Τα Οκτωβριανά στην ύπαιθρο: Εξέγερση και καταστολή

Η εξέγερση των «Οκτωβριανών», με κορυφαία στιγμή της λαϊκής έκρηξης τον εμπρησμό του Κυβερνείου στις 21 Οκτωβρίου 1931, άλλαξε τον πολιτικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό  και κοινωνικό χάρτη του νησιού, καθορίζοντας  και την ιστορία των επόμενων δεκαετιών. Το αυθόρμητο λαϊκό ξέσπασμα οργής επεκτάθηκε για λίγες μέρες σε όλη την Κύπρο με σοβαρότερα επεισόδια και νεκρούς, από τα αστικά κέντρα, στη Λεμεσό, την Αμμόχωστο και την Κερύνεια. Όμως, η αποικιακή καταστολή υπήρξε άμεση και οι δυνάμεις που στάλθηκαν στην Κύπρο εξαιρετικά μεγάλες, καθώς στις 23 Οκτωβρίου έφτασαν στα λιμάνια του νησιού δύο καταδρομικά και δύο αντιτορπιλικά του βρετανικού πολεμικού ναυτικού. Την ίδια μέρα προσγειώθηκαν  έξω από τη Λευκωσία στρατιωτικά αεροπλάνα (μεταφορικά και της «τάξεως των βομβαρδιστών εν καιρώ ημέρας»). Ήδη, τις λιγοστές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κύπρο είχαν ενισχύσει ως ομάδες ένοπλων εθελοντών -«σερίφηδων» – Βρετανοί ιδιώτες και κυβερνητικοί υπάλληλοι. Οι λίγες, μαγικές και αξέχαστες ώρες ελευθερίας που είχαν αναπνεύσει οι εξεγερθέντες, θα είχαν βαρύτατο τίμημα.

Η εξέγερση στην ύπαιθρο πήρε τη μορφή διαδηλώσεων, λεηλασιών ή καταστροφών δημόσιων κτιρίων, καταστημάτων και αποθηκών, «απαλλοτριώσεων» των φορολογικών εισπράξεων, κλοπών οπλισμού από αστυνομικούς σταθμούς, καταστροφών στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και στις τηλεγραφικές και τηλεφωνικές γραμμές και άρνησης πληρωμής των φόρων. Ανάμεσα στα χωριά που διαδραματίστηκαν σοβαρά επεισόδια ήταν το Πισσούρρι, όπου ύστερα από μια φλογερή ομιλία του διερχόμενου (επέστρεφε στην Πάφο) βουλευτή Χριστόδουλου Γαλατόπουλου, το πλήθος λεηλάτησε τον Αστυνομικό Σταθμό και έκαψε την αποθήκη του Τελωνείου. Όταν εισήλθε ο στρατός στο Πισσούρι στις 27 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τις ελληνικές καταγγελίες, ακολούθησαν βασανιστήρια και δημόσιες μαστιγώσεις για την ανακάλυψη των πρωτεργατών και των αυτουργών. Δεκάδες κάτοικοι συνελήφθηκαν και από αυτούς καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 19 και σε σαράντα άλλους επιβλήθηκε πρόστιμο. Στον Γαλατόπουλο επιβλήθηκε βαρύτατη εκδικητική ποινή, τεσσάρων χρόνων, την οποία εξέτισε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας. Επίσης, στο Πισσούρι, όπως και σε κάθε άλλο χωριό ή πόλη όπου είχαν σημειωθεί επεισόδια, επιβλήθηκε συλλογικό πρόστιμο για αποζημίωση της κυβερνητικής περιουσίας. Στους Πισσουριώτες επιδικάστηκε ποσό 600 περίπου λιρών, καθώς είχε κλαπεί και μεγάλη ποσότητα αλατιού. Σύμφωνα με την αφήγηση του τότε κοινοτάρχη Νεοκλή Αντωνιάδη, το πρόστιμο έπρεπε να πληρωθεί μέσα σε τρεις μέρες: «Για να μαζευτούν, όμως, τα χρήματα αυτά, οι χωριανοί μας πούλησαν το λάδι και τα άλλα υπάρχοντά τους μεσοτιμής, στερήθηκαν και πείνασαν για να ικανοποιηθεί η ψυχή τους [των Βρετανών]».

Σοβαρά επεισόδια, με νεκρούς Κύπριους πολίτες, ο κυβερνήτης Storrs καταγράφει ότι έγιναν στο Ακάκι, στην Κάτω Ζώδια και στα Μανδριά. Επίσης, αναφέρει στην έκθεσή του ονομαστικά τον Κάμπο, την Απαισιά, τον Λυθροδόντα, το Άρσος και την Αγκαστίνα, επιχειρώντας να ανασκευάσει τις ελληνικές κατηγορίες για μαζικά βασανιστήρια εις βάρος των αγροτών. Ομολογεί, όμως: «Οσάκις συνηντάτο αντίστασις, αι περίπολοι διέλυον τον λαόν και επέβαλλον υπακοήν δι’ απειλής χρήσεως βίας υποβοηθούμεναι, οσάκις παρίστατο ανάγκη, υπό των κοπάνων των όπλων.» Ο στρατός εισερχόταν στα χωριά με φορτηγά, τα οποία, σε ορισμένες περιοχές, συνόδευαν από αέρος, βρετανικά στρατιωτικά αεροπλάνα, που πραγματοποίησαν «επιδείξεις άνευ βομβών υπεράνω των χωρίων»… Αξίζει να αναφερθούν εδώ και τα «όπλα» των εξεγερθέντων, σύμφωνα με την επίσημη κυβερνητική έκθεση: Λίθοι, σκεπάρνια, φιάλαι, πήλινα ανθοδοχεία, σιδηρά πτύα… Ο Storrs ισχυρίζεται ότι στα μισά κυπριακά χωριά (από τα 598) δεν έγιναν καθόλου ταραχές, ενώ σε άλλα 200 χωριά επικράτησε αναβρασμός και έγιναν διαδηλώσεις, χωρίς να σημειωθούν παραβατικές συμπεριφορές. Επομένως, με αυτή την εκτίμηση, «στασιαστική συμπεριφορά» εκδηλώθηκε, στις λίγες μέρες της εξέγερσης, στα υπόλοιπα 100 κυπριακά χωριά.

Μια άλλη παράμετρος, άδηλη στις ιστορικές πηγές, που διασώθηκε όμως από τις προφορικές μαρτυρίες και τη διασταύρωση των πληροφοριών, ήταν ο εξαναγκασμός των κοινοτικών αρχών, στα χωριά που έγιναν καταγγελίες για βασανιστήρια, να διαψεύσουν την κρατική χρήση βίας. Έτσι, οι κοινοτικοί άρχοντες είχαν να επιλέξουν είτε τη δική τους φυλάκιση είτε την ενυπόγραφη διάψευση της ωμής πραγματικότητας, που είχε παρακολουθήσει συγκλονισμένο όλο το χωριό. Επέλεξαν όλοι τον πρώτο δρόμο, εύκολα ή δύσκολα, με συνέπεια δίπλα από τις καταγγελίες για βασανιστήρια που πήραν διεθνείς διαστάσεις με πρωτοβουλία της Επιτροπής υπέρ του Κυπριακού αγώνα, της Αθήνας, να δημοσιεύονται και οι «διαψεύσεις» των τοπικών κοινοτικών αρχών. Για τον μικρόκοσμο των αγροτικών κοινωνιών ήταν ένα γεγονός εξίσου επώδυνο με τον βάρβαρο ξυλοδαρμό μέχρι λιποθυμίας όσων άτυχων χωρικών είχαν επιλεγεί, τυχαία ανάμεσα στους πολλούς, για να βασανιστούν με τους υποκοπάνους των όπλων των «Τζιωνήδων» για «παραδειγματισμό»…

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” στις 20 Οκτωβρίου 1931

Ότι απέμεινε από το Κυβερνείο μετά τον εμπρησμό του

Σχολιάστε..