του 2009, όταν (και) η Βρετανία βρέθηκε αντιμέτωπη με την παγκόσμια οικονομική κρίση και η ισοτιμία της αγγλικής λίρας απέναντι στο ευρώ έπεσε σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ένα κύριο άρθρο μεγάλης βρετανικής εφημερίδας μου είχε προκαλέσει τεράστια εντύπωση. Ο αρθογράφος, αφού ανέλυε τις δυσκολίες και τις επιπτώσεις της κρίσης, εξέφραζε τη βεβαιότητά του για την έξοδο της χώρας του από τη δίνη των οικονομικών προβλημάτων, καθώς τόνιζε ότι βασική αξία ανάμεσα στις βρετανικές παραδόσεις και τη νοοτροπία του λαού του, υπήρξε πάντοτε η λιτότητα, στην οποία έπρεπε να καταφύγουν. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα διάβαζα ανάλογες θέσεις σε εφημερίδα από αυτές που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και κυκλοφορεί σε μια από τις μεγάλες πρωτεύουσες του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος.

Σήμερα, που εισέβαλε εφιαλτικά στις ζωές μας ως «Αττίλας 3» η οικονομική κρίση, κουρσεύοντας τη μακαρία μας νήσο, μια κρίση που τα τελευταία χρόνια αφελώς και βλακωδώς νομίζαμε ότι την κρατούσαμε μακριά με «τα ξόρκια, τ’ αγαθά τις ρητορείες», ποιος έχει το ηθικό ανάστημα στην Κύπρο για να απευθύνει μια ανάλογη προτροπή; Σε μια χώρα όπου ευκαίρως και ακαίρως καυχιόμαστε για την τρισχιλιετή μας ιστορία, για τις ελληνικές αξίες του πολιτισμού μας, τις βαθιές ορθόδοξες μας ρίζες, σε ένα τόπο όπου η Εκκλησία είναι ανάμεσα στους μεγαλύτερους οικονομικούς παράγοντες και τρεις στους δέκα πολίτες ψηφίζουν το κομμουνιστικό κόμμα, ενώ σχεδόν όλοι ψηφίζουμε αυτό που ψήφιζαν οι παππούδες μας, «τιμώντας τις οικογενειακές μας παραδόσεις», ξεχάσαμε και απωλέσαμε κάθε μέτρο. Το κέρδος, τα χρήματα, ο πλουτισμός, η συσσώρευση καταναλωτικών αγαθών στο καρότσι του σούπερ μάρκετ, στο στομάχι μας, στα δάνειά μας, η αύξηση των τετραγωνικών μέτρων από τις ντουλάπες των ρούχων μας μέχρι τους τάφους μας, έγιναν το κυρίαρχο πρότυπο που έπρεπε όλοι να ακολουθήσουμε. Οι πολυτελείς επαύλεις, οι σπατάλες, η κραυγαλέα επίδειξη του αρχοντοχωριάτικου ύφους και ήθους, το κυνήγι της υψηλόβαθμης / υψηλόμισθης «κλίμακας» με κάθε θυσία, κάθε μέσο και με εδαφιαίους τεμενάδες προς τους πολιτικούς άρχοντες, ήταν ανάμεσα στα αρνητικά συμπτώματα της παθογένειας του «κυπριακού θαύματος».

Για να γίνουν αυτά, για να υιοθετήσουμε τις φανταχτερές ευρωπαϊκές ψηφιακές ταυτότητες του νέου πλαστού κόσμου απωθήσαμε ή θάψαμε βαθιά τις μνήμες και την ταυτότητά μας. Κρύψαμε τις εφιαλτικές μνήμες της φτώχιας, που βασίλευε στην Κύπρο μέχρι και τη δεκαετία του 1950, ξορκίσαμε τη φρίκη της τουρκικής εισβολής και της προσφυγιάς, αποφεύγουμε ακόμη και να περνάμε μέσα από τους δρόμους των προσφυγικών συνοικισμών, κατεβάσαμε με τον παγκοσμιοποιημένο μας οίστρο ως «εθνικιστικές» τις επιγραφές «Δεν ξεχνώ», αποδειχθήκαμε πρόθυμα φερέφωνα της «νέας τάξης» και του μετα-αποικιακού κυρίαρχου παγκόσμιου λόγου. Ακολουθούμε άβουλοι και μοιραίοι τις τραγικές επιλογές της (μετριότατης) πολιτικής μας ηγεσίας, χωρίς να τολμούμε να τους ζητήσουμε να ψελλίσουν συγνώμη ή να κάνουν δημόσια, έστω στα «κομματικά τους όργανα», την αυτοκριτική τους. Οι στίχοι του Κώστα Μόντη το είχαν προβλέψει: «Ανησυχούμε που αρχίσαμε να μην ανησυχούμε, ανησυχούμε που αρχίσαμε να μη μένουμε πια άγρυπνοι τις νύχτες». Έτσι, για μια ακόμη φορά, «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί»…

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», στις 13 Απριλίου 2013

Advertisement

Σχολιάστε..

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s