Πριν μερικές μέρες παρέλαβα με συγκίνηση από τη Χίο ένα όμορφο βιβλιαράκι, με πρόλογο και επιμέλεια της Γεωργίας Λουκά – Μίτση και τίτλο “Να ανταμώσουμε στη γλυκιά μας πατρίδα” (Χίος, Απρίλιος 2023). Με την κυρία Γεωργία Μίτση και τον σύζυγό της, Νίκο, είχαμε γνωριστεί πριν από επτά χρόνια στη Χίο, σε ένα συνέδριο για τον Κωνσταντίνο Άμαντο. Είχα αναφέρει τότε στην ανακοίνωσή μου και για τους δεσμούς της Κύπρου με τη Χίο στην προσφυγιά της Κατοχής από την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή, λόγω του λιμού, ένα από τα αγαπημένα ερευνητικά μου θέματα, και η κυρία Μίτση μου είχε πει ότι η οικογένεια του πατέρα της είχε καταφύγει στο νησί μας, όπως εκατοντάδες άλλες φαμίλιες από τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία και άλλα νησιά του Β.Α. Αιγαίου. Και ότι είχαν σωθεί κοντά της χειρόγραφα και φωτογραφίες από την έξοδο και τις περιπέτειες της οικογένειάς τους κατά το 1942-1945.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται οι αναμνήσεις από την προσφυγιά της Μαίρης Γούτη, θείας της Γεωργίας Λουκά – Μίτση, που τον Απρίλιο του 1942 έφυγε με την οικογένειά της από τη Χίο για την Τουρκία, για να γλυτώσουν τον θάνατο από την πείνα. Ήταν τότε 14 ετών, και μέλος της οικογένειας Λουκά, με έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια. Οι δύο μεγάλοι γιοι της οικογένειας είχαν φύγει ήδη για τον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. Φωτογραφίες τους στολίζουν το βιβλίο, από την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Σε μια φωτογραφία των δυο νέων στρατιωτών, των Δημοσθένη και Ευάγγελου Γ. Λουκά προς την οικογένειά τους στην Κύπρο είναι γραμμένη και η αφιέρωση που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο.
Το καϊκι που μετέφερε τους Χιώτες πρόσφυγες ναυάγησε σε μια ξέρα κοντά στον Τσεσμέ, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τις δυσκολίες του ταξιδιού. Έμειναν στην Τουρκία για τρεις περίπου μήνες και στα τέλη Ιουλίου του 1942, με άλλο καΐκι, ξεκίνησαν για την Κύπρο. Το ταξίδι κράτησε έξι μέρες, σε άθλιες συνθήκες, κλεισμένοι στο αμπάρι για λόγους προστασίας από τα πολεμικά αεροπλάνα.
Παραθέτω από τη σελ. 20 την άφιξή τους στις ακτές του Καραβά και της Λαπήθου και την πρώτη εικόνα από την Κύπρο, στις αρχές Αυγούστου 1942:
“Σαν είδα, αυτό που αντίκρισα ήταν ένα θαύμα. Ένα υπέροχο τοπίο. Είχαμε φτάσει στο νησί της Κύπρου και μπήκαμε στο ωραίο και υπέροχο λιμάνι του Καραβά. Η θάλασσα έλαμπε. Οι αχτίδες του ήλιου έβγαιναν κόκκινες χρωματίζοντας το λαμπερό λιμάνι. Ανασάναμε από την άσχημη μυρωδιά του καϊκιού.
Στο λιμάνι, μας περίμεναν πολλοί άνθρωποι με δίσκους και πανέρια με διάφορα γλυκά, κουλούρια, φρούτα, αυγά, και άλλα καλά και ωραία πράγματα. Απέναντι στο λιμάνι, ήταν ένα μοναστήρι. Λεγόταν “Παναγιά Αχειροποίητη”. Όταν φύγαμε από το καΐκι, μας πήγαν σε αυτό το μοναστήρι. Είχε ένα ωραίο κήπο, τραπέζια και καθίσματα. Ήρθαν οι άνθρωποι, μας καλωσόρισαν, καθίσαμε, ξεκουραστήκαμε και μας οδήγησαν στα Λουτρά, αφού πρώτα μας είχαν προσφέρει γάλα, τσάι, ό,τι ήθελε ο καθένας. Συγκινημένοι όλοι οι άνθρωποι, μας καλωσόρισαν στο νησί τους.
Αφού πήγαμε στα λουτρά [σημ. εννοεί: πρόχειρο Λοιμοκαθαρτήριο], μας πήραν τα ρούχα αυτά που φορούσαμε και μας έδωσαν σε όλους εσώρουχα, από μια ρόμπα, σε όλες τις ίδιες. Επίσης και σε όλους τους άνδρες τα ίδια ρούχα.”
Το απόγευμα της ίδια μέρας οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στη Σκουριώτισσα και από εκεί ακολούθησαν ένα ανδρόγυνο από τον Βροντάδο της Χίου που ζούσαν στην Κύπρο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στην Ορμήδεια. Η Ορμήδεια παρουσιάζεται σαν ένα μικρό χωριό, με πολύ πράσινο και καλούς ανθρώπους, όμως η προσφυγική οικογένεια έμενε σε ένα παλιό σπίτι χωρίς έπιπλα, γεγονός που στενοχωρούσε τη νεαρή συγγραφέα. Αγαπημένος χώρος του κοριτσιού από τη Χίο ήταν το ξωκλήσι του “Άγιου Σπήλιου”. Μετά την Ορμήδεια η οικογένεια μετακινήθηκε στη Λάρνακα, κοντά στην εκκλησία της Χρυσοπολίτισσας. Εκεί τους βρήκε το τέλος του πολέμου. Έφυγαν για το ταξίδι της επιστροφής, με το καράβι “Τριπολιτάνιαν”, από το λιμάνι της Αμμοχώστου..
Στο καράβι της επιστροφής ήταν μόνο γυναίκες και παιδιά. Σχεδόν όλοι οι άντρες ήταν ηλικιωμένοι, καθώς οι νεότερες ηλικίες είχαν στρατευθεί στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής. Το κλίμα, όμως, ήταν πανηγυρικό, όπως επιβεβαιώνεται και από την υπόλοιπη σχετική βιβλιογραφία που χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνει.
Η αφήγηση κλείνει με τους στίχους αποχαιρετισμού στην Κύπρο:
“Κύπρος μου όμορφο νησί, μας πήρες αγκαλιά σου
Άνοιξες τις φτερούγες σου, μας έκανες παιδιά σου.
Εκλαψα για την προσφυγιά, πέντε χρόνια κοντά σου
Τώρα που φεύγω προσκυνώ τα Άγια Χώματά σου.”
Οι δεσμοί της οικογένειας Λουκά, και του Νίκου και της Γεωργίας Μίτση με την Κύπρο, δεν σταματούν εδώ. Τριάντα περίπου χρόνια μετά το τέλος της ανθρωποσφαγής του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ήρθε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και μια νέα προσφυγιά. Το ζευγάρι από τη Χίο έμελλε να συνδεθεί στενά με μια Κύπρια προσφυγοπούλα από χωριό της περιοχής Μόρφου με την οποία διατηρούν δεσμούς και επικοινωνία μέχρι σήμερα, εδώ και 49 χρόνια. Όμως, αυτό, είναι μια άλλη ιστορία, και ίσως θέμα ενός άλλου βιβλίου…

Καλημέρα Πέτρο,
Ευχαριστούμε για το ωραίο ταξίδι σε ιστορίες που κρατούν στο χρόνο και αποδεικνύουν το όμαιμον, τους άρρηκτους δεσμούς των Ελλήνων όπου γης.
Μαρούλα Ιακωβίδου
Sent from my iPhone
>