Έφυγε από τον κόσμο πριν από λίγες ημέρες ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βάσος Μαθιόπουλος (1928-2013), ένας από τους τελευταίους μεγάλους Έλληνες δημοσιογράφους μιας γενιάς εντελώς διαφορετικής αντίληψης και επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας, που δεν είχε διέθετε βέβαια τίποτε από τα φανταχτερά και ψεύτικα «προτερήματα» που χαρακτηρίζουν τους Ελλαδίτες «επιφανείς» μεγαλοδημοσιογράφους της σημερινής εποχής και του «γυαλιού».
Ο Μαθιόπουλος είχε σπουδάσει νομικά στη Βόννη, λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και από τα χρόνια των σπουδών του συνεργαζόταν δημοσιογραφικά, ως ανταποκριτής στη Γερμανία με την σπουδαία, τότε, «Ελευθερία» του Π. Κόκκα. Αργότερα εγκατέλειψε την «Ελευθερία» (όπως έλεγε ο ίδιος, κατόπιν της πολιτικής της στροφής) και συνεργάστηκε, για σειρά ετών, με «Το Βήμα» και «Τα Νέα» του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Στη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974 ήταν πολιτικός σχολιαστής της Ντόιτσε Βέλε, αναπτύσσοντας έντονη αντιστασιακή δράση στην Ευρώπη, κι ενώ η χούντα του είχε αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια. Ανάμεσα στα βιβλία που έγραψε, τα πιο γνωστά είναι αυτά που αναφέρονται στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Ξεχωρίζω ένα σημαντικό του βιβλίο για την Κύπρο, το «Θα χάσουμε την Κύπρο; Η συρρίκνωση του Ελληνισμού» (Αθήνα: Νέα Σύνορα 1984). Ζώντας για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη και έχοντας στέρεη παιδεία υπήρξε προσωπικός φίλος πολλών σπουδαίων Ευρωπαίων πολιτικών, όπως του Βίλι Μπραντ, του Όλαφ Πάλμε, του Μιττεράν, κ.ά. Ο ίδιος, όμως, στη τελευταία του συνέντευξη στην Αντιγόνη Σολομωνίδου δήλωσε ότι ο πολιτικός που τον είχε εντυπωσιάσει περισσότερο ήταν ο στρατηγός Ντε Γκολ.
Ο Μαθιόπουλος είχε στενούς δεσμούς με την Κύπρο. Γνώριμος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από το 1957, διατηρούσε στενή φιλική σχέση μαζί του και επισκεπτόταν τακτικά την Κύπρο. Στην αγάπη του για το νησί μας, συνέβαλε καθοριστικά και ο γάμος του με τη λεμεσιανή Έλση Τορναρίτου, επιφανή νεοελληνίστρια, με πολυετή θητεία στα γερμανικά πανεπιστήμια.
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Βάσο Μαθιόπουλο. Ήταν ένας από τους λίγους που παρευρέθηκαν στην παρουσίαση των δύο πρώτων μου βιβλίων στο «Σπίτι της Κύπρου», στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1996, γεγονός που είχε για μένα τότε ιδιαίτερη σημασία. Είχε ένα ξεχωριστό ταλέντο να αφηγείται τις δημοσιογραφικές του εμπειρίες και να μοιράζεται τις πλούσιες του γνώσεις. Οι συζητήσεις μαζί του ήταν απόλαυση. Μαζί με την σύζυγό του με φιλοξένησαν αρκετές φορές στο σπίτι τους, στην οδό Ξενίας, στην Κηφισιά, ενώ συναντιόμασταν και στα ταξίδια του στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Κύπρο. Αγαπούσε όσο η κυρία Μαθιοπούλου δύο σπουδαίους συγγενείς της, εθελοντές των Βαλκανικών πολέμων, από τους εκατοντάδες Κύπριους «υπόδουλους ελευθερωτές», τον φιλόλογο Γιάγκο Τορναρίτη και τον ποιητή Γλαύκο Αλιθέρση και μιλούσε με πάθος και απεριόριστο σεβασμό για αυτούς. Σοβαρός, διακριτικός, με μια σπάνια ευγένεια, ήξερε πώς να βοηθά, να στηρίζει και να ενθαρρύνει τους νέους ερευνητές. Πριν τρία ακριβώς χρόνια είχαν έλθει στη Λευκωσία μαζί με τη σύζυγό του και δώρισαν στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου 1500 τόμους από τη βιβλιοθήκη τους. Τότε είχε δώσει και την τελευταία του συνέντευξη σε κυπριακή εφημερίδα, στην Αντιγόνη Σολωμονίδου, που δημοσιεύθηκε στον «Φιλελεύθερο» στις 16 Μαΐου 2010. Ήταν πια, αρκετά καταβεβλημένος, αλλά παρέμενε σπινθηροβόλος, ευδιάθετος και ζεστός και ειλικρινής φίλος της Κύπρου.
Η απουσία του θα είναι δυσαναπλήρωτη. Λίγοι Ελλαδίτες είχαν τόσο βαθειά επίγνωση πόσο σημαντικό ήταν για τον Ελληνισμό το «να μη χάσουμε την Κύπρο». Και λίγοι Έλληνες αγαπούσαν τόσο βαθειά και συνειδητά την Ελλάδα, την Κύπρο, αλλά και τη Γερμανία. Και ακόμη λιγότεροι είχαν τόσους φίλους στη Γερμανία όσο ο Βάσος Μαθιόπουλος. Στη Γερμανία, βέβαια της Βόννης, όταν την στοίχειωναν το «τείχος του αίσχους» και η διαίρεση, και όχι τα ηγεμονικά σχέδια της κυρίας Μέρκελ.