Ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο που απασχολεί και τους ημέτερους νεότερους ερευνητές τα τελευταία χρόνια είναι ο τρόπος καθιέρωσης της «θεσμοθέτησης της μνήμης» για τις επετείους και τους ήρωες του αγώνα της ΕΟΚΑ. Όπως σε κάθε συλλογικότητα και χώρα του κόσμου, ειδικά αυτές που δημιουργήθηκαν ύστερα από απελευθερωτικούς πολέμους και επαναστάσεις, η ανάδειξη συμβόλων και η απότιση τιμής σε αυτά, αποκτά κομβικό ρόλο στη δημόσια ιστορία. Για την Κύπρο, ένα νησί όπου τα μνημόσυνα των οικείων κεκοιμημένων αποτελούν ισχυρή εθιμική υποχρέωση των οικογενειών τους στις τοπικές κοινωνίες, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η καθιέρωση των «εθνικών μνημοσύνων» ήταν εντελώς φυσιολογική.
Από την άλλη, ένας ενισχυτικός λόγος για τη συγκεκριμένη καθιέρωση ήταν οι αποικιακές απαγορεύσεις στη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ. Η σκληρότητα των Χάρντινγκ, Φουτ και της βρετανικής κυβέρνησης όχι μόνο εμπόδιζε (συνήθως με τη βία) τις μετακινήσεις των Κυπρίων που ταξίδευαν στις γενέτειρες των ηρώων της ΕΟΚΑ για να πάρουν μέρος στα μνημόσυνά τους, κατά το 1956-1958, αλλά οδήγησε και στη δημιουργία των «Φυλακισμένων Μνημάτων». Ο κορυφαίος μνημειακός χώρος του αγώνα της ΕΟΚΑ δεν θυμίζει μόνο τη θυσία των εννιά απαγχονισθέντων και των τεσσάρων άλλων ανδρών της οργάνωσης που είναι θαμμένοι εκεί. Αποτελεί, ταυτόχρονα, μνημείο αισχύνης και αιώνιο όνειδος για τη βρετανική αποικιοκρατία, που αρνήθηκε να παραδώσει τα νεκρά κορμιά των νεαρών αγωνιστών στις οικογένειές τους για να φροντίσουν για την ταφή τους και να τους αποδώσουν τις τιμές που επέβαλλε η θρησκεία και η παράδοση του τόπου. Και το όνειδος, για τις βρετανικές κυβερνήσεις, συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, αφού κανένας επίσημος εκπρόσωπός τους δεν έχει βρει το σθένος, εδώ και εξήντα χρόνια, να επισκεφθεί τα «Φυλακισμένα Μνήματα». Για την εκδήλωση της απαραίτητης τιμής, σεβασμού και συγνώμης.
Ένας δεύτερος φυσικός μνημειακός χώρος του αγώνα του 1955-1959 ήταν η «σπηλιά του Αυξεντίου». Το ανατιναγμένο κρησφύγετο του Λυσιώτη ήρωα της ΕΟΚΑ, κοντά στη Μονή Μαχαιρά, έγινε από τις πρώτες μέρες τόπος επίσκεψης και «εθνικού προσκυνήματος». Ας σημειωθεί ότι τόσο στο τρίμηνο μνημόσυνο του Αυξεντίου, τον Ιούνιο του 1957, όσο και στο πρώτο ετήσιο, τον Μάρτιο του 1958, είχαν γίνει επεισόδια στη Λύση και στην Αμμόχωστο, επειδή οι βρετανικές αρχές απαγόρευσαν την προσέγγιση στις εκκλησίες όπου θα γινόταν το μνημόσυνο, Κυπρίων που κατέφθασαν από όλο το νησί. Τον Μάρτιο του 1959 ήταν όλα εντελώς διαφορετικά. Την Κυριακή, 1η Μαρτίου είχε φτάσει στην Κύπρο όπου του επιφυλάχθηκε πρωτοφανής σε μαζικότητα και ενθουσιασμό παλλαϊκή υποδοχή, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ύστερα από τρία χρόνια εξορίας, και αφού είχαν υπογραφεί στο Λονδίνο οι συνθήκες της Ανεξαρτησίας. Ακολούθησαν, τις επόμενες μέρες, οι αποθεωτικές παρελάσεις των καταζητουμένων αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Σε αυτό το κλίμα, τα μνημόσυνα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ πήραν πανηγυρικό χαρακτήρα, με επίκεντρο αυτό του Αυξεντίου (ημερομηνία θανάτου 3 Μαρτίου 1957), που συνέπεσε με την επιστροφή του Μακαρίου. Στη Λύση το μνημόσυνο έγινε στις 8 Μαρτίου 1959, στην παρουσία 10.000 κόσμου. Σε αυτό μίλησαν ο γυμνασιάρχης της Αμμοχώστου και παλιός καθηγητής του Αυξεντίου Κυριάκος Χατζηιωάννου, αγωνιστές, εκπρόσωποι οικογενειών πεσόντων και ο ακαδημαϊκός Στράτης Μυριβήλης, που ήρθε στην Κύπρο ως ανταποκριτής της αθηναϊκής «Καθημερινής». Μετά το μνημόσυνο ο κόσμος κατευθύνθηκε στο κοιμητήριο της Λύσης όπου υπήρχε ένα φυσικό κενοτάφιο – ο αδειανός τάφος του Λυσιώτη αγωνιστή. Εκεί κατατέθηκαν στεφάνια. Κορυφαία στιγμή όταν ο Αυγουστής Ευσταθίου, εκπροσωπώντας και τους Α. Παπαδόπουλο, Α. Στυλιανού και Φ. Συμεωνίδη άφησε το στεφάνι τους με την επιγραφή «Η σπηλιά του Μαχαιρά»…
Στις 27 Μαρτίου 1959 πραγματοποιήθηκε μια άλλη εκδήλωση μνήμης για τον Αυξεντίου, οργανωμένη από τους συναγωνιστές του. Μια ομάδα 24 ανταρτών της ΕΟΚΑ, με επικεφαλής τους τέσσερις της «Σπηλιάς του Μαχαιρά», την «αρραβωνιαστικά του Αυξεντίου», Βασιλού Παναγή (δεν είχε ακόμη γνωστοποιηθεί ο μυστικός γάμος του ήρωα) και τις αγωνίστριες Κουρσουμπά, Σαλάτα και Χριστοφορίδου, περπάτησαν από τον Στρόβολο μέχρι το κρησφύγετο του Μαχαιρά. Η πορεία τους κράτησε εννιά ώρες, υπό ραγδαία βροχή. Περιγράφει ο Σ. Μυριβήλης, που ήταν παρών: «Η ώρα είναι τρισήμιση ταπόγεμα όταν ακούγονται από μακρυά οι σάλπιγγες και τα τύμπανα των μαθητών που αποτελούν την τιμητική συνοδεία των ανταρτών-προσκυνητών. Μια ομάδα απ’ αυτούς τους εφήβους φορούν την ευζωνική στολή τους. Επί κεφαλής ένας καθηγητής και ο γυμναστής τους. Η βροχή εξακολουθεί να πέφτει σιωπηλή, να τα μουσκεύει όλα. Οι ήρωες προσκυνητές πλησιάζουν. (…) Είναι συγκινητική αυτή η πορεία προς τη σπηλιά του Αυξεντίου, που έγινε με όλη τη θρησκευτική πίστη του «τάματος». (…) Ήρθαν μέσα στη βροχή, τα άρβυλα, οι κυπριώτικες μπότες τους είναι μέσα στη λάσπη. Όλοι και όλες είναι μουσκεμένοι κατάσαρκα. Περπάτησαν επί εννιά ώρες έτσι. (…) – Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος! ψέλνουν οι κληρικοί. Κοπέλες με πανεράκια γιομάτα λουλούδια και δαφνόφυλλα ραίνουν τα χώματα του θυσιαστηρίου. – Έρραναν τον τάφο, αι μυροφόροι μύρα!… (…) Τα παληκάρια και οι κοπέλες της μάχης της Κύπρου τραγούδησαν κατόπιν τον εθνικό ύμνο και η συνοδιά γύρισε στο μοναστήρι. Να πάρει μια μπουκιά ψωμί και να στεγνώσει. Στο δρόμο του γυρισμού το τραγούδι του Αυξεντίου: “Ζήδρο μου, καπετάνιέ μου…”»
Θαρρείς και ο Μυριβήλης προσθέτει σελίδες στο «Η Ζωή εν Τάφω»…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 2 Μαρτίου 2019
Στη φωτογραφία, από τις κυπριακές εφημερίδες της εποχής, σε πρώτο πλάνο η Βασιλική Παναγή και ο Αυγουστής Ευσταθίου επικεφαλής της πορείας από τη Μονή Μαχαιρά προς το τελευταίο κρησφύγετο του Αυξεντίου