Πριν από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή ο ιστορικός Γιάννης Κολιόπουλος, από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους που καθόρισαν την ιστορική σκέψη όσων σπούδασαν ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ τις τελευταίες δεκαετίες. Ευτύχησα να έχω στις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές μου σπουδές (1979-1985) καθηγητή τον Γιάννη Κολιόπουλο, που μετείχε αργότερα και στην επταμελή επιτροπή της διδακτορικής μου διατριβής. Ήταν ένας από τους δασκάλους που αγαπήσαμε στα νιάτα μας, από τους πρώτους που μας δίδαξε μαθήματα για τον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα, και μας φέρθηκε με διδασκαλική στοργή σε μια εποχή που υπήρχε ακόμη μεταξύ διδάσκοντα και φοιτητή/τριας η τεράστια απόσταση της «έδρας». Παρότι δεν προερχόταν «από τα σπλάχνα» του Τμήματος, εκείνη την εποχή, αποδείχθηκε από τους πιο επιδραστικούς πανεπιστημιακούς δασκάλους που πέρασαν από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ τον τελευταίο μισόν αιώνα. Από τα τόσα πολλά που θα έχω να θυμάμαι ήταν το ταξίδι του στην Κύπρο, τον Μάρτιο του 2013, σε μια περίοδο μεγάλης κρίσης για το νησί μας. Ένα ταξίδι που χάρηκε σαν παιδί, παρά τη δυσκολία στις μετακινήσεις του από την ασθένειά του, που ήδη τον ταλαιπωρούσε. Στους οικείους του, και ειδικότερα στη σύζυγό του και τη θυγατέρα του στέλλουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια.
Στην αθηναϊκή «Καθημερινή» στο φύλλο της 10ης Ιουλίου 2022 δημοσιεύθηκαν δύο νεκρολογίες από τον στενό του φίλο και για χρόνια συνεργάτη του, τον Θάνο Μ. Βερέμη, και τον πρώτο του μεταπτυχιακό φοιτητή, τον Βασίλη Κ. Γούναρη. Τις αναδημοσιεύω και εδώ, στη μνήμη ενός αγαπημένου δασκάλου και σπουδαίου ανθρώπου.
Το κείμενο του φίλου του, Θάνου Μ. Βερέμη
«Το κενό από την αποδημία του Γιάννη Κολιόπουλου είναι δυσαναπλήρωτο. Δεν είναι μόνον τα έργα του στο Oxford University Press, όπως η εξωτερική πολιτική της δικτατορίας Μεταξά και το φαινόμενο της παρανομίας στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αλλά και ολόκληρη η παράδοση ιστορικών της Θεσσαλονίκης που δημιούργησε ως καθηγητής στο Αριστοτέλειο. Ονόματα όπως Βασίλης Γούναρης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Γιάννης Στεφανίδης, Στράτος Δορδανάς, Σωτηρούλα Βασιλείου, Πέτρος Παπαπολυβίου, Βλάσης Βλασίδης και πολλά ακόμα ήταν η πνευματική του παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές των ιστορικών.
Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε στα Αρχεία του βρετανικού κράτους, όταν συγκεντρώναμε στοιχεία για τις διδακτορικές μας διατριβές, εκείνος στο London School of Economics και εγώ στην Οξφόρδη. Περάσαμε μαζί τα χρόνια στην Εκδοτική Αθηνών ως επιμελητές της «Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους» στους τόμους της νεότερης Ελλάδας. Είχαμε τότε την τύχη να μας «υιοθετήσει» η εξαίρετη Ευγενία Χατζηδάκη, προσφέροντάς μας τη μέριμνα και τη βοήθεια στην κατοπινή μας σταδιοδρομία. Έτσι ο Γιάννης βρήκε δουλειά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπό τον Μανούσο Μανούσακα και εγώ στην Πάντειο χάρη στον Γιώργο Τενεκίδη.
Γράψαμε μαζί στα αγγλικά δύο ιστορίες της νεότερης Ελλάδας (Hurst & Company, 2002 και Wiley – Blackwell, 2009), τον θεωρούσα πάντοτε τον πιο χαρισματικό ιστορικό της γενιάς μας για την πρωτότυπη σκέψη του και την καίρια χρήση των πηγών. Η εξοικείωσή του με τις βαλκανικές ταυτότητες, σε συνδυασμό με τη γνώση των κοινωνικών φαινομένων του 19ου αιώνα, απέδωσαν μεγάλο καταπίστευμα έργου.
Η χάραξη των συνόρων της ελληνικής επικράτειας υπήρξε από τα πιο πρωτότυπα ερευνητικά του επιτεύγματα. Η ανάλυση των ελληνοβρετανικών σχέσεων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι από τις καλύτερες στιγμές του Κολιόπουλου («Παλινόρθωση, Δικτατορία, Πόλεμος. Ο βρετανικός παράγοντας στην Ελλάδα», Εστία, 1985).
Οι αντικειμενικοί στόχοι της ελληνικής και της βρετανικής κυβέρνησης δεν διέφεραν ριζικά την εποχή ανάμεσα στον ιταλικό και στον γερμανικό πόλεμο. Για την Ελλάδα, όμως, το πρόβλημα ήταν κατά κύριο λόγο πολιτικό. Αν η Ελλάδα επιθυμούσε τη βρετανική στρατιωτική βοήθεια, την ήθελε όχι μόνο για να εξουδετερώσει την ιταλική ισχύ, αλλά και για να αποτρέψει το ενδεχόμενο της γερμανικής εισβολής. Ο Μεταξάς ρώτησε τότε τον Βρετανό πρέσβη, στις 17 Νοεμβρίου 1940, αν οι Βρετανοί επιθυμούσαν να προκαλέσουν γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. «Αν ναι, ο Μεταξάς είχε διάθεση να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες τους, αλλά στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε και οι δύο χώρες, Ελλάδα – Βρετανία, να φέρουν την ευθύνη μιας τέτοιας απόφασης. Το Foreign Office, όμως, σε αντίθεση με τον Μεταξά, παράκαμπτε αυτές τις ενοχλητικές ερωτήσεις, σελ. 210». Αυτή και πολλές ακόμα πληροφορίες περιέχονται στα βιβλία του εκλιπόντος.»
Το κείμενο του μαθητή του, Βασίλη Κ. Γούναρη
«Δύσκολο το 2022. Αναπαύθηκε, μετά τους φίλους του Ε. Κωφό και Θ. Κουλουμπή, και ο ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του ΑΠΘ Γιάννης Κολιόπουλος. Με τα σπουδαία βιβλία του και τους πολλούς μαθητές του, έβαλε πολύ ψηλά τον ακαδημαϊκό πήχυ. Με σπουδές Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της πόλης της Νέας Υόρκης (BA 1968), στο LSE (ΜΑ 1969) και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (PhD 1972), άνοιξε δρόμους στην ελληνική ιστορική επιστήμη. Ο πρώτος κύκλος των δημοσιεύσεών του ήταν στη διπλωματική ιστορία και η διατριβή του «Greece and the British Connection, 1935-1941» (Oxford, 1977) ανέδειξε τις επιστημονικές αρετές του. Το ζήτημα της ληστείας ήταν αυτό που τον καθιέρωσε. Με τις δύο μελέτες του «Ληστές: Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα» (Αθήνα, 1979), και την εκτενέστερη, με τον ευρηματικό τίτλο, «Brigands with a Cause: Brigandage and Irredentism in Modern Greece 1821-1912» (Oxford, 1987), που κέρδισε το βραβείο Runciman (1988), έδειξε ότι οι ληστές δεν ήταν ούτε «σταυραετοί» του αλυτρωτισμού, ούτε Ρομπέν των δασών. Η Ελλάδα, αδυνατώντας να καταπολεμήσει τη βία των παρανόμων, χρησιμοποίησε τη ληστεία ως βαλβίδα εκτόνωσης, καλλιεργώντας έτσι στην ελληνική κοινωνία και πολιτική το «σύνδρομο του παλικαρισμού», που επιβράδυνε τον μετασχηματισμό τους.
Αφού θήτευσε ως visiting fellow στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1988), ο Κολιόπουλος, καθηγητής πλέον (1986), επέστρεψε ερευνητικά στη Μακεδονία για να αναμετρηθεί με τις ταραγμένες παιδικές του αναμνήσεις και να αποτίσει, όπως δήλωσε, φόρο τιμής στους χωρικούς που είχαν στροβιλίσει οι άνεμοι του Εμφυλίου. Καρπός της στροφής αυτής ήταν το δίτομο έργο «Λεηλασία φρονημάτων». Ο πρώτος τόμος, που αφορούσε τη δυτική Μακεδονία της Κατοχής (Θεσσαλονίκη, 1994), βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ ο δεύτερος κάλυπτε την περίοδο του Εμφυλίου (1995). Ακολούθησε η αγγλική επίτομη εκδοχή, με πρόλογο του C.M. Woodhouse: «Plundered Loyalties: World War II and Civil War in Greek West Macedonia» (New York, 1999). Η κυριότερη συμβολή των βιβλίων αυτών ήταν η «κάτωθεν» θεώρηση της Ιστορίας. Οι προσωπικές ιστορίες των τοπικών πρωταγωνιστών, οι νοοτροπίες, οι σχέσεις των πληθυσμιακών ομάδων, η τοπική γεωγραφία δίνουν ζωή και ερμηνεία σε ένα δαιδαλώδες πολιτικό σκηνικό, που οδήγησε στον κατακερματισμό μιας παραδοσιακής και χειμαζόμενης κοινωνίας.
Η αναθεωρητική του στάση εκδηλώθηκε σαφέστερα στον νέο ιστοριογραφικό του κύκλο, της δεκαετίας του 2000, που κάλυψε το σύνολο της ελληνικής Ιστορίας από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η πρώτη δημοσίευση του κύκλου αυτού, «Απ’ αρχής ευρωπαίον και παλαιόθεν χριστιανικόν το των Ελλήνων έθνος», ήταν ο πανηγυρικός λόγος της 26ης Οκτωβρίου 1998 στο ΑΠΘ, ένας ύμνος στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και πολεμικός κατά των μαχητών της Εσπερίας. Ακολούθησαν δύο τόμοι της «Ιστορίας της Ελλάδος από το 1800» (2000 και 2002). Με αυτούς ελέγχει με αυστηρότητα τους «ευσεβείς εθνικούς μύθους», τις «οικονομοκρατικές απόψεις» των μαρξιστών ιστορικών και τη «λαϊκίζουσα ιστοριογραφία», ασχέτως ιδεολογίας. Τα θέματα αυτά πέρασαν και στην επίτομη αγγλική εκδοχή «Greece the Modern Sequel. From 1831 to the Present» (London, 2002), με τη συνεργασία του Θάνου Βερέμη, εμπλουτισμένη με εντυπωσιακή κριτική, ειδικά της Εκκλησίας. Το βιβλίο επανεκτίμησε συνολικά τη διαμόρφωση της Νεότερης Ελλάδας με αισιοδοξία, χωρίς τις συνήθεις μεμψιμοιρίες.
Πατώντας γερά στη διπλωματική ιστορία και με τεράστιο εύρος βιβλιογραφικών γνώσεων, ο Κολιόπουλος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στην κοινωνική ιστορία και την ιστορία των ιδεών, αλλάζοντας διαρκώς γεωγραφικές περιοχές, χρονικές περιόδους και οπτικές, αψηφώντας το κόστος. Παρά τις όψιμες κριτικές που δέχτηκε, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ήταν ένας κατ’ εξοχήν αναθεωρητής ιστορικός, με άποψη φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και ο πρώτος λόγος έλξης μαθητών. Ο δεύτερος λόγος της επιστημονικής γοητείας του είναι η γραφή του: όχι μόνο η κομψότητα της ελληνικής και της αγγλικής πρόζας αλλά και η δυνατότητά του να αναδεικνύει τον ανθρώπινο παράγοντα, να ζωντανεύει διπλωμάτες και κλέφτες, χωρίς να χάνει ποτέ το στημόνι της αφήγησης.
Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος, αυτός ίσως μέτρησε πιο πολύ και εξηγεί τα 15 διδακτορικά που επόπτευσε, ήταν η προσωπικότητά του. Η αγάπη και η υποστήριξη που πρόσφερε απλόχερα στους μαθητές είναι αυτή που θα συντηρήσει και τη μνήμη του. Ημουν ο πρώτος μεταπτυχιακός φοιτητής του και υπήρξε ο μέντοράς μου. Του χρωστώ τα πάντα, κυρίως την απόφαση να ακολουθήσω μεταπτυχιακές σπουδές και μάλιστα εκτός του ΑΠΘ. Το σπίτι του ήταν ανοιχτό στους μαθητές του και μαζί με τη Χριστίνα μας γέμιζαν αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Θαυμάζαμε τον άνδρα που ξεκίνησε από ένα χωριό της Καστοριάς, ξενιτεύτηκε σε καιρούς δίσεκτους, σπούδασε και διακρίθηκε ως ιστορικός παγκόσμιας κλάσης, απέκτησε θαυμαστή κουλτούρα και είχε τόσο μεγάλο περίσσευμα ψυχής να μας προσφέρει. Αυτό το περίσσευμα μας πήγε πιο πέρα και πιο πάνω. Κατάλαβα και εγώ –ελπίζω και οι άλλοι μαθητές του– ότι ο μόνος τρόπος να του το ξεπληρώσουμε είναι να προσφέρουμε ανάλογα, χωρίς όρους και ανταλλάγματα. Όταν έφυγα για την Οξφόρδη μου είπε: «Βασίλη, just don’t betray my trust». Αυτά τα λόγια του, πώς να μην τον απογοητεύσω, τα σκεφτόμουν και τα σκέφτομαι κάθε μέρα, μια ολόκληρη ζωή.»
