Δεδομένης της βρετανικής άρνησης και των προσκομμάτων για τη μαζική κατάταξη Κυπρίων εθελοντών στον ελληνικό στρατό το 1940, μόνο ένας μικρός αριθμός Κυπρίων ευτύχησε να έχει ουσιαστική προσφορά στον αγώνα στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, προασπίζοντας την ελληνική ελευθερία εναντίον της εισβολής των ιταλικών στρατευμάτων του Μουσολίνι. Θα τους ακολουθούσαν, από τον Δεκέμβριο του 1940, μερικές χιλιάδες Κύπριοι στρατιώτες, οι οποίοι στάλθηκαν για να βοηθήσουν στην άμυνα κατά της επικείμενης γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα, ως τμήμα του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Από την ομάδα των Κυπρίων εθελοντών του ελληνικού στρατού ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τους τριάντα περίπου Κύπριους φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα, οι οποίοι κατατάχθηκαν λίγες εβδομάδες ύστερα από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο, ενώ μεταγενέστερα ορισμένοι συνέχισαν τη δράση τους στην Αντίσταση κατά της τριπλής φασιστικής κατοχής. Μια άλλη ομάδα Κυπρίων εθελοντών υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής, και στο επίλεκτο σώμα, τον «Ιερό Λόχο», που συστάθηκε υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Χαράλαμπου Τσιγάντε. Η ομάδα αυτή πήρε μέρος με το ελληνικό σώμα στις μάχες της Βορείου Αφρικής, της Ιταλίας και στις πρώτες απελευθερωτικές επιχειρήσεις των νησιών του Αιγαίου.
Ο αριθμός των Κυπρίων που κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό στα 1940-1941, σε όλη την ελληνική επικράτεια, δεν μπορεί ακόμη να υπολογιστεί ακριβώς. Η προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι μαζί με τους τριάντα φοιτητές ο αριθμός τους θα προσέγγιζε τους 200, τουλάχιστον. Πολλοί από αυτούς, Κύπριοι μόνιμοι κάτοικοι της Ελλάδας, όπως ο Λουκής Ακρίτας, κατατάχθηκαν μεμονωμένα και είναι δύσκολο να εντοπιστούν στα στρατιωτικά αρχεία.
Ανάμεσα στους ελάχιστους που κατάφεραν να ξεπεράσουν τις τεράστιες δυσκολίες του ταξιδιού από την Κύπρο στις επικίνδυνες συνθήκες του πολέμου και να φτάσουν στην Ελλάδα, όπου κατατάχθηκαν, ήταν ο βαρωσιώτης Ευάγγελος Λουΐζος, γιος παλιού εθελοντή της Κρητικής Επανάστασης του 1897, και μέλους του Νομοθετικού Συμβουλίου, κατοπινά καλός φίλος και ξεναγός στο νησί του Γιώργου Σεφέρη. Γράφτηκε στον ελληνικό στρατό στις 25 Νοεμβρίου 1940. Σύμφωνα με την ιστορία – θρύλο, ο Αμμοχωστιανός ευπατρίδης μετά την κατάταξή του, πήρε ταξί από τη Θεσσαλονίκη και ζήτησε από τον εμβρόντητο ταξιτζή να τον οδηγήσει αμέσως στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο… Παράλληλα, ο γιατρός Θεόδωρος Μαρσέλλος, από τη Λάρνακα, αναχώρησε με τη γυναίκα του για την Ελλάδα, μέσω …Τουρκίας, όπως και ο Λουΐζος, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον ελληνικό στρατό και στον Ερυθρό Σταυρό. Ύστερα από την κατάρρευση του μετώπου κατέληξε στη Ζαγορά του Πηλίου και στη συνέχεια βγήκε στο βουνό, όπου υπηρέτησε στον λόχο υγειονομικού του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στην περιοχή του Πηλίου. Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο εκδόθηκε το βιβλίο του «Χρυσά Βουνά. Το βιβλίο του αντάρτη» (Κύπρος: Λαϊκή Εκδοτική Εταιρεία, 1947), όπου περιγράφονται οι εμπειρίες του από το ελληνικό αντάρτικο.
Στην Αθήνα, υπό την αιγίδα των εξορίστων του 1931, και άλλων παλαιών Κυπρίων της πρωτεύουσας, είχε αρχίσει από τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1940, η ομαδική εγγραφή των Κυπρίων εθελοντών, πρώτα με την μορφή της υπογραφής της έγγραφης διαβεβαίωσης ότι «επιθυμώ και θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου Ελλάδα ως εθελοντής». Η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών συγκεντρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1940 στα γραφεία της «Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας», στην οδό Σταδίου. Αφού έδωσαν τον όρκο του Έλληνα στρατιώτη κατατάχθηκαν στα έμπεδα στο Γουδί, όπου πέρασαν μια ολιγοήμερη στρατιωτική εκπαίδευση και στάλθηκαν στο μέτωπο. Στο αποχαιρετιστήριο μήνυμα προς τους Κύπριους εθελοντές οι Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, βετεράνος εθελοντής των Βαλκανικών πολέμων, που είχε εκφράσει την επιθυμία του να καταταχθεί και ο ίδιος, στα 70 του χρόνια, Νικόλαος Κλ. Λανίτης, εξόριστος πολιτευτής στην Αθήνα ύστερα από τα Οκτωβριανά του 1931 και ο Αχιλλέας Κύρου, της κυπριακής οικογένειας που διηύθυνε για δεκαετίες την αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία» έγραφαν τα εξής:
Αγαπητοί συμπατριώται,
Την στιγμήν καθ’ ην δίδετε τον ιερόν όρκον του Έλληνος Στρατιώτου διά να αγωνισθήτε και μόνοι και μετά πολλών υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, αισθανόμεθα το καθήκον να απευθύνωμεν προς υμάς τας ευχάς ημών και τα συγχαρητήρια της διά σας υπερηφάνου Πατρίδος σας.
Η Κύπρος πυκνώνουσα και σήμερον, όπως εις κάθε στιγμήν της ζωής του Έθνους τας ελληνικάς ηρωϊκάς φάλαγγας, δεν συνεχίζει απλώς την ελληνικήν παράδοσιν του αμύνεσθαι περί Πάτρης, αλλ’ ακολουθεί τον δρόμον της αιωνίας αυτής προσηλώσεως και αφοσιώσεως προς την αθάνατον Μητέρα.
Προστάτης υμών είναι την στιγμήν ταύτην και ολόκληρος ο κυπριακός λαός, ο οποίος εθελουσίως επιστρατευθείς κατά χιλιάδας πολλάς εν Κύπρω διά να αγωνισθή υπέρ των αιωνίων ιδανικών του Έθνους αναμένει εναγωνίως την μεταφοράν αυτού εις Ελλάδα.
Πρωτοπόροι υμείς της Κυπριακής Ελευθερίας θα μεταφέρετε μαζί σας εις τον μαχόμενον εθνικόν μας στρατόν, τον ενθουσιασμόν της αδουλώτου την ψυχήν και το φρόνημα Πατρίδος σας και την πίστιν προς μίαν ένδοξον πανελλήνιον αύριον.
Είθε, ευδοκούσης της ευγενούς και Μεγάλης Συμμάχου μας, να είσθε οι άγγελοι εις την Κύπρον της από αιώνων μακρών ονειροπολουμένης ελληνικής ελευθερίας.
Η ώρα η καλή. Ο Θεός μαζί σας.
Εν Αθήναις τη 14 Δεκεμβρίου 1940.
Από την ομάδα των Κυπρίων της Αθήνας – εθελοντών του ελληνικού στρατού, που κατατάχθηκαν οργανωμένα τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο του 1940, δεν ευτύχησαν να δουν την απελευθέρωση και το τέλος του πολέμου πέντε, οι παρακάτω (Καταγράφονται οι πληροφορίες όπως δηλώθηκαν κατά την κατάταξή τους):
Γεωργιάδης Μιλτιάδης Προκοπίου. 21 χρ. Άγαμος. Αθήνα. Υπηκοότης ελληνική. Σύνταγμα τηλεγραφητών, κλάσεως 1940β. Διακοσμητής. Απόφοιτος Σιβιτανιδείου Σχολής. Καταγωγή: Λεμεσός. Κατετάγη κληθείς την 10-12-1940 να παρουσιασθή την 20-12-1940 στο Έμπεδον Μηχανικού Αθηνών.
Γεωργιάδης Ροδίων Προκοπίου. 24 χρ. Άγαμος. Αθήνα. Υπηκοότης ελληνική, κλάσεως 1939, αναβολή λόγω υγείας και υπόχρεως να καταταγή το 1942. Καθηγητής. Διπλ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Καταγωγή: Λεμεσός. Κατετάγη την 14-12-1940. τσολιάς. Μετωπική υπηρεσία εις Τεπελένι (ομαδάρχης).
Δρουσιώτης Ανδρέας Αργυρού. Λεμεσός. Πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός.
Λιασίδης Λουκής Χαραλάμπους. 21 χρ. Άγαμος. Αθήνα. Υπηκοότης αγγλική. Φοιτητής Ιατρικής. Καταγωγή: Βαρώσια. Κατετάγη την 14-12-1940. Τσολιάς. Μετωπική υπηρεσία εις Τεπελένι. Ετραυματίσθη εις Χάρμοβον Τεπελενίου από βλήμα πυροβολικού εις τον πόδα. Έπαθε κάταγμα ποδός. Τάφηκε στο Α Νεκροταφείο Αθηνών.
Σιερίφης Βαρνάβας Ελευθερίου. 21 χρ. Άγαμος. Αμπελόκηποι, Αθήνα. Υπηκοότης αγγλική. Φοιτητής Ιατρικής. Καταγωγή: Αμμόχωστος. Κατετάγη την 14-12-1940. Τσολιάς. Επληγώθη εις Τεπελένι, «Ύψωμα Παπακώστα». Του απεκόπη ο αριστερός πους. Απέθανε εις Μεσολόγγιον.
Οι δύο φοιτητές της Ιατρικής από την Αμμόχωστο, μέλη της «Ανορθώσεως», του ιστορικού σωματείου της γενέτειράς τους, είχαν ζητήσει να πολεμήσουν αντί να τους ανατεθούν ιατρικά καθήκοντα, και τραυματίστηκαν στις μάχες των υψωμάτων του Τεπελενίου. Ο Λιασίδης απεβίωσε στην Κατοχή, το 1942, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Τα δύο αδέλφια Γεωργιάδη, ο Ροδίων και ο Μιλτιάδης, παιδιά του εθελοντή των Βαλκανικών πολέμων Προκόπη Χατζημιλτή, συμμετείχαν στην Αντίσταση, στη μικρή αντιστασιακή οργάνωση «Εθνικόν Επαναστατικόν Κομιτάτον». Συνελήφθηκαν στην Αθήνα στις αρχές του 1943 και δικάστηκαν από γερμανικό στρατοδικείο για διανομή επαναστατικών φυλλαδίων και αναγραφή συνθημάτων. Μετά από δεκάμηνη κράτησή τους στις φυλακές της Αίγινας μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Εκεί ο Ροδίων πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Βραδεμβούργο, στις 16 Οκτωβρίου 1944. Ο αδελφός του, έγκλειστος στις ίδιες φυλακές, θεωρείται αγνοούμενος. Ο Ανδρέας Δρουσιώτης, γιος του γυμνασιάρχη της Λεμεσού και εγγονός του Ανδρέα Θεμιστοκλέους, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας τον Οκτώβριο του 1944, στην Πιερία.
Για τους Ροδίωνα και Μιλτιάδη Γεωργιάδη εκδόθηκε από τον Γιώργο Ν. Χατζηκωστή, ένα εξαιρετικό βιβλίο, το Έπος και μαρτύριο. Οι Κύπριοι ήρωες του αλβανικού έπους και της Εθνικής Αντίστασης Ροδίων και Μιλτιάδης Γεωργιάδης, Λευκωσία 1995. Εκεί μπορεί να παρακολουθήσει ο αναγνώστης την τραγική πορεία των δύο αδελφών προς τον θάνατο, και παράλληλα να θρηνήσει τον αδικοχαμένο Κύπριο επιστήμονα και ιστορικό ερευνητή, που πρόλαβε να αφήσει, στα 26 του χρόνια, ένα αξιοζήλευτο φιλολογικό έργο, μετέχοντας παράλληλα έντονα και δραστήρια στα κοινά της μικρής κυπριακής παροικίας των Αθηνών. Από το βιβλίο, όπου δημοσιεύονται πολλά κατάλοιπα των δύο αδελφών, αναδημοσιεύω εδώ αποσπάσματα από ένα αχρονολόγητο (1942) επικήδειο ή επιμνημόσυνο λόγο του Ροδίωνα Γεωργιάδη στον συμπολεμιστή του στην Αλβανία Λουκή Λιασίδη (σελ. 319). Στον λόγο του ο Ροδίων τιμά και τον θάνατο του Βαρνάβα Σιερίφη. Το κείμενο του Ροδίωνος διαβάζεται και σαν ένας πρωθύστερος επικήδειος αποχαιρετισμός προς εαυτόν και στον αδελφό του Μιλτιάδη, αλλά και σε όλα τα παιδιά που χάθηκαν στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας και στην Αντίσταση του 1941-1944:
Την ώρ’ αυτή την επίσημη και σοβαρή ας πάψουν τα κλάματα κι οι ψυχές ας σιγοψιθυρίσουν δοξαστικά εμβατήρια για να τιμήσουν ένα ηρωικό Κυπριωτόπουλο, τον αγαπημένο μας Λουκή. Για κείνους που πρόσφεραν στην Ιδέα της Πατρίδας τη ζωή τους πρέπει Δόξα και Τιμή. Κι η Δόξα δεν γεννήθηκε με δάκρυ και στεναγμό.
Είσαι ένας από τους ένδοξους πολυαρίθμους νεκρούς της Κύπρου πούπεσες στο βωμό της Ελλάδας Λουκή. Η ψυχή σου η αγνή κι ονειροπόλα θέλησε να πετάξη εκεί που βρισκόταν από καιρό η ψυχή του φίλου, συμφοιτητού και συμπολεμιστού σου Σιερίφη. Σήμερα πρέπει και των δυο σας μνημόσυνο εθνικό.
Το αίμα σας, αίμα ηρωικό, ποτίζει τα άγια χώματα για τα οποία θυσιαστήκατε κι αυτό είναι αρκετό για να χαραχθή το όνομά σας με χρυσά γράμματα για να δείχνη στις επόμενες γενιές ότι ο Έλληνας ξέρει και πεθαίνει. Μα όχι… Σεις δεν είσαστε νεκροί. Ζήτε και θα ζήτε αιώνια όπως ζουν τόσοι και τόσοι που έπεσαν σαν και σας στις επάλξεις της Ιδέας και της Λευτεριάς.
Δεν θα ξεχάση κανένας την ηρωϊκή μορφή σας, την άδολη Ελληνική ψυχή σας, τον άμετρο ενθουσιασμό σας. Κι όπως όταν είσαστε ανάμεσά μας συμπλήρωνε ο ένας τον άλλο, έτσι και τώρα τα ονόματά σας, όπως θάναι γραμμένα κοντά – κοντά, θα συμπληρώνη το ένα τ’ άλλο, Λουκή και Βαρνάβα. Γιατί είσαστε δυο καρδιές μ’ ένα νόημα, δυο ψυχές με μια βούληση, δυο πνεύματα με μια Ιδέα. Κι έτσι ενωμένοι πάντα θα ζήτε στους αιώνες για δίδαγμα και παράδειγμα, θα ζήτε στη Σκέψη μας, θα ζήτε στη Σκέψη των πατριωτών σας, θα ζήτε στην Ιστορία.
