Η πρόσφατη ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της ουκρανικής Εκκλησίας με την πανηγυρική τελετή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, πέρα από τις εξελίξεις που πυροδοτεί στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας και την υποβόσκουσα διαμάχη Μόσχας – Φαναρίου, είναι ιδανική ευκαιρία για να αντιληφθούν οι αδαείς ή ανιστόρητοι την τεράστια σημασία, ουσιαστικά την αναγκαιότητα, που έχουν διαχρονικά οι «εθνικές εκκλησίες» για τη συνοχή ενός «έθνους-κράτους».
Ως προς τη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία και ειδικότερα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και των καθ’ ημάς εκκλησιών, η ανακήρυξη της ουκρανικής αυτοκεφαλίας αποτελεί το κορυφαίο, μέχρι σήμερα, μήνυμα κυριαρχίας και επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον ορθόδοξο κόσμο. Ο γεννημένος στην Ίμβρο στις 29 Φεβρουαρίου 1940, με θητεία στον τουρκικό στρατό ως έφεδρος αξιωματικός (1961-1963), αριστούχος απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρώμη, την Ελβετία και το Μόναχο και μητροπολίτης από τα 33 του χρόνια (Φιλαδελφείας από τα Χριστούγεννα του 1973 και Χαλκηδόνος το 1990) είναι ο πρώτος οικουμενικός Πατριάρχης (από το 1991) που έχει γεννηθεί, μεγαλώσει και επιβιώσει μέσα στις νέες ιστορικές πραγματικότητες για το Πατριαρχείο, στη Νέα Τουρκία που δημιουργήθηκε το 1922-1923. Διαθέτοντας ξεχωριστή καλλιέργεια, προσωπική ακτινοβολία και εκτόπισμα, έχει καταφέρει στα 27 χρόνια της πατριαρχείας του να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους πατριάρχες των τελευταίων αιώνων. Σε εξαιρετικά αντίξοοες συνθήκες για το Πατριαρχείο δεν δίστασε να διεκδικήσει, και μέχρι σήμερα να έχει πετύχει, την αναγνώριση των «πρωτείων και προνομίων της Μητρός Εκκλησίας» (= Κωνσταντινουπόλεως). Η περίοδος της πατριαρχείας του μπορεί να εξεταστεί και ως πρότυπο – «μελέτη περίπτωσης» για την αιωνόβια ισχύ και το κύρος του Φαναρίου. Ή, με πιο σύγχρονους όρους, για τους τηλεφίλ, μια επικαιροποιημένη αναβίωση ενός αρχέγονου “Game of Thrones”.
Για την Εκκλησία της Κύπρου, όπως για διαφορετικούς λόγους και για την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και για τα δύο κράτη, την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα, η σύγκρουση Μόσχας – Φαναρίου είναι πασίδηλο ότι προκαλεί αμηχανία. Πέρα από τους χιλιάδες Ρώσους (και λιγότερους Ουκρανούς) που ζουν στην Κύπρο ή την επισκέπτονται, τιμούν τις ιερές μονές και τα προσκυνήματά μας και έχουν, πια, και ναούς εδώ, ενώ ορισμένοι βαθύπλουτοι διατηρούν άριστες σχέσεις με τους Ιεράρχες μας, πέρα από το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον της περιοχής όπως το διαγράφουν οι προσωπικότητες των Ερντογάν, Πούτιν και Τραμπ, είναι σαφές ότι, όπως κάθε τρίτος ή «ουδέτερος», θα προτιμούσαν, Λευκωσία και Αθήνα, την αταραξία στο ζήτημα. Δεν είναι μόνο το θέμα των λεπτών σχέσεων και ισορροπιών με το Φανάρι ή τη Μόσχα, αλλά και ο φόβος για αναφλέξεις και επιπτώσεις στο Άγιον Όρος, στην Εκκλησία της FYROM και αλλού.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κατά πόσο η Εκκλησία της Κύπρου είναι έτοιμη να διαχειριστεί τις ποικίλες πτυχές του ζητήματος. Ίσως είναι και μια ευκαιρία για τους Ιεράρχες μας να συνειδητοποιήσουν το βάρος του θρόνου τους και της ιστορίας της αυτοκέφαλης εδώ και αιώνες αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε προχθές ότι «ο ευσεβής ουκρανικός λαός ανέμενε την ευλογημένην ταύτην ημέραν επί επτά ολοκλήρους αιώνας και, ιδού, ήλθε το πλήρωμα του χρόνου διά να απολαύση και αυτός, ως και πλείστοι προ αυτού ορθόδοξοι λαοί, του θείου δώρου της χειραφετήσεως και της ανεξαρτησίας και αυτοδιοικήσεως, ελεύθερος πάσης έξωθεν εξαρτήσεως και επεμβάσεως, ουχί πάντοτε στοργικής και σεβομένης την ιδιοπροσωπείαν αυτού υπαρξάσης». Αυτό, η Κύπρος το έχει πετύχει από το 431 μ. Χ.…
Είναι ενδιαφέρον πάντως να σημειωθεί ότι ακριβώς λόγω της αυτοκεφαλίας της, η Εκκλησία της Κύπρου εκπροσωπήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 που αποκήρυξε τον «φυλετισμό» και ως σχισματική τη βουλγαρική εξαρχία (που υποστήριζε τότε η Ρωσία και η Εκκλησία της). Η συμμετοχή του Σωφρονίου ήταν καίρια, σε μια απόφαση που εξυπηρέτησε, πέρα από τα ευρύτερα «εθναρχικά δίκαια» και τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις στη Μακεδονία, παρότι στη Σύνοδο δεν εκπροσωπήθηκε η (νεοφανής τότε) Εκκλησία της Ελλάδος. Αντίστοιχα, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 1913, η Εκκλησία της Κύπρου, διά του Μητροπολίτη Κιτίου Μελετίου Μεταξάκη (του κατοπινού Οικουμενικού Πατριάρχη) διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα ρύθμιση του Αγιορειτικού ζητήματος και την απόκρουση των ρωσικών επιδιώξεων στην Αθωνική πολιτεία και (μέσω αυτής) στη Μεσόγειο.
Εκκλησιαστικές μάχες ισχύος μεταξύ «δευτέρας και τρίτης Ρώμης» που επηρεάζουν τόσο το Ανατολικό ζήτημα (που καλά κρατεί…) όσο και την Εκκλησία της Κύπρου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” στις 12 Ιανουαρίου 2019