Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του φιλόλογου Άκη Θεοδώρου, με τίτλο “Ιωάννης Σταυριανός”. Ένας Κύπριος στην ελληνική επανάσταση του 1821″.
Το αναγνωστικό κοινό και οι φιλίστορες πρωτοέμαθαν για τον Σταυριανό το 1982. Τότε εκδόθηκε στην Αθήνα, από την Εταιρεία Στερεοελλαδικών μελετών, με εισαγωγή, σχόλια και επιμέλεια της ιστορικού Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη το βιβλίο «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων έτι εν τη ελληνική ιστορία». Συγγραφέας της «Πραγματείας» ο Ιωάννης Σταυριανός από τη Λόφου της Λεμεσού (1804-1887). Πρόκειται, ουσιαστικά, για τα μοναδικά απομνημονεύματα Κύπριου αγωνιστή του 1821 που έχουν εκδοθεί, πιθανότατα τα μόνα που έχουν διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας. Ο Σταυριανός μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στην Αλεξανδρέττα όπου βρισκόταν με τον έμπορο πατέρα του, στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης. Όταν γύρισαν στην Κύπρο, το 1822, ο πατέρας του απεβίωσε, μη αντέχοντας την αρπαγή της περιουσίας του από τους Τούρκους το φρικτό καλοκαίρι του 1821. Ο νεαρός Λοφίτης, μέσω Αλεξάνδρειας, κι αφού εξόπλισε μια ομάδα επτά αγωνιστών, τεσσάρων Κυπρίων και τριών Κρητικών, κατάφερε να μεταβεί στην Ελλάδα. Πολέμησε στην επανάσταση, και στη συνέχεια εντάχθηκε στη Χωροφυλακή. Ως αντιμοίραρχος πήρε μέρος στην αντιοθωνική εξέγερση του 1862 στο Ναύπλιο, που οδήγησε, τελικώς, στην έξωση του Όθωνος. Ο Σταυριανός, πατέρας οκτώ παιδιών, απεβίωσε στην Αθήνα το 1887.
Η έκδοση της «Πραγματείας» του Σταυριανού, το 1982, κινητοποίησε τον «Σύνδεσμο Αποδήμων Λόφου». Μια ομάδα ανθρώπων, με πρωτεργάτη τον Άκη Θεοδώρου, κατάφεραν, με επιμονή και αφοσίωση, και με τη συνδρομή των απογόνων του αγωνιστή, να αναγείρουν την προτομή του Σταυριανού στην αυλή του παλιού Δημοτικού Σχολείου της Λόφου. Στη βάση της τέθηκαν και τα οστά του, ύστερα από τη μετακομιδή τους από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Σήμερα, ο Άκης Θεοδώρου, κάτοχος πλέον του χειρογράφου του Σταυριανού, επανεκδίδει, με την άδεια της κυρίας Τσουγκαράκη, μεγάλο τμήμα της «Πραγματείας» του Κύπριου αγωνιστή. Το μεγαλύτερο μέρος των απομνημονευμάτων αναφέρεται στις μάχες των Αθηνών, του 1826-1827, όπου πήρε μέρος ο Σταυριανός, με τον «τακτικό στρατό». Περιγράφεται ο θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη, με τον Κύπριο αγωνιστή να υποστηρίζει ότι δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι, υπονοώντας δύο Σουλιώτες οπλαρχηγούς. Λίγες μέρες κατόπιν, συνελήφθη κι ο ίδιος αιχμάλωτος, μετά την ολέθρια ελληνική ήττα στον Ανάλατο (Απρίλιος 1827). Στα χέρια του τουρκικού στρατού, υπό τον Κιουταχή, κατάφερε να επιβιώσει χάρη στην ευφυία του, τη γνώση της τουρκικής γλώσσας και τη φιλανθρωπία ενός Τσάμη οπλαρχηγού από την Παραμυθιά, που τον κράτησε προσωπικό του αιχμάλωτο για έναν χρόνο. (Όλοι οι άλλοι αιχμάλωτοι εσφάγησαν, πλην του Καλλέργη που εξαγοράστηκε.) Οι σελίδες του Σταυριανού μοιάζουν σαν να βγήκαν από τα κείμενα του Μακρυγιάννη ή τις ζωγραφιές του αδικοσκοτωμένου Μιχαήλ Κκάσιαλου. Αυθεντική, ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινότητας των επαναστατών, συγκλονιστικές περιγραφές της μάχης και των αντιζηλιών στο ελληνικό στρατόπεδο, των βαρβαροτήτων ρουτίνας του πολέμου, της ιδιότυπης ανταλλαγής βρισιών και βωμολοχιών μεταξύ των εμπολέμων, με πρώτο τον γνωστό για την ελευθεριότητα του λόγου του, Καραϊσκάκη. (Καταγράφεται και η θρυλική – πλέον και σε ενθουσιώδες λαϊκό άσμα – φράση του αθυρόστομου Καραϊσκάκη. Όπως λέει ο Σταυριανός, «τούτο το ήκουσαν πολλοί».) Ξεχωρίζει η περιγραφή των φρικτών συνθηκών της αιχμαλωσίας στο στρατόπεδο του Κιουταχή και το μαρτύριο του οπλαρχηγού Γεώργιου Δράκου, με τον οποίο έζησαν αρκετές μέρες μαζί στο δεσμωτήριο.
Από την «Πραγματεία» αναδημοσιεύω την παράγραφο που περιγράφει τη σύντομη συνομιλία του (σιδεροδέσμιου) Λοφίτη με τον νικηφόρο, την Άνοιξη του 1827, Κιουταχή: «Τότε στρέφει προς εμέ και με ερωτά τουρκιστί από ποίαν πατρίδα είμαι. Εγώ δεν έχασα καιρόν διόλου να τον απαντήσω: «Βεζύρη μου είμαι από την Κύπρον» και να του διηγηθώ το ψεύδος, το οποίον την πρώτην φοράν με έσωσεν [ο Σταυριανός είπε στους Τούρκους ότι αιχμαλωτίστηκε από τον Κων. Κανάρη στην επιδρομή του στην Αλεξάνδρεια το 1825], με την προσθήκην ότι εγώ ήμην αιχμάλωτος του αρχηγού του τακτικού, και ότι ο θεός με αξίωσεν να τύχω εις χείρας ελεημόνου Σιρασκέρ Ρούμελη Βαλεσή. Τούτο μόνον παρέλειψα να τον ζητήσω, την ελευθερίαν μου πλήρες, και με την έδιδεν, διότι από τας τελευταίας φράσεις μου εκολακεύθη τόσον, ώστε είπε μειδιών εις τον οδηγόν μου [τον Τσάμη από την Παραμυθιά] «Αλ σικτίρ» και αποχαιρετήσας ο οδηγός μου και εγώ εξήλθομεν του πύργου.»
Στην επόμενη επίσκεψή σας στη Λόφου σταθείτε μπρος στην προτομή του Ιωάννη Σταυριανού…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος”, στις 8 Σεπτεμβρίου 2018
Ο Ιωάννης Σταυρινού Σταυριανός (1804-1887)