Κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αθήνα από τις εκδόσεις Ψυχογιός το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου “Ραγιάς. Μέρες και νύχτες 1821”. Ο Γιάννης Καλπούζος, μάστορας της αφήγησης, που την ταιριάζει ψηφίδα με ψηφίδα, σαν τους πετράδες του γενέθλιου του τόπου, της Άρτας, με μια σειρά εξαιρετικών ιστορικών μυθιστορημάτων (ανάμεσά τους και η κυπριακή “Ουρανόπετρα”), καταθέτει ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, κατά την άποψή μου από τα καλύτερά του, για το 1821. Η πλοκή και οι πρωταγωνιστές κινούνται σε ένα χρονικό πλαίσιο από την προεπαναστατική Ελλάδα μέχρι την περίοδο του Καποδίστρια στην Πάτρα, στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου, στην Τρίπολη, στο Ναύπλιο και στο Μεσολόγγι. Είναι ένα βιβλίο αποτέλεσμα συστηματικής μελέτης και έρευνας από τον συγγραφέα του που παρουσιάζει λογοτεχνικά αφανείς εικόνες του Εικοσιένα: της αγριότητας του πολέμου, της συντροφικότητας, του γιατί πολέμησαν οι Έλληνες, πτυχές των εμφυλίων, τις αλλοξοπιστίες, τόσο συχνές εκείνη την εποχή. Είμαι βέβαιος ότι οι χιλιάδες φανατικοί αναγνώστες και αναγνώστριες του Γιάννη Καλπούζου θα αγαπήσουν τον “Ραγιά”, όπως αγάπησαν το “Ιμαρέτ”, τη “Σέρρα”, τους “Άγιους και δαίμονες’, το “Εράν”, το “Γινάτι” και τα άλλα βιβλία του.
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
“1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι…
Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι.
Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του.
Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος.
Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!» “
Καλοτάξιδο, αγαπητέ Γιάννη και εις άλλα με υγεία!!!
