Δύο συνεντεύξεις του Π. Παπαπολυβίου για το 1974

Αυτές τις μέρες δημοσιεύθηκαν δυο συνεντεύξεις μου με αφορμή τις επετείους του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής του 1974. Τις αναδημοσιεύω και εδώ, σήμερα, 20 Ιουλίου 2022, 48η επέτειο από την τουρκική εισβολή και τον «Αττίλα 1».

Η πρώτη δόθηκε στον Γιάννη Αντωνίου και στο ειδησεογραφικό portal Cyprus Times και δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουλίου 2022.

Σχεδόν μισό αιώνα μετά, τι μας διδάσκει η Ιστορία για την καταστροφή του 1974;

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η τουρκική εισβολή του 1974 συνιστούν μιαν εθνική καταστροφή με τραγικότατες συνέπειες για την Κύπρο και ανυπολόγιστες επιπτώσεις στις ευρύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εξίσου τραγικό είναι και το γεγονός ότι το πραξικόπημα της Χούντας του Δημήτριου Ιωαννίδη έδωσε την αφορμή και τη δικαιολογία για την πραγματοποίηση της τουρκικής εισβολής, υπό την ανοχή ή την αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων (κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών και της «εγγυήτριας» της Κυπριακής Δημοκρατίας, Βρετανίας). Ουσιαστικά η Κύπρος πλήρωσε με βαρύτατο κόστος και οδύνη από τη μια, την επτάχρονη δικτατορία στην Ελλάδα και ειδικότερα την πιο ακραία της μορφή, το καθεστώς Ιωαννίδη και, από την άλλη, τον τουρκικό επεκτατισμό που υλοποίησε ένα μακροχρόνιο στόχο, την κατάκτηση της Κύπρου. Η καταστροφή του 1974 φαίνεται στις πραγματικές τεράστιές της διαστάσεις, εάν ενταχθεί στην ευρύτερη ιστορία του Κυπριακού και αναλογιστούμε πώς ξεκίνησε η μεταπολεμική διεκδίκησή του στη δεκαετία του 1950, ως αίτημα αυτοδιάθεσης και ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, και πώς κατέληξε μέσα σε 25 χρόνια.

Κατά πολλούς, το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή ήταν τόσο προβλέψιμα, που μόνον αφελείς δεν μπορούσαν να δουν τα επίχειρα. Τι μαρτυρούν τα ντοκουμέντα της εποχής;

Είναι δύο διαφορετικά κεφάλαια. Ως προς το πραξικόπημα υπάρχουν μαρτυρίες, που αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, σε απομνημονεύματα και συνεντεύξεις, όπου συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ισχυρίζονται ότι τον είχαν προειδοποιήσει ή είχαν έντονους φόβους για το επικείμενο πραξικόπημα. Έχοντας διαβάσει ανέκδοτα πρακτικά συνομιλιών του προέδρου Μακαρίου με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο αλλά και τις δημοσιευμένες ομιλίες ή συνεντεύξεις του, θεωρώ ότι ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι θα προχωρούσαν Έλληνες αξιωματικοί στην υλοποίηση του πραξικοπήματος εις βάρος του. Επιπλέον, διατηρούσε μια ανάλογη βεβαιότητα ότι η Τουρκία δεν θα προχωρούσε στις απειλές της για εισβολή σε ένα ανεξάρτητο κράτος όπως ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία ή θα εμποδιζόταν τελικώς, όπως έγινε το 1964 ή το 1967. Ως προς την τουρκική εισβολή υπάρχουν δεκάδες τεκμήρια ότι το Πεντάγωνο και η ελληνική κυβέρνηση των ανδρεικέλων της Χούντας στην Αθήνα είχαν πληροφορηθεί από διαφορετικές και αξιόπιστες ελληνικές πηγές, από την Κύπρο, την Τουρκία και τη Βρετανία, πέρα από τα όσα μετέδιδαν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, τουλάχιστον από την Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974 για τις προετοιμασίες και την επικείμενη τουρκική στρατιωτική επιχείρηση «Αττίλας». Εδώ δεν πρόκειται για αφέλεια αλλά για εγκληματικές παραλείψεις ή για εσκεμμένη αδιαφορία που ισούται με εσχάτη προδοσία. 

O Φάκελος της Κύπρου αποτελείται από τα Πορίσματα των ειδικών επιτροπών  των Κοινοβουλίων Ελλάδας και Κύπρου, τις καταθέσεις που λήφθηκαν από τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές επιτροπές και το συμπληρωματικό αρχειακό υλικό που συγκεντρώθηκε. Δημοσιοποιήθηκαν οκτώ τόμοι, υπολείπονται ακόμη περίπου 20. Από το 2019 και μετά τα πράγματα κάπως έχουν σκαλώσει. Πρόσφατα η πρόεδρος της Βουλής, κ. Δημητρίου, είπε ότι θα δημοσιοποιηθεί το Φθινόπωρο ο ένατος τόμος. Γνωρίζετε κάτι;

Όχι δεν γνωρίζω κάτι παραπάνω. Ελπίζω να συνεχιστεί η έκδοση, είτε έντυπη είτε ψηφιακή, καθώς είναι πολύ μεγάλη και ακατανόητη η τριετής καθυστέρηση. Γνωρίζω ότι από την πλευρά της Βουλής των Αντιπροσώπων, από το 2019, τόσο οι κύριοι Δημήτρης Συλλούρης και Αδάμος Αδάμου όσο και η κυρία Αννίτα Δημητρίου έκαναν αρκετά διαβήματα και προσπάθειες για να συνεχιστεί η έκδοση, όπως προβλέπουν και τα σχετικά πρωτόκολλα συνεργασίας που υπογράφτηκαν μεταξύ των προέδρων των δύο κοινοβουλιών από την εποχή των κκ. Νίκου Βούτση και Γιαννάκη Ομήρου (Ιανουάριος 2016).

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας, το σημαντικότερο εύρημα από τα έγγραφα που έχετε διεξέλθει, μέσα από το αρχείο του Φακέλου της Κύπρου;

Τα έγγραφα, κυρίως του «μαρτυρικού υλικού», που συγκεντρώθηκαν από τις διάφορες υπηρεσίες και τα υπουργεία στην Αθήνα περιέχουν χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες που συγκλονίζουν τον ερευνητή και συνθέτουν την εικόνα της εθνικής καταστροφής σε διαστάσεις ευρύτερες από αυτές που γνωρίζουμε ή έχουμε ζήσει. Τεκμηριώνεται η ανικανότητα και η αβελτηρία της στρατιωτικής ηγεσίας που ακριβώς επειδή προερχόταν από μια ιεραρχία που είχε επιβληθεί και διαβρωθεί από την επτάχρονη δικτατορία στάθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει την τουρκική εισβολή. Μια στρατιωτική ηγεσία που ήταν εξαιρετικά ικανή στο να οργανώνει πραξικοπήματα και να ανατρέπει τις δημοκρατικές κυβερνήσεις αλλά αποδείχθηκε πλήρως ανίκανη να υπερασπιστεί την εθνική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και τα μέλη της, στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, είτε δρούσαν ως πέμπτη φάλαγγα αποφεύγοντας να εφαρμόσουν τα «Σχέδια Αμύνης» και να προστατεύσουν την Κύπρο, ως όφειλαν, είτε ενδιαφέρονταν μόνο για την προσωπική τους επιβίωση εν όψει της διαφαινόμενης αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Θα μπορούσα να σας απαριθμήσω δεκάδες «σημαντικά ευρήματα» για τη στάση της διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα ή του ΓΕΕΦ στη Λευκωσία, για την ιστορία των στρατιωτικών μονάδων της Εθνικής Φρουράς, τον ηρωισμό ή τη λιποψυχία μεμονωμένων αξιωματικών. Εκείνο που κυριαρχεί, μέρα με τη μέρα από τις 20 Ιουλίου 1974, είναι μια εικόνα διάλυσης, χάους και σύγχυσης, ενώ εάν επιδεικνυόταν η στοιχειώδης τήρηση των προβλεπομένων από τα αμυντικά σχέδια για αντιμετώπιση εχθρικής εισβολής είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν πετύχαινε η τουρκική απόβαση. Ακόμη και με τη μεσολάβηση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου που είχε βαρύτατες συνέπειες στην ψυχική ενότητα του κυπριακού Ελληνισμού.

Μάθαμε κάτι που δεν γνωρίζαμε, μέσα από το Φάκελο της Κύπρου;

Ως προς τους οκτώ τόμους που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα (2018-2019) από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων περιέχουν τις τελικές μορφές των καταθέσεων στην ελληνική Βουλή κατά το 1986-1988 αξιωματικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για το Κυπριακό ή κατείχαν υψηλές ή νευραλγικές θέσεις κατά την περίοδο 1967-1974 (Μ. Γεωργίτσης, Κ. Κομπόκης, Γ. Ντενίσης, Αλ. Σημαιοφορίδης, Αθ. Σκλαβενίτης, κ.ά.). Είναι οι αυθεντικές καταθέσεις που δόθηκαν σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή που συνεδρίαζε κεκλεισμένων των θυρών και βρίσκονται επιτέλους στη διάθεση των ερευνητών και κάθε πολίτη, αφού μέχρι τώρα ήταν απόρρητες, ασχέτως εάν μέρος τους είχε κατά καιρούς διαρρεύσει. Φωτίζουν αρκετές πτυχές των γεγονότων του 1974 και της εποχής που προηγήθηκε, ενώ είναι αποκαλυπτικές του τρόπου που αντιμετώπιζαν τον «Φάκελο της Κύπρου» τα ελλαδικά κοινοβουλευτικά κόμματα κατά το 1986-1988. Η δημοσιοποίηση όλων των καταθέσεων είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για τη μελέτη πολλών πτυχών της ιστορίας της Κύπρου και της Ελλάδας στην υπό αναφορά περίοδο που μέχρι τώρα ήταν αδύνατο να γίνει συστηματικά και με τη χρήση έγκυρων πηγών. 

Πέραν της ηθικής αξίας και της εθνικής σημασίας, η παράδοση του υλικού της Βουλής των Ελλήνων στην Κύπρο, έχει πολιτικά και στρατιωτικά διδάγματα. Φάνηκε ουσιαστικά το μέγεθος της προδοσίας. Προφανώς όμως υπάρχει και υλικό που δεν θα βρεθεί ποτέ, δεν είναι;

Είναι πασίδηλο ότι ένα μέρος του ελληνικού αρχειακού υλικού (στην Ελλάδα και στην Κύπρο) για το Κυπριακό έχει καταστραφεί ή πιθανότατα να μην δει ποτέ το φως της δημοσιότητας. Και αυτό ισχύει (για στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά έγγραφα) και για την περίοδο πριν από το 1967, αφού στην Ελλάδα ακόμη και έγγραφα της δεκαετίας του 1950 για το Κυπριακό, στα μεγάλα δημόσια αρχεία, δεν είναι προσιτά στους ερευνητές, για ανεξήγητους λόγους. Οι παραπάνω σιωπές οδήγησαν σε μια απαράδεκτη μακρά και νοσηρή κατάσταση φοβίας των αρμόδιων στο να δώσουν στην έρευνα πολύτιμες αρχειακές ενότητες για την ιστορία της Κύπρου. Από την άλλη, μέρος αυτού του υλικού βρέθηκε σε χέρια διαφόρων αναρμόδιων ή επιτήδειων, που διαθέτουν επιλεγμένα αποσπάσματα ή τμήματά του κατά το δοκούν. Για παράδειγμα, από το πρόσφατο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο» μάθαμε ότι κάποιοι έχουν στην κατοχή τους ηχητικά αντίγραφα όσων διαμείφθηκαν στο κρίσιμο «Πολεμικό Συμβούλιο» που συνήλθε με καθυστέρηση στην Αθήνα, από το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974. Είναι ένα ιστορικό ηχητικό ντοκουμέντο που από ό,τι γνωρίζω δεν έχει διασωθεί σε δημόσιο ελληνικό αρχείο. Μπορώ να κατανοήσω το πώς βρέθηκε σε «αλλότρια χέρια», όμως είναι εντελώς απαράδεκτο να συνεχίζεται η κατάσταση της αδιαφορίας και των «κλειστών αρχείων» 48 χρόνια μετά το καλοκαίρι του 1974.

Δεδομένου ότι το Κυπριακό παραμένει σε εκκρεμότητα, πόσο εύκολο είναι να αναζητήσουμε απαντήσεις σε καίρια ζητήματα; Ακόμη υπάρχουν ανάμεσά μας πρωταγωνιστές των γεγονότων, ακόμη και σκοτεινών πτυχών.

Η ιστορική έρευνα για ζητήματα που παραμένουν εκκρεμή, είτε ως ζητήματα που γεννούν πολιτικές αντιπαραθέσεις είτε ως συλλογικά και ατομικά τραύματα και ανοικτές πληγές είναι φυσικό να αντιμετωπίζει δυσκολίες και εμπόδια, ειδικά εάν συνυπολογιστούν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τις ελλιπείς αρχειακές διαθεσιμότητες. Υπάρχουν έντονες διαμορφωμένες απόψεις σε τμήματα ή στο σύνολο της κυπριακής κοινωνίας που αποτελούν προϊόν των προσωπικών βιωμάτων από την καταστροφή που έπληξε τον τόπο το 1974. Όπως έχει πει ήδη ο Σεφέρης, για μια ανάλογη τραυματική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, «τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου, τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς». Όντως, υπάρχουν άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα, οικογένειες που θρηνούν θύματα στην περίοδο δράσης της ΕΟΚΑΒ ή στο πραξικόπημα ή στην τουρκική εισβολή, ίσως και άνθρωποι που πιθανόν να βαρύνονται με εγκλήματα πολέμου ή άλλοι, άνδρες και γυναίκες, που υπήρξαν θύματα εγκλημάτων πολέμου και μιλιταριστικής βαρβαρότητας. Και επιπλέον, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που στερούνται της πατρικής τους γης και περιουσίας από το 1974. Την ίδια ώρα, διάφοροι φανατικοί συνεχίζουν να κηρύττουν την ψύχωση της δικής τους μοναδικής «αλήθειας» και του μίσους για τον εσωτερικό «άλλο» ενώ, παράλληλα, η εποχή μας και το διαδίκτυο προσφέρονται για την αναπαραγωγή κάθε απίθανης συνωμοσιολογίας. Σε αυτό το τοπίο, προφανώς και δεν είναι εύκολη η δουλειά του ιστορικού για το 1974 αφού, επιπλέον, για κάθε αράδα που γράφει πρέπει να ξορκίσει και τα δικά του τραυματικά βιώματα και μνήμες. Και βέβαια, ο ιστορικός δεν εργάζεται ερήμην της κοινωνίας και των κυρίαρχων απόψεών της, όμως οφείλει να θέτει ερωτήματα και να αναζητά απαντήσεις και να καταθέτει το επιστημονικό προϊόν της έρευνάς του με τη δυνατή ψυχραιμία και νηφαλιότητα και όχι με κραυγές και αναθέματα. Και ευτυχώς, η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου παραμένει μια περίοδος που ελκύει ερευνητικά είτε παλαιότερους ιστορικούς είτε νεότερους συναδέλφους, οι οποίοι έχουν και το πλεονέκτημα της «άγνοιας κινδύνου». Μάλιστα, εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς ιστορικών έχουν ήδη δώσει σημαντικά βιβλία για επιμέρους πτυχές, κυρίως της στρατιωτικής ιστορίας. Στα επόμενα χρόνια ο επιστημονικός διάλογος για την ιστορία του  1974 είναι επόμενο ότι θα κερδίσει περισσότερο έδαφος και μεγαλύτερο ακροατήριο. Μακάρι αυτή η νομοτελειακή εξέλιξη να συμβαδίσει και με καλύτερες μέρες για την ημικατεχόμενη πατρίδα μας.

Και ο σύνδεσμος

Η δεύτερη συνέντευξη δόθηκε στη Μαρία Χριστοφή, του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) και δημοσιεύθηκε στις 19 Ιουλίου 2022. Είναι παρακάτω:

Ανοικτό τραύμα το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή, λέει στο ΚΥΠΕ ο αν. καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου δρ Παπαπολυβίου

Κλειστοί φάκελοι και κατεστραμμένα αρχεία από τη μια, πλούτος νέων πρωτογενών και δευτερογενών πηγών από την άλλη. Τα παλιά βιβλία Ιστορίας, η πολιτική εκμετάλλευση, η κοινωνία που κουράστηκε και η κοινωνία που ελπίζει. Για τα εμπόδια που συναντά ο ερευνητής ιστορικός στην προσπάθειά του να καταγράψει την Ιστορία του κυπριακού 1974, για τις πηγές, τις προφορικές μαρτυρίες και τη σχέση πολιτικής-Ιστορίας, το ΚΥΠΕ μίλησε με τον αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, δρ Πέτρο Παπαπολυβίου.

Το πρώτο και σημαντικότερο εμπόδιο που συναντά ο ιστορικός ερευνητής είναι τα κλειστά αρχεία, λέει ο δρ Παπαπολυβίου. «Είναι πεποίθηση των ερευνητών ότι το 95% των εγγράφων για το 1974 από τις ΗΠΑ ή από τη Μ. Βρετανία είναι ανοιχτά, έχουν δοθεί στους ερευνητές. Αυτό το ποσοστό είναι αντιστρόφως ανάλογο για τα ελληνικά, ελλαδικά και κυπριακά, αρχεία. Αυτό είναι εντελώς αφύσικο», σημειώνει.

Ο Φάκελος της Κύπρου

Αναφερόμενος στον Φάκελο της Κύπρου, λέει ότι έγιναν κάποια μικρά αλλά τολμηρά βήματα. «Έχουν δημοσιευτεί το 2018-2019 οκτώ τόμοι από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων με καταθέσεις επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1986, στην Ειδική Ερευνητική Επιτροπή για τον Φάκελο της Κύπρου. Απομένει να συνεχίσει η έκδοση για τους επόμενους, περίπου 20, τόμους», αναφέρει, σημειώνοντας ότι η προσπάθεια έχει σταματήσει από το 2019 για ακατανόητους λόγους.

Όπως σημειώνει, επί κυβέρνησης Καραμανλή, τον Μάρτιο του 1975, στην Ελλάδα διατάχθηκε η άρση των διώξεων εναντίον αξιωματικών για ό,τι έγινε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. «Έκρυψαν το ζήτημα κάτω από το χαλί, με αποτέλεσμα, με την πάροδο των χρόνων να κακοφορμίσει», αναφέρει. «Σήμερα δεν κινδυνεύουν κάποιοι να πάνε στα δικαστήρια, εκτός όσοι είναι αποδεδειγμένο ότι βαρύνονται με εγκλήματα πολέμου», σημειώνει, προσθέτοντας ότι «είναι εντελώς ακατανόητο, κυρίως στην Αθήνα, να μην έχει η σύγχρονη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, μία πλήρη εικόνα, τη στιγμή που οι πρωταίτιοι της δικτατορίας έχουν δικαστεί και καταδικαστεί για άλλα εγκλήματα».

Η απουσία πρόσβασης στο ιστορικό αρχείο οδηγεί στην έλλειψη αρχειακής τεκμηρίωσης που θα βοηθούσε να δώσει απαντήσεις σε ιστορικούς αναθεωρητισμούς. «Είναι εξωφρενικό να διαβάζει κανείς βιβλία που ‘αθωώνουν’, για παράδειγμα, τον δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη για τις τραγικότατες επιλογές του στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και να μην υπάρχει η αναγκαία αρχειακή τεκμηρίωση που να δίνει τις δέουσες απαντήσεις και να φωτίζει πλήρως τα γεγονότα», λέει ο καθηγητής.

Δευτερεύουσες πηγές

Πέρα από τα βρετανικά και αμερικανικά αρχεία, που, σύμφωνα με τον καθηγητή, πιστεύεται ότι στην πλειοψηφία τους είναι προσβάσιμα, υπάρχουν δευτερεύουσες πηγές, από τις οποίες μπορεί να βρει κανείς υλικό. Τέτοιες είναι τα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, ή τα αντίστοιχα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, όπου υπάρχει υλικό για ανθρωπιστικά ζητήματα, για τις συνομιλίες κ.λπ. «Τα σοβιετικά έγγραφα επίσης είναι ένας ανεξερεύνητος θησαυρός για να μελετήσει κανείς τη σοβιετική στάση», προσθέτει ο Δρ Παπαπολυβίου. Επιπλέον, λέει ότι υπάρχουν χώρες που έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο, όπως η Γαλλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, και άλλες. Κυκλοφορούν βιβλία, είτε ιστορικών, είτε διπλωματών που είχαν μια κυπριακή εμπλοκή, που έχουν φέρει σημαντικά έγγραφα και μαρτυρίες που συνεισφέρουν και μπορούν να μας βοηθήσουν να ολοκληρώσουμε την εικόνα.

Προφορικές μαρτυρίες

Όπως εξηγεί ο καθηγητής, τα τελευταία χρόνια, όταν οι άνδρες που πολέμησαν με την Εθνική Φρουρά ή την ΕΛΔΥΚ, πέρασαν ηλικιακά τα 60-65 χρόνια, «οι άνθρωποι αυτοί, που μέχρι τώρα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, άρχισαν να αλλάζουν τη στάση τους. Πλέον είναι σε μια ηλικία που νιώθουν ότι θέλουν να αφήσουν μια μαρτυρία για την οικογένειά τους ή το ευρύ κοινό». Σημειώνει ότι αυτό είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο της ιστοριογραφίας, καθώς υπάρχει πλέον ένας πλούτος μαρτυριών και νεότεροι ιστορικοί που καταγράφουν αυτές τις προφορικές μαρτυρίες.

«Επίσης, αυτό που πυκνώνει τα τελευταία χρόνια, είναι η συγγραφική δραστηριότητα των Συλλόγων των Εφέδρων πολεμιστών των ταγμάτων που πολέμησαν το ‘74. Για παράδειγμα ο ‘Σύνδεσμος των Επιζησάντων Στρατιωτών του 361 Τάγματος Πεζικού’ έχει εκδώσει ένα ογκώδες βιβλίο, με συγγραφέα έναν εξαιρετικό νέο συνάδελφο, τον Χαράλαμπο Αλεξάνδρου. Είχε πρόσβαση σε μέρος των στρατιωτικών αρχείων από τη Διεύθυνση Ιστορίας της Εθνικής Φρουράς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πρωτογενούς του υλικού ήταν οι προφορικές μαρτυρίες, στρατιωτών και αξιωματικών. Και βέβαια, υπάρχει μια συνεχής παραγωγή ανάλογων βιβλίων, που στηρίζονται εν πολλοίς στις προφορικές μαρτυρίες των πολεμιστών», είπε.

Ωστόσο, τονίζει ότι αν και αυτό είναι πολύ σημαντικό, «δεν είναι το παν. Αν ο ιστορικός δεν έχει ταυτόχρονα πρόσβαση στις ημερήσιες διαταγές, το πολεμικό ημερολόγιο της μονάδας ή τις αντίστοιχες διαταγές του ΓΕΕΦ, δεν έχει την πλήρη εικόνα. Το ιδανικό θα ήταν να συνδυάζονται και τα δύο».

Εξακολουθεί να είναι ανοιχτό τραύμα το καλοκαίρι του 1974

Ως ανοιχτό τραύμα χαρακτήρισε το Πραξικόπημα και την Εισβολή ο δρ Παπαπολυβίου. Και ως τέτοιο, είναι δύσκολο να ξεπεραστεί.

Φέρνοντας στη μνήμη τον «Τελευταίο Σταθμό» του Σεφέρη, απαγγέλλει «όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου, τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς», καταδεικνύοντας ότι υπάρχει μια σημαντική μερίδα στον πληθυσμό που έχει ζήσει τα γεγονότα, που είναι δύσκολο να δεχθεί ότι ο επιστήμονας, επαγγελματίας ιστορικός θα φέρει στο φως μια διαφορετική άποψη από αυτήν που έχει κατοχυρωθεί στη μνήμη.

Προσθέτει όμως, ότι υπάρχουν και αυτοί που θέλουν να αναβιώσουν το κλίμα της διχόνοιας και του διχασμού που επικρατούσε λίγο πριν το πραξικόπημα του καλοκαιρού του 1974. «Δεν έχουν καταλάβει ή δεν νοιάζονται για το τι έχει χαθεί στην Κύπρο το ‘74. Είναι μια ελάχιστη μερίδα, όμως, ειδικά με τα ΜΚΔ, γράφουν ανεξέλεγκτα, ρίχνοντας αλάτι στις πληγές των υπολοίπων», αναφέρει, προσθέτοντας παραπέρα ότι υπάρχουν και «πολιτικές δυνάμεις στο νησί, οι οποίες χτίζουν πολιτικές πάνω σε αυτό το τραύμα και τη διαμάχη για την ιστορία».

Μπορεί η πολιτική να επιβληθεί στην Ιστορία;

Ο δρ Παπαπολυβίου θεωρεί ότι η πολιτική εκμεταλλεύεται την Ιστορία για τους δικούς της σκοπούς, «σαφώς, όμως, δεν μπορεί να αλλάξει την επιστημονική ιστορία. Μπορεί όμως να την καθυστερήσει».

Διαφωνεί με τη δημιουργία μίας «Επιτροπής Αλήθειας», στα πρότυπα της Νοτίου Αφρικής. «Το ‘έκανα κι εγώ εγκλήματα, έκανες κι εσύ εγκλήματα, πάμε παρακάτω’, είναι κάτι που μπορεί να πει ο πολιτικός. Ο σκοπός του ιστορικού είναι να δώσει απαντήσεις στα βασικά του ερωτήματα. Αν εκ των προτέρων πούμε ότι ο σκοπός είναι ‘να δείξουμε ότι κάναμε κι εμείς εγκλήματα, έκαναν και οι άλλοι’, είναι σαν να υιοθετούμε μια προκάτ ιστορία από πριν», εξηγεί.

Συνέχισε λέγοντας ότι θεωρεί την εισήγηση υποκριτική. «Στην Κύπρο τελείωσε η αποικιοκρατία το 1960. Δεν είπε ποτέ κανείς να έρθει μια ‘Επιτροπή Αλήθειας’ από την πάλαι ποτέ Μεγάλη Αυτοκρατορία της Βρετανίας και τους Ελληνοκύπριους, να συνεδριάσουν και να βγάλουν ένα κοινό βιβλίο τι έγινε το 55-59 μεταξύ της ΕΟΚΑ και της αποικιοκρατίας», παρόλο που εδώ και 62 χρόνια «δεν έχει πατήσει ένας Βρετανός επίσημος στα Φυλακισμένα Μνήματα», είπε, προσθέτοντας ότι «εγώ νιώθω ιδιαίτερα θιγμένος ως ιστορικός να έρχεται ένας από το εξωτερικό και να μου λέει ‘στη Νότια Αφρική έγιναν Επιτροπές Αλήθειας, οπότε κι εσύ οφείλεις με τους Τουρκοκύπριους να προχωρήσετε σε κάτι τέτοιο’. Αυτό θα γίνει, αλλά θα γίνει με τον τρόπο της επιστημονικής επικοινωνίας και του διαλόγου, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση», καταλήγει.

Ιστορική μνήμη και εκπαιδευτική πολιτική

«Δεν πιστεύω ότι ένας ο οποίος έφυγε πρόσφυγας από το σπίτι του, το χωριό του, την πόλη του, μπορεί να ξεχάσει και να διαγράψει την περιουσία του, τους τάφους των γονιών του. Όμως, ως σύνολα πολιτών, μπορεί ένας τρίτος να παρατηρήσει φαινόμενα που δείχνουν ακριβώς το αντίθετο», σχολιάζει απαντώντας κατά πόσο έχει υποχωρήσει η αγωνιστική διάθεση με τα χρόνια.

Σαφώς υπάρχει μια απογοήτευση, ενώ τα πρώτα χρόνια υπήρχε μια πολύ πιο ζωντανή ελπίδα επιστροφής, προσθέτει. «Υπάρχουν, για παράδειγμα, μαρτυρίες για πρόσφυγες που αρνούνταν να φύγουν από τα αντίσκηνα, γιατί θεωρούσαν ότι με τον πρώτο χειμώνα θα επιστρέψουν στα σπίτια τους», λέει.

«Προφανώς όλοι οι πρόσφυγες έχουμε ριζώσει στις ελεύθερες περιοχές, έχουμε αποκτήσει ένα νέο σπίτι, νέες κοινωνικές σχέσεις και συνήθειες, την ώρα που φεύγουν συνεχώς οι παλιότερες γενιές. Όμως, επαφίεται στον καθένα από ‘μας τι θα μεταφέρουμε στα παιδιά μας. Δεν αποκλείεται η επόμενη γενιά να έχει πιο έντονη την προσφυγική ταυτότητα. Έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα με τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες στην Ελλάδα», συμπληρώνει.

Όσον αφορά την εκπαιδευτική πολιτική γύρω από τα επίμαχα ιστορικά γεγονότα, ο δρ Παπαπολυβίου συμπεραίνει ότι δεν μαθαίνει αποκλειστικά από το σχολείο το παιδί για το τι έγινε στην Κύπρο. «Υπάρχει το διαδίκτυο, υπάρχουν τα γήπεδα, όπου στα ποδοσφαιρικά ντέρμπι συντελείται μια παραμόρφωση από τα πάθη μεταξύ των κύριων πολιτικών παρατάξεων στην Κύπρο που καθορίζουν τα νέα παιδιά, πολύ περισσότερο από το τι θα ακούσει από τον καθηγητή του στο σχολείο. Και όλα αυτά που ακούει στο σπίτι, στον δρόμο».

Ωστόσο, συμπληρώνει ότι είναι καιρός, να αλλάξουν τα σχολικά εγχειρίδια. «Είναι λυπηρό ότι τα βιβλία Ιστορίας μας έχουν να αλλαχθούν από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Έχουν μέσο όρο ηλικίας 25-35 χρόνια, είναι της προηγούμενης γενιάς. Είναι απαράδεκτο, καθώς είναι αναχρονιστικά και έχουν και ιστορικά λάθη».

Ως κατακλείδα, κρατήσαμε την προτροπή του. «Να μιλάμε για την ιστορία, χωρίς να φοβόμαστε το μάθημα ή την ιστορική περίοδο. Να κάνουμε τα παιδιά να αγαπήσουν την ιστορία και να τους βοηθήσουμε να δώσουν τις απαντήσεις οι ίδιοι. Δεν θα τους περάσουμε τις δικές μας αλήθειες και πεποιθήσεις»

Και ο σύνδεσμος https://cna.org.cy/article/3549988/anoikto-travma-to-praxikopima-kai-i-toyrkiki-eisboli-leei-sto-kype-o-an-kathigtis-istorias-toy-panepistimioy-kyproy-dr-papapolybioy

Advertisement

Σχολιάστε..

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s