Την προηγούμενη βδομάδα (5-7 Οκτωβρίου 2018) έγινε στην Αθήνα, με ιδιαίτερη επιτυχία, συνέδριο για έναν από τους πολυγραφότερους Νεοέλληνες συγγραφείς, από τους πιο αγαπημένους και πολυδιαβασμένους της γενιάς του, τον Παύλο Νιρβάνα (1866-1937). Για τις σχέσεις του Νιρβάνα με την Κύπρο οι γνώσεις μας είναι λιγοστές, με εξαίρεση ένα άρθρο του Θεοδόση Πυλαρινού, του 2010, για την εδώ επίσκεψή του, το 1906.
Ο Νιρβάνας, κατά κόσμον Πέτρος Αποστολίδης, γεννήθηκε στη Μαριούπολη της τότε Ρωσίας και από μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε γιατρός και με αυτή την ιδιότητα υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 1922. Έγραψε διηγήματα, ποίηση, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες, κριτική, μελέτες για την επιστήμη του και την ψυχολογία, μετέφρασε ξένους και κλασικούς συγγραφείς. Υπήρξε δημοφιλής για τα χρονογραφήματά του, που δημοσίευσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως όμως στην «Εστία» του Κύπριου Αδώνιδος Κύρου, και των παιδιών του, Αχιλλέα και Κύρου όπου έγραφε επί καθημερινής βάσης το πρωτοσέλιδο χρονογράφημα για τριάντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν στο συνέδριο, υπολογίζεται ότι έγραψε περισσότερα από 12.000 χρονογραφήματα…
Ο Νιρβάνας επισκέφθηκε την Κύπρο με το εύδρομο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, «Ναύαρχος Μιαούλης», που πραγματοποίησε τον Αύγουστο / Σεπτέμβριο του 1906 εκπαιδευτικό ταξίδι, το δεύτερο στην Κύπρο, ύστερα από το 1884. Στους αξιωματικούς και τους ναύτες του «Μιαούλη», που ελλιμενίστηκε στη Λεμεσό και στη Λάρνακα, επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή, με δοξολογίες, λαϊκά γεύματα και επίσημα δείπνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κυβερνήτη, αντιπλοίαρχου Ιωάννη Μιαούλη, στο πλοίο του ανέβηκαν τις τρεις μέρες που ήταν αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι της Λεμεσού 5000 επισκέπτες, όταν ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης έφτανε τις 6.500 περίπου… Ως γιατρός του «Μιαούλη», εκτός από τις λογοτεχνικές του συναναστροφές και γνωριμίες, ο Νιρβάνας αφιέρωσε πολλές ώρες υποδεχόμενος για ιατρικές συμβουλές χωρικούς, που είχαν συρρεύσει από κάθε γωνιά της επαρχίας Λεμεσού. Μάλιστα, κλήθηκε και εξέτασε ασθενείς και στα σπίτια τους, στη Λεμεσό. Σε αυτό το ταξίδι ο Νιρβάνας γνώρισε πολλούς Κυπρίους λογίους και κράτησε αλληλογραφία με αρκετούς που εξελίχθηκε με ορισμένους σε στενή φιλία: τον Μενέλαο Φραγκούδη, τον Σίμο Μενάρδο, αργότερα τον Γιάγκο Ηλιάδη, κ.ά. Μέχρι το τέλος της ζωής θυμόταν τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε στην Κύπρο το 1906. Όπως έγραφε σε ένα κείμενό του, το 1923: «Ένα πολεμικόν πλοίον ενεσάρκωσεν εκεί, εις μίαν στιγμήν, την Πατρίδα διά τα αλύτρωτα τέκνα της. Έγινεν η Ελλάς – Μητέρα.» Και αποκάλυψε τι είχε πει στον Σίμο Μενάρδο, σε εκείνο το ταξίδι: «Εάν μείνω τρεις ημέρας ακόμη εις την Κύπρον, θ’ αποθάνω από υπερκόπωσιν φιλοξενίας.»…
Οι κυπριακές εφημερίδες αναδημοσίευσαν εκατοντάδες άρθρα του Νιρβάνα, από τη δεκαετία του 1900 μέχρι και μετά τον θάνατό του. Κυρίως χρονογραφήματα, αλλά και ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά σημειώματα, συνεντεύξεις και διαλέξεις του. Με αναφορές στο ξεχωριστό του ενδιαφέρον για την ανάδειξη του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για τις θέσεις του στο γλωσσικό ζήτημα, ή τις πολιτικές του απόψεις κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Ο Νιρβάνας διαβαζόταν πολύ και στην Κύπρο, και το σκωπτικό του χιούμορ έκανε θραύση και εδώ, όπως επιβεβαιώνεται από συχνές παραπομπές σε χρονογραφήματά του ή σε μνημειώδεις φράσεις του. Από το υπόλοιπο έργο του, με αντίκτυπο σε ευρύτερα στρώματα, σημειώνουμε ότι από τη δεκαετία του 1920 ιδιαίτερα δημοφιλής στην κυπριακή ύπαιθρο αποδείχθηκε η «Μαρία Πενταγιώτισσα», που ανέβηκε σε δεκάδες παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων, σε πόλεις και χωριά. Αντίστοιχα, μεγάλη επιτυχία και στην Κύπρο είχαν οι κινηματογραφικές ταινίες με σενάριο του Νιρβάνα: η θρυλική «Αστέρω» και η «Μπόρα», και οι δυο του 1929. Σε έναν άλλο τομέα, ακόμη και την περίοδο της Παλμεροκρατίας, σχολικά εγχειρίδια με την υπογραφή του Νιρβάνα εγκρίθηκαν από τις αποικιακές αρχές και κυκλοφορούσαν στα κυπριακά σχολεία.
Στα Οκτωβριανά του 1931 ο Νιρβάνας, παρότι βενιζελικός, όπως και η «Εστία» μέχρι τότε, και παραδοσιακά αγγλόφιλος, υπέγραψε μαζί με άλλους επώνυμους διανοούμενους, πολιτικούς και απογόνους αγωνιστών του 1821 την προκήρυξη της «Κεντρικής επί του Κυπριακού Επιτροπής». Από τον λογοτεχνικό κόσμο ήταν ο μόνος, μαζί με τον Κωστή Παλαμά. Σε προσωπικό επίπεδο, αφιέρωσε στην εξέγερση του 1931 δύο χρονογραφήματα: ειδικά το πρώτο είναι γραμμένο με πίκρα και οργή, για όσα βίωνε η Κύπρος: «τον ζυγόν ανηκούστου τυραννίας, την επαύριον ενός μεγάλου πολέμου, ο οποίος ωνομάσθη “απελευθερωτικός”».