Λόγω και του πολυήμερου εγκλεισμού, αλλά και της πολλαπλής χρησιμότητας προβολής της λογοτεχνίας και γενικότερα της ανάγκης προώθησης της φιλαναγνωσίας και του βιβλίου στην Κύπρο, το «Περί Ιστορίας» φιλοξενεί σήμερα – ελπίζοντας ότι θα επανέλθει σύντομα με άλλους ποιητές – στίχους από ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Την ποιητική συλλογή «Μετέωρα» του Χρίστου Σ. Ρωμάνου (Λευκωσία: Σχοινοβάτης 2019, σελ 209.) Ο Χρ. Ρωμάνος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1947, και είναι γιος του Λαπηθιώτη μετανάστη στις ΗΠΑ Σάββα Ν. Ρωμάνου, από την ενορία Αγίου Θεόδωρου Λαπήθου, ο οποίος επέστρεψε μόνιμα στη γενέτειρά του το 1948. Ο Χρ. Σ. Ρωμάνος αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λαπήθου και στη συνέχεια σπούδασε στις ΗΠΑ, στο Berkeley, στο Columbia και στο New York University, από όπου πήρε το διδακτορικό του (1983) στη Συγκριτική λογοτεχνία. Ζει και γράφει στη Νέα Υόρκη. Δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια και έχει δουλέψει με φτωχούς μετανάστες σε γειτονιές της αμερικάνικης μεγαλούπολης.
Έχει δημοσιεύσει τα βιβλία Ένας τεχνίτης του σύγχρονου μυθιστορήματος. Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1982), Poetics of a Fictional Historian (Peter Lang, 1985), Human Boundaries: Oral Song, Text, Hypertext (Nostos Books). Και το δεύτερό του βιβλίο αναφέρεται στο έργο του Αλ. Κοτζιά, ενώ στο τρίτο ασχολείται με τις μορφές της ανθρώπινης αντίληψης και εξέλιξης: προφορική, γραπτή, ηλεκτρονική.
Τα «Μετέωρα» είναι η πέμπτη του ποιητική συλλογή και ανήκει στη Διατέχνη: ένα λογοτεχνικό είδος όπου στίχοι – τέχνη (που δημιουργεί ο ίδιος) και μουσική (που προτείνει) συνεργούν σε μια μοναδική αισθητική εμπειρία του αναγνώστη – θεατή – ακροατή.
Μεταφέρω εδώ τους στίχους τεσσάρων από τα ποιήματα των «Μετεώρων» του Χρ. Ρωμάνου. Το πρώτο έχει – δυστυχώς – και επικαιρική σημασία, αφού αναφέρεται στη μεγάλη επιδημία πανώλους στην Κύπρο, στα χρόνια των Λουζινιάν. Το τέταρτο είναι το ακροτελευταίο της ποιητικής συλλογής.
Έτος 1393 μ.Χ.
Λιτανεία στη Λευκωσία
από την επισκοπή
στον Άγιο Θεράποντα.
Από τη γύρω περιοχή,
με διάταγμα του βασιλιά,
έφεραν όλες τις εικόνες.
Οι αρχόντισσες,
η κόμισσα, ανυπόλητες·
εγίνην μέγαν κλάμαν.
Ο φόβος του θανατικού
σ’ ολόκληρο το νησί.
Τιμωρία του θεού.
Ο βασιλιάς στοχάστηκε
η αιτία
ήταν η βαριά φορολογία.
Οι δουλοπάροικοι
κατά κεφαλήν
πλήρωναν ένα βυζάντιο.
Μείωσε τους φόρους.
Με τη δεύτερη λιτανεία
υποχώρησε η επιδημία.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
I
Στο νησί του Πάσχα,
τα τεράστια αγάλματα
προστάτες των ανθρώπων.
Ορισμένα,
οριζόντια στη γη ασήκωτα,
δίχως μάτια ούτε ψυχή,
δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.
Τα είδωλα
λάβα
λαξευμένη στο λατομείο.
Το βλέμμα τους
προσηλωμένο στο νησί.
Στοχάζονται
την τύχη των ανθρώπων.
II
Σε τούτο το νησί
ανάμεσα
στα γιγάντια αγάλματα,
υπολόγισα με τις σκιές
το ύψος, την αξία μου.
Θα ‘θελα
να μεγαλώσω εκεί.
Όχι όπως μεγάλωσα·
ότι τάχα
είμαστε καλύτεροι.
Δε θα ’νιωθα
τότε τόσο άσχημα
που φανήκαμε
μηδαμινοί, ανάξιοι,
ηλίθιοι.
[άτιτλο]
Ταξίδεψα και με τη μαγεία
της παιδικής ηλικίας
σε τόπους μυθικούς
με γραμματόσημα
μιας συλλογής που χάθηκε.
Ενδοσκιές
Το υνί,
χώνεται αργά στο χώμα.
Θύμησες.
Σκιές. Γνώριμες φωνές.
Ο τόπος μου,
η αρμύρα της θάλασσας,
το θυμάρι.
Ύμνοι βυζαντινοί.
Ψηφιδωτά
(διάστατη πύλη)
άτμητα εικονικά.
Ανεπαίσθητα, ειρηνικά
Επιστρέφω
στην αρχική μορφή μου.