Η υποψηφιότητα του Δράμας (κατόπιν Σμύρνης) Χρυσοστόμου για την κυπριακή Αρχιεπισκοπή (1907-1908)

Καθώς πλησιάζει η εκατοστή επέτειος από την πυρπόληση και την καταστροφή της Σμύρνης, κορυφαίας πράξης της Μικρασιατικής τραγωδίας του 1922, θυμόμαστε σήμερα έναν από τους πρωταγωνιστές του δράματος, τον μητροπολίτη και νεομάρτυρα (αγιοποιηθέντα εδώ και μερικά χρόνια) Σμύρνης Χρυσόστομο Καλαφάτη. Τα συναισθήματα του Σμύρνης Χρυσοστόμου τις τραγικές ώρες της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου έχουν αποτυπωθεί στην επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, της 25ης Αυγούστου 1922, σε μιαν ώρα, όπως έγραφε, που ο «ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην». Εκεί, όπως είναι γνωστό, επισήμανε στον Βενιζέλο τη βαριά ευθύνη για δύο πράξεις του: τον διορισμό του Αριστείδη Στεργιάδη («παράφρονα και εγωιστήν», τον χαρακτηρίζει) και την «ατυχή και ένοχον έμπνευσιν» της διεξαγωγής των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, «τις παραμονές της εισόδου στην Κωνσταντινούπολη», όπως γράφει… Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (1867-1922) ανήκε στους κύριους εκπρόσωπους της νεωτερικής, εθνικής (δηλαδή προσανατολισμένης στις διεκδικήσεις της Αθήνας) στράτευσης μελών της ιεραρχίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αμφισβήτησαν ευθέως την εθναρχική πολιτική (με τους παραδοσιακούς όρους) του Φαναρίου, όπως την εξέφραζε ο Ιωακείμ Γ΄.

Απόσπασμα από την επιστολή του Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ελ. Βενιζέλο, Αλέξης Αλεξανδρής (εισαγωγή – σημειώσεις), Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ. Τόμ. Γ. Μικρά Ασία, Μητροπολίτης Σμύρνης Β΄ 1918-1922, Αθήνα 2000, σσ. 254-255.

Στο παρόν άρθρο θα σταθώ σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του Χρυσοστόμου, που τον συνδέει με την Κύπρο. Στη διάρκεια του πολύκροτου διχαστικού δεκαετούς «Αρχιεπισκοπικού ζητήματος» (1900-1910), παρενέβησαν ως μεσολαβητές, παρασκηνιακά ή δημοσίως, η ελληνική κυβέρνηση και (κυρίως) τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία. Σε κρίσιμες φάσεις του ζητήματος, μπροστά στο αδιέξοδο και τη στασιμότητα, προτάθηκε από διαφορετικές κατευθύνσεις, η «τρίτη λύση»: Η εκλογή ενός τρίτου ιεράρχη, εξωκλιματικού κατ’ ανάγκην, φαινόταν σύμφωνα με αυτές τις προτάσεις ως η μόνη επιλογή που θα έφερνε τη γαλήνη και θα βοηθούσε στην επανάκτηση του τρωθέντος κύρους της κυπριακής Εκκλησίας. Με εξαίρεση τους Κυπρίους Κυριακουπόλεως Μελέτιο και Μεσημβρίας Χαρίτωνα, οι υπόλοιπες «τρίτες» υποψηφιότητες που προβλήθηκαν κατά καιρούς, αφορούσαν μη Κυπρίους κληρικούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου: τον Μελενίκου (κατόπιν Πελαγονίας) Ιωακείμ Φορόπουλο, τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Κωνσταντινίδη, τον Διδυμοτείχου Φιλάρετο Βαφείδη, τον Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη, τον Βερροίας και Ναούσης Απόστολο, τον Κασσανδρείας Ειρηναίο Παντολέοντος και τον Αγχιάλου Βασίλειο Γεωργιάδη.

Τον Αύγουστο του 1907, η σκαιά συμπεριφορά των τουρκικών αρχών απέναντι στον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη και η τελική εκδίωξή του από τη Μητρόπολή του, μετά την κατάσχεση των αντιγράφων της «στασιαστικής» αλληλογραφίας του, είχε προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση στον ελληνικό Τύπο και την κοινή γνώμη, που μεταφέρθηκε και στην Κύπρο. Σε αυτό το κλίμα, τον Οκτώβριο του 1907, την περίοδο κορύφωσης των μεσολαβητικών προσπαθειών για εξεύρεση λύσης στο Αρχιεπισκοπικό ζήτημα, καθώς βρίσκονταν στην Κύπρο ο Αλεξανδρείας Φώτιος και οι πατριαρχικοί έξαρχοι, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Λεμεσού «Αλήθεια» (φ. 11 Οκτωβρίου 1907) επιστολή του Αριστόδημου Κ. Πηλαβάκη, διευθυντή της «Δημοτικής Σχολής» της πόλης, παλαιού εθελοντή του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, μετριοπαθούς κιτιακού και προσώπου με αδιαμφισβήτητο κύρος και υπόληψη, που ζητούσε την εκλογή του Μητροπολίτη Δράμας στην κυπριακή Αρχιεπισκοπή.

Ο Χρυσόστομος ως μητροπολίτης Δράμας (1902-1910)

Την πρόταση του Πηλαβάκη συνόδευε η θερμή συνηγορία της σύνταξης της «Αλήθειας», προφανώς διά χειρός του διευθυντή της, Μενέλαου Δ. Φραγκούδη, στο άρθρο «Ο Δράμας Χρυσόστομος». Η «Αλήθεια» ήταν για τα πρώτα επτά χρόνια του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος ανάμεσα στους υποστηρικτές του μητροπολίτη Κιτίου, όμως για «προσωπικούς λόγους του συντάκτη της», σύμφωνα με τον φανατικό κιτιακό Γεώργιο Σ. Φραγκούδη, άλλαξε πολιτική στάση και μεταπήδησε στο κυρηνειακό στρατόπεδο. Ο Μεν. Φραγκούδης υποστήριξε ότι λόγω της οικτρής θέσης που είχαν οδηγηθεί τα εκκλησιαστικά πράγματα εξαιτίας του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, για τον αμερόληπτον κόσμον η μόνη διέξοδος που πρόβαλλε ήταν η εκλογή τρίτου υποψήφιου, αφού είχε συνειδητοποιηθεί ότι ο συμβιβασμός μεταξύ των δύο Κυρίλλων και των υποστηρικτών τους ήταν αδύνατη, τονίζοντας ότι η συνεχιζόμενη διαμάχη εξευτελίζει ημάς και διακυβεύει την εθνικήν της Κύπρου υπόθεσιν. Και κατέληξε, ευχόμενος να εισακουσθούν οι εισηγήσεις του Α. Πηλαβάκη:

«Εις την ιστορίαν της Ελληνικής ορθοδοξίας δεν είναι σπάνια τα ονόματα ανδρών, οίτινες θύουσι την ζωήν αυτών υπέρ του ποιμνίου. Αι φλόγες της Αγχιάλου ελάμπρυναν τον Βασίλειον· εις τας οροσειράς σήμερον της Ελληνικής Μακεδονίας, όπου το γένος παλαίει απεγνωσμένον υπέρ θρησκείας και πατρίδος αγώνα, μία μορφή εξέχει και αγλαΐζει της συγχρόνου ελληνικής ιστορίας τας Δέλτους. Είναι συγκινητικόν, υπέροχον, αντάξιον των ωραιοτέρων παραδόσεων της ελληνικής εκκλησίας το γεγονός, ότι σύρεται διωκόμενος υπό των Τούρκων και στέλλεται εξόριστος εις την Βιθυνίαν εις Μητροπολίτης, διότι, αμυνόμενος των απαραγράφων δικαίων του έθνους επί της ελληνικής Μακεδονίας και προστάτης τολμηρός και θαρραλέος της καταδιωκομένης Ελληνικής εκκλησίας υπεστήριξε τους γενναίους οίτινες εμάχοντο ανά τας δειράδας και τας φάραγγας της Μακεδονίας υπέρ των μεγάλων του Γένους Ιερών [εννοούνται οι Μακεδονομάχοι].

Κάτι το επικόν, κάτι το ενθυμίζον την μακράν σειράν των μεγάλων ηρώων και των μεγάλων μαρτύρων του Γένους, λαμπηδών τις δόξης παλαιάς και δόξης νέας περιβάλλει το πρόσωπον του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου (…)

Ω! εάν δεν εσυρόμεθα δούλοι όπισθεν των κομμάτων θα εστρέφομεν προς αυτόν τον νουν όλοι και εκείνον, ον η Σλαυική και Τουρκική βία θέλει ερημίτην εις την Βιθυνίαν θα εφέρομεν ημείς εις τον θρόνον του αποστόλου Βαρνάβα. Πόσον μεγαλοπρεπές δίδαγμα θα ήτο Ελληνικού Πατριωτισμού εις όλον τον κόσμον.»

Το πρώτο δημοσίευμα της “Αλήθειας” υπέρ του Χρυσοστόμου Καλαφάτη, όπου και το άρθρο του Α. Κ. Πηλαβάκη (11 Οκτωβρίου 1907)

Η «Αλήθεια» πρόβαλε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Δράμας και στα επόμενα φύλλα της (όλες οι κυπριακές εφημερίδες της εποχής ήταν εβδομαδιαίες), υποστηρίζοντας ότι «η πρόταση είχε συναντήσει ενθουσιώδη απήχηση», καθώς το όνομα του Χρυσοστόμου συγκέντρωνε την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων. Στα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα της εφημερίδας της Λεμεσού υπέρ της υποψηφιότητας του Χρυσοστόμου ξεχωρίζει η αναδημοσίευση (με αναφερόμενη πηγή την εφημ. «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης) της γνωστής επιστολής του μητροπολίτη Δράμας προς τον Αρμάνδο Ποττέν (16 Μαΐου 1907), γραμματέα της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία περιλαμβανόταν ανάμεσα στα έγγραφα που κατασχέθηκαν από τις τουρκικές αρχές. Στην επιστολή του ο Χρυσόστομος υποστήριζε ότι ο πατριάρχης Ιωακείμ δεν έτρεφε φιλικά αισθήματα απέναντί του και ζητούσε τη βοήθεια του Έλληνα διπλωμάτη για να μετατεθεί στην Αδριανούπολη, θέση που χαρακτήριζε «μεγάλον σταυρόν και ευκαιρία να πέση τουλάχιστον ως αετός και ουχί να αποθάνη ως όρνις εν τινι ορνιθώνι της Ανατολής ή αλλαχού!»

Πάντως, τα κύρια δημοσιογραφικά όργανα των κυρηνειακών («Φωνή της Κύπρου», «Πατρίς», «Ένωσις») όχι μόνο δεν υποστήριξαν την πρόταση του Αρ. Κ. Πηλαβάκη, αλλά ούτε καν την ανέφεραν. Είτε λόγω καχυποψίας απέναντι στα κίνητρα των Λεμεσιανών υποστηρικτών της υποψηφιότητας του μητροπολίτη Δράμας, είτε γιατί ο  Χρυσόστομος ήταν γνωστός αντιιωακειμικός, είτε γιατί ήλπιζε στην αρχιεπισκοποίηση του μητροπολίτη Αγχιάλου, η ηγεσία των κυρηνειακών, που βρισκόταν στη Λευκωσία, αν και επικροτούσε την «τρίτη λύση» απέφυγε να στηρίξει την πρόταση. Αντίθετα, την υποψηφιότητα του Χρυσοστόμου επιδοκίμασε ο δικηγόρος και πολιτευτής της Λεμεσού Νικόλαος Κλ. Λανίτης, τακτικός συνεργάτης της «Αλήθειας», μετριοπαθής κυρηνειακός, με αρθρογραφία του στη «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης.

Από το αντίπαλο κιτιακό στρατόπεδο η πρόταση για την υποψηφιότητα του Χρυσοστόμου Καλαφάτη σχολιάστηκε από τον διευθυντή της εφημερίδας «Κυπριακός Φύλαξ» Νικόλαο Καταλάνο, τον Μανιάτη φυσικομαθηματικό και φανατικό υποστηρικτή του μητροπολίτη Κιτίου. Ο Καταλάνος σε πρώτη φάση αναδημοσίευσε δύο επιστολές του μητροπολίτη Δράμας προς τον Αρμάνδο Ποττέν (16 Μαΐου και 13 Ιουνίου 1907), που περιλαμβάνονταν ανάμεσα στα κατασχεθέντα έγγραφα του Έλληνα ιεράρχη από την τουρκική Αστυνομία, και περιείχαν αρκετά αρνητικά σχόλια εις βάρος του πατριάρχη Ιωακείμ για την πολιτική του στο Μακεδονικό ζήτημα. Δημοσιεύοντας τις επιστολές ο Καταλάνος επανέλαβε τις σκληρές κατηγορίες εναντίον του Ιωακείμ Γ΄, ονομάζοντάς τον, «κακόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δαίμονα και του Γένους ημών θείαν μάστιγα και Νέμεσιν τιμωρόν των αμαρτιών αυτού». (Ο Ιωακείμ  υποστήριζε στο Αρχιεπισκοπικό ζήτημα τον Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου.)

Σε ένα δεύτερο, κύριο άρθρο του «Κυπριακού Φύλακος» (φ. 10 Νοεμβρίου 1907), η εκλογή τρίτου υποψηφίου χαρακτηρίστηκε ως μεγάλη αδικία και τέχνασμα των κυρηνειακών για την αποτροπή της νίκης του Κυρίλλου Παπαδόπουλου. Ο Καταλάνος υποστήριξε ότι η πρόταση για τον Δράμας Χρυσόστομο έκρυβε σκοπιμότητες, καθώς ακολουθούσε την αποτυχία της υποψηφιότητας του Αγχιάλου Βασιλείου, ενώ κράτησε αποστάσεις από την πρωτοβουλία του Α. Πηλαβάκη.

Από τις υπόλοιπες αντιδράσεις, σημειώνω το ευφυολόγημα μέλους της αντιπροσωπείας των Πατριαρχείων που χαρακτήρισε τους Κύπριους υποστηρικτές του Δράμας Χρυσοστόμου ως «δραματικούς» (!) κατά το «κιτιακοί» και «κυρηνειακοί» των δύο κομμάτων του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος…

Το όνομα του μητροπολίτη Δράμας επανήλθε στην κυπριακή επικαιρότητα στις αρχές Φεβρουαρίου του 1908, όταν σε τηλεγράφημα του ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας «Ακρόπολις» στην Κωνσταντινούπολη, μεταδόθηκε η πληροφορία ότι ο Ιωακείμ Γ΄ είχε καταλήξει στην υποψηφιότητα του Χρυσοστόμου για τον κυπριακό αρχιεπισκοπικό θρόνο. Το τηλεγράφημα της «Ακροπόλεως» δημοσιεύθηκε σε αρκετές κυπριακές εφημερίδες, χωρίς σχόλια. Μόνον σε κύριο άρθρο της «Αλήθειας» (7 Φεβρουαρίου 1908), εκφράστηκε αγαλλίαση, καθώς τονίστηκε ότι η εφημερίδα της Λεμεσού ήταν η πρώτη και η μόνη που υποστήριξε την υποψηφιότητα του Χρυσοστόμου, πριν ακολουθήσει, η ανάλογη πρόταση του μητροπολίτη Αγχιάλου προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας. Και με αυτή την ευκαιρία υποδείχθηκαν τα πλεονεκτήματα από την τυχόν εκλογή του Χρυσοστόμου, με κύριο επιχείρημα ότι «η στάσις του προς τας τουρκικάς αρχάς και η βιαία απαγωγή του και εξορία αναδεικνύουσιν Αυτόν ως τον ιδεώδη τύπον του Εθνάρχου».

Η είδηση της «Ακροπόλεως» διαψεύσθηκε εμπράκτως από τα γεγονότα των αμέσως επόμενων ημερών, που κορυφώθηκαν με την εκλογή ως αρχιεπισκόπου του Κυρηνείας Κυρίλλου από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στις 19 Φεβρουαρίου 1908, την κατάληψη της κυπριακής Αρχιεπισκοπής για προληπτικούς λόγους από την τοπική Αστυνομία (επανδρωμένη κυρίως από Τούρκους ζαπτιέδες…) και την εσπευσμένη αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων στη Λευκωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά την απόφαση του Φαναρίου ο βουλευτής Λεμεσού – Πάφου και εκ των ηγετών των κυρηνειακών, Σπύρος Αραούζος, μιλώντας σε συγκέντρωση στην πόλη του, στις 5 Μαρτίου 1908, ζήτησε από τους κιτιακούς την αποδοχή συμβιβαστικής λύσης: «[Να] υποδειχθή ως Αρχιεπίσκοπος τρίτον πρόσωπον εκ του εξωτερικού αφατρίαστος, παιδείας δε και πατριωτισμού υπερόχου, οίος ο Δράμας Χρυσόστομος.» Η πρόταση του Αραούζου έπεσε στο κενό: Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα θα οδηγούνταν στο Νομοθετικό Συμβούλιο, όπου με τις ψήφους των οκτώ από τους εννιά Έλληνες βουλευτές και των έξι «επισήμων» Βρετανών βουλευτών κυρώθηκε ο νόμος για την εκλογή Αρχιεπισκόπου. Το εκκλησιαστικό ζήτημα θα λυνόταν, κατά τον εύστοχο ειρωνικό υπαινιγμό του δημοσιογραφικού οργάνου του Φαναρίου, με ένα νομοσχέδιο «διεθνούς φύσεως και χαρακτήρος». Με την αμέριστη υποστήριξη των «αδιαλλάκτων» και «ακραιφνώς εθνικών» κιτιακών πολιτευτών …

Όταν, τον Οκτώβριο του 1907, γράφτηκαν τα πρώτα άρθρα στην «Αλήθεια» υπέρ της εκλογής του μητροπολίτη Δράμας στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης ύστερα από διαμονή ενός περίπου μήνα στη Θεσσαλονίκη, και ολιγοήμερη διέλευσή του από την Κωνσταντινούπολη, είχε καταλήξει στη γενέτειρά του, Τρίγλια της Βιθυνίας, στην Προποντίδα, όπου έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ιδιότυπης εξορίας του. (Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων και τη χορήγηση γενικής αμνηστίας, επέστρεψε στη Δράμα, τον Αύγουστο του 1908, όμως ύστερα από λίγους μήνες εξορίστηκε και πάλι στην Τρίγλια.) Στη σύγκρουσή του με τις τουρκικές αρχές και στην αυστηρή τιμωρία του ο Χρυσόστομος θεώρησε ότι είχε μείνει ακάλυπτος και χωρίς ουσιαστική υποστήριξη από τον πατριάρχη Ιωακείμ. Τις σχέσεις των δύο ανδρών σκίαζαν πάντοτε οι ιδιαίτεροι δεσμοί του Χρυσοστόμου με τον γέροντά του, πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄, προκάτοχο του Ιωακείμ Γ΄, και οι διαφορετικές αντιλήψεις και η ιδεολογική σύγκρουση σχετικά με την ελληνική αντίδραση στη Μακεδονία και την πρωταγωνιστική συμμετοχή του ανώτερου κλήρου σε αυτήν.

Η γενέτειρα του Χρυσοστόμου, Τρίγλια Βιθυνίας

Σε μια επιστολή του μητροπολίτη Δράμας προς τον φίλο του, Ίωνα Δραγούμη, τότε τρίτο γραμματέα της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Ίωνος Δραγούμη, Αλληλογραφία, Φακ. 3, υποφάκ. 3, Ο Δράμας Χρυσόστομος προς τον Ίωνα Δραγούμη, [Τρίγλια] 19 Φεβρουαρίου 1908) που δημοσίευσα παλαιότερα, με αρκετά αρνητικά σχόλια για τον πατριάρχη Ιωακείμ, ο Χρυσόστομος κλείνει το τετρασέλιδο γράμμα του με τα εξής, αντί υστερογράφου:

«Εσωκλείω εν τηλεγράφημα εξ εφημερίδος του «Φάρου της Θεσσαλονίκης» εν ω λέγονται παράδοξά τινα περί Κύπρου δι’ εμέ· – όπως και το ζήτημα αυτό κατήντησεν εν Φαναρίω, εντρέπεται κανείς και να τεθή  υποψήφιος. Εις εμέ απέβλεπον οι σωφρονέστεροι και εκ των δύο μερίδων και ο Μακαριώτατος Αλεξανδρείας εδήλωσε συγκατάθεσιν εν τω εμώ προσώπω, αλλ’ ο Ιωακείμ έχει προτείνει τον μέγαν φωστήρα της Κασσανδρείας Ειρηναίον!… Ενώπιον τοιούτου φωστήρος ευνόητον ήτο όλοι ν’ αποχωρήσωσι! … Και ν’ αφήσωσιν ελεύθερον στάδιον εις τον ελεφαντόδερμον αυτόν χαχόλον!… Έτσι τώρα διευθύνονται και διευθετούνται τα μεγάλα των Εκκλησιών ζητήματα, και έπειτα απορούμεν διατί πανταχού να έχωμεν ναυάγια και καταστροφάς!!…»

Αντιπαρέρχομαι, εδώ τουλάχιστον, τα περί «χαχόλου», σημειώνοντας ότι, κατά συγκυρία, την ημέρα που γράφτηκε η επιστολή (19 Φεβρουαρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε την εκλογή του Κυρηνείας Κυρίλλου στον κυπριακό αρχιεπισκοπικό θρόνο, εξέλιξη που προφανώς δεν είχε πληροφορηθεί ακόμη ο Χρυσόστομος στην απομόνωση της Τρίγλιας. Ο μητροπολίτης Δράμας φαίνεται ενήμερος για τις προσπάθειες που έγιναν στην Κύπρο «εκ των σωφρονεστέρων και εκ των δύο μερίδων» για την υποψηφιότητά του. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι ήταν ενήμερος και σύμφωνος και ο Αλεξανδρείας Φώτιος, μαρτυρία που δεν διασταυρώνεται από τον κυπριακό Τύπο. Εάν δεχθούμε την ορθότητα της πληροφορίας περί συγκατάθεσης του πατριάρχη Αλεξανδρείας στην υποψηφιότητα κοινής αποδοχής του Δράμας Χρυσοστόμου, επώνυμου αντιϊωακειμικού, αυτό σημαίνει στην ουσία ότι είχε αποδεχθεί να αποσύρει (για πρώτη φορά και μετά από επτά χρόνια διαμάχης) το ενδιαφέρον του ο μητροπολίτης Κιτίου, ο οποίος είχε στενότατες φιλικές σχέσεις με τον Φώτιο και απολάμβανε της θερμής του υποστήριξης. Αυτή η υπόθεση ενισχύει την ερευνητική πρόταση που πρώτος διατύπωσε ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί και το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα της Κύπρου, ειδικά της περιόδου μετά την εμπλοκή των πατριαρχών Ιωακείμ και Φωτίου, όχι μόνο ως μια αντιπαράθεση μεταξύ των δύο Κυπρίων Κυρίλλων, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης σύγκρουσης στις ελληνορθόδοξες Εκκλησίες, που προήλθε από το «τέλος της εθναρχικής παράδοσης» και της χρησιμοποίησης της Εκκλησίας από τον ελληνικό εθνικισμό. Ως δυναμικότερους εκπρόσωπους της «εθνικής τάσης» στην ιεραρχία της εποχής ο Κιτρομηλίδης υποδεικνύει εύστοχα τους Χρυσόστομο Καλαφάτη, Γερμανό Καραβαγγέλη και Μελέτιο Μεταξάκη: Όλοι είχαν αναμιχθεί, εμμέσως ή άμεσα στο κυπριακό Αρχιεπισκοπικό ζήτημα και ο τρίτος εκλέχθηκε, τελικώς, μητροπολίτης Κιτίου, το 1910. Τέλος, τα αρνητικά σχόλια του Χρυσοστόμου για τον μητροπολίτη Κασσανδρείας, όχι σπάνια στην αλληλογραφία του, οφείλονταν στη σταθερή ιωακειμική στάση του Κασσανδρείας Ειρηναίου Παντολέοντος, που τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη της Χαλκιδικής τον Ιούλιο του 1907, ύστερα από τη θητεία του στο Μελένικο (Οκτώβριος 1903 – Αύγουστος 1906) και στη διεύθυνση της Θεολογικής Σχολής Χάλκης (1906-1907).

Αξίζει να προστεθεί ότι ο Χρυσόστομος Καλαφάτης μετά την εθνική του δράση στην περιφέρειά του και την εκδίωξή του από τη Δράμα απολάμβανε της συμπάθειας αρκετών συνοδικών και σχεδόν όλων των μητροπολιτών που είχαν επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά στη Μακεδονία ή είχαν ανακληθεί για τον ίδιο λόγο, ακόμη και γνωστών ιωακειμικών, όπως ο Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος. Τον Σεπτέμβριο του 1907 πριν ο Χρυσόστομος καταλήξει στην Τρίγλια, σύμφωνα με τον αθηναϊκό Τύπο μέλη της Συνόδου είχαν προτείνει την αποστολή του ως εξάρχου στην Αμερική ή στη Σμύρνη. Αντίθετα, ο Ιωακείμ Γ΄, τον Οκτώβριο του 1907, αρνήθηκε ακόμη και να δεχθεί τον μητροπολίτη Δράμας στο Πατριαρχείο, καθώς θεώρησε, «ότι ούτος εδημιούργησε εις εαυτόν την τοιαύτην θέσιν προς βλάβην της Εκκλησίας και όλης της Ιεραρχίας.» Η στάση αυτή του Ιωακείμ του Γ΄ απέναντι στον Χρυσόστομο εξηγεί και γιατί δεν τον συμπεριέλαβε ανάμεσα στους υποψηφίους του Φαναρίου για την κυπριακή Αρχιεπισκοπή, στις διάφορες κατά καιρούς προτάσεις του, και ούτε καν συζήτησε αυτή τη λύση. Αν και ο Ιωακείμ επιζητούσε πάση θυσία την εκλογή άλλου ιεράρχη στην Αρχιεπισκοπή της Κύπρου, αντί του Κιτίου Κυρίλλου, είναι προφανές ότι δεν επιθυμούσε, στα 1907-1908, την ανάδειξη του αντιωακειμικού Χρυσοστόμου Καλαφάτη, του μόνου αρχιερέα του Οικουμενικού θρόνου για τον οποίο εκφράστηκε η οποιαδήποτε σοβαρή κυπριακή υποστήριξη. Η μη επίσημη υπόδειξη του τελευταίου ως πιθανού υποψηφίου μετατρέπει –τελικώς- σε καθαρά φιλολογικό το ερώτημα το πώς θα αντιδρούσαν στην υποψηφιότητα του Χρυσοστόμου οι κιτιακοί, και κυρίως ο Αλεξανδρείας Φώτιος.

Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, από την Τρίγλια της Βιθυνίας, κατά την πρώτη περίοδο της ιδιότυπης εξορίας του (1907-1908), έστειλε προς τον φίλο του, Ίωνα Δραγούμη, επανειλημμένες επιστολές ζητώντας τη μεσολάβησή του για να τοποθετηθεί σε μια επισκοπή περιωπής, όπου θα μπορούσε να παρουσιάσει αξιόλογη δράση. Στις προτιμήσεις του τότε σαραντάχρονου ιεράρχη περιλαμβάνονταν η Σμύρνη, η Αμάσεια, τα Ιωάννινα, η Αδριανούπολη, η Μυτιλήνη (όπου είχε υπηρετήσει ως διάκονος του γέροντά του, Κωνσταντίνου Βαλιάδη), ενώ εξέφραζε τους φόβους του ότι ο πάπας Ιωακείμ σχεδίαζε να τον αποστείλει στη Νεοκαισάρεια ή στο Ικόνιο. Η πραγματική επιθυμία και οι φιλοδοξίες του Χρυσοστόμου είχαν εκφραστεί με το πάθος που τον χαρακτήριζε, τον Οκτώβριο του 1907, σε επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη:

«Τους πόθους μου πού φέρονται γνωρίζετε· αι πτήσεις της ψυχής μου πού με καλούσι, σας αποκάλυψα. Θέσατέ με εις τον οφθαλμόν της Ανατολής, την Σμύρνην, και θα τον καταυγάσω με υπεράφθονον φως. Θέσατέ με εις τον άλλον άκρον της Ανατολής, την Αμάσειαν και θα τον καταστήσω δεύτερον οφθαλμόν της Ασίας. Αλλού όμως ουδαμού, εκτός Ιωαννίνων και Αδριανουπόλεως θα δυνηθείτε.» [Η φράση του Χρυσοστόμου για το «ανέσπερον φως» απέκτησε τραγικές διαστάσεις 15χρόνια αργότερα, με την καταστροφή της Σμύρνης…]

Στους πρώτους μήνες του 1910, ύστερα  από τον θάνατο του μητροπολίτη Σμύρνης Βασιλείου (Ιανουάριος 1910), ο Δράμας Χρυσόστομος επανήλθε στην παρασκηνιακή διεκδίκηση της εκλογής του στη Μητρόπολη Σμύρνης, τονίζοντας ότι αντλούσε «τας γλυκυτέρας των προσδοκιών (…) εκ του ιοστεφάνου Άστεως», ζητώντας και τη σχετική βοήθεια, μέσω του Ίωνα Δραγούμη, του πατέρα του, Στέφανου Δραγούμη, τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας. Η επιθυμία του Χρυσοστόμου αυτή τη φορά έγινε πραγματικότητα και στις 11 Μαρτίου 1910 εκλέχθηκε στη Σμύρνη. Μόλις λίγες εβδομάδες προηγουμένως, στις 18 Φεβρουαρίου 1910, το κυπριακό Αρχιεπισκοπικό ζήτημα είχε κλείσει και τυπικά, με την πανηγυρική αναγνώριση της εκλογής του από Κιτίου Κυρίλλου και τη συμφιλίωση των δύο ανθυποψηφίων. Είναι βέβαιο ότι ο Ιωακείμ ο Γ΄ δεν ήταν ευτυχής με τις δύο εκλογές. Όμως, πέρα από τα πιθανά προσωπικά αισθήματα πικρίας του Οικουμενικού Πατριάρχη, η συγκυρία της εποχής (επανάσταση Νεοτούρκων, κίνημα στο Γουδί, εμπλοκή του Βενιζέλου στην ελλαδική πολιτική) ευνοούσε την νεωτερική «εθνική» αντίληψη εις βάρος της «εθναρχικής» φαναριώτικης παράδοσης. Βέβαια, στο βάθος του χρόνου, τα πράγματα θα γνώριζαν δραματικές ανατροπές: Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Πάνυ, απεβίωσε το Νοέμβριο του 1912, στην εποχή των θριάμβων του ελληνικού στρατού και της «εθνικής πολιτικής» στους Βαλκανικούς πολέμους (που πανηγύρισε έξαλλα από τη Σμύρνη ο Χρυσόστομος). Δέκα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης θα βίωνε τον τραγικό ενταφιασμό της «Μεγάλης Ιδέας» και θα αντιμετώπιζε το μαρτύριο ως εθνάρχης. Απομένει να πλανάται το πικρό ερώτημα -παρότι ανεδαφικό για την ιστορία- τι θα άλλαζε στη Σμύρνη, στην Κύπρο και στη ζωή του Χρυσοστόμου εάν εκλεγόταν το 1908 Αρχιεπίσκοπος Κύπρου…

Περισσότερα βλέπε Πέτρος Παπαπολυβίου, «Οι προσπάθειες για «τρίτη λύση» στο κυπριακό Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) και η πρόταση για την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου Καλαφάτη», Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, τόμ. 8 (2008), σσ. 455-470), όπου και αναλυτική βιβλιογραφία.

Η τραγική κατάληξη, Αύγουστος 1922

Σχολιάστε..