Οικονομία και κυπριακό χιούμορ, ετών εκατό

Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα, και θα ταξιδέψουμε στον Δεκέμβριο του 1916 και σε ένα κείμενο που εντοπίσαμε στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας «Ένωσις» της Λάρνακας, του Χριστόδουλου Κουππά, με τίτλο «Σατυρική στήλη. Εκ Λευκάρων» και υπογραφή «Ο Κατωλευκαρίτης Φεσάς». Ήταν τα τρίτα Χριστούγεννα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και κύριος στόχος της σάτιρας είναι οι ψηλές τιμές των βασικών ειδών διατροφής και η χωριάτικη κουτοπονηριά. Το κείμενο είναι γραμμένο σε καθαρεύουσα και κυπριακή διάλεκτο. Ο Κουππάς φιλοξενούσε συχνά στην «Ένωσι» διαλεκτικά κείμενα και για μια περίοδο εξέδιδε και το φύλλο «Χωρκάτης» (1884-1885).

«Φίλε μου Συντάκτη,

Μ’ αυτήν την ακρίβιαν του ψουμιού το κατάλαβες, φίλε μου, πως προχωρούμεν στο κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττον, ή κοιμάσαι και δεν το πήρες χαπάρι ακόμα         ; Δεν σου ακούω να παραπονιέσαι πως πεινάς και μου φαίνεται πως το γυρίσετε στον ππακλαβάν εσείς οι πολίτες, όπως θα το γυρίσωμεν κ’ εμείς οι χωρκάτες στα αμπελόφυλλα, αφού για το αλεύρι υπάρχει έλλειψις βασιλικού χαρτοσήμου. Δεν σε κλαίω όμως εσένα τον γέρον, αγαπητέ μου φίλε, όπου με μισόν κάρτον του ψουμιού περνάς πέντε κάρτα της ημέρας, αλλά αρώτα και τον Φεσάν να δης τι λοής λαούτον παίζ’ η κοιλιά του και τι λοής κανόνι βροντοβολούν τα έντερά του, άμα δεν έχει στο μερτικόν του τουλάχιστον μισόν ψουμί την ημέραν να τα στοτσιάση; Φοβούμαι μήπως στήσουμεν την ίδιαν ζάμπαν να κόψουμεν και το ψουμί, όπως εκόψαμεν και τον καπνόν, αν θέλη ο Θεός, σαν τον άππαρον του Σχολαστικού, για να γλυτώσουμεν εμείς τα ριάλια μας και οι αποθήκες το σιτάρι τους. Οπωσδήποτε όμως, ο Φεσάς προς το παρόν έστειλε νόταν εις τα μυαλά του και τα εδιάταξε να του ανακαλύψουν μιαν οικονομίαν να ζήση, όσον να δούμεν πού θα τα βγάλη ο γυρός της σφαίρας και πού θα πετάξη την μαούναν η φουρτούνα αυτή. Και πραγματικώς μου βρήκαν μιαν οικονομίαν εξακάντουνην που νάχουν την ευχήν μου, με την οποίαν μπορώ να βκάλω με την σπόντα και τα μμάδκια του οικονομολόγου Πέτμαν Χόλβεγκ [ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας]. Θα σου ξεμυστερευθώ, αγαπητέ μου φίλε, το μυστικόν μου αυτό, αλλά σε παρακαλώ πολλά να το αφήσης κρυμμένον σε μιαν γωνιάν της εφημερίδος σου να μην το μάθουν όσοι μπαίνουν κι όσοι βκαίνουν την Παρασκευήν στην Χώραν και χάσω την ζήσι μου, γιατί θα παίρνω βραβείον από κάθε φαμίλιαν τόσες λίρες, όσα δάκτυλα έχουν τα χέρια της, για να της παραγγέλλω το μυστικόν μου που θα κάμνω την οικονομίαν της.

Να, λοιπόν τι κάμνω: Πριν με την γυναίκα μου ετρώγαμεν ένα ψουμί την ημέραν, δηλαδή κάθε 12 ώρες. Τώρα όμως τρώγει η γυναίκα μου το μισόν της ψουμί την ημέραν, ενώ εγώ όλην την ημέραν κοιμούμαι και κάμνω ραμαζάνι. Την νύκτα όμως κοιμάται αυτή και κάθουμαι εγώ ως το πρωί και ξεκαθαρίζω κ’ εγώ το μισόν  μου και έτσι αντί να τρώμεν το ένα μας ψουμί σε 12 ώρες, το τρώμεν σε 24 ώρες, δηλαδή τα ίδια ψουμιά τα τρώμεν σε διπλάσιον καιρόν και έχουμεν μιαν οικονομίαν σίουρην, κανονικήν και ολοστρόγγυλην, χωρίς να δυστυχούμεν καθόλου. Είναι λοιπόν φανερή και ξάστερη η οικονομία αυτή, φίλε μου, και το καταλαβαίνεις και συ, αν έχης κρίσιν σαν τον Φεσάν. Αλλά βρίσκουμαι μόνον σε μιαν μεγάλην απορίαν, όπου αγόρασα στην πρώτην του περασμένου μηνός 30 ψουμιά, για να περάσω δυο μήνες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, και έβαλα το πείραμά μου εις ενέργειαν και ενώ ήμουν βέβαιος πως εις το τέλος του μηνός θαύρω μέσα στην ταπατζιάν μου 15 ψουμιά, δεν βρήκα φίλε μου, ούτε ψυχούδι για κοινωνιάν σχεδόν και δεν ξεύρω, αν εδκιαφλητούσαν π’ αυτά τα ψουμιά και αυτά όλα τα ποντίκια της γειτονιάς μου ή αν τα έκαμεν η γυναίκα μου κρυφά ποξαμάτι να τα προφυλάξη που την μούχλαν, για να τα κάψωμεν στον βωμόν του Εωσφόρου υπέρ αφέσεως των αμαρτιών του αναθεματισμένου Κάιζερ, εξ αιτίας του οποίου εσκάσαμεν όλ’ οι φτωχοί και εγινήκαν τα έντερά μας λεφτά σαν την κλωστήν που την πείναν. Άμποτε όμως να φτάση εκείνη η ώρα που θα κολοσύρνουν ενδόξως οι Διαόλοι το βαβάλλι του Κάιζερ εις τον τάφον, όπου θα του ψάλλουμεν κ’ εμείς από τα βάθη της καρδιάς μας το «Αιωνία σου η μνήμη, ασυγχώρητε και πισσοχόγλαστε αδελφέ ημών! Γαίαν έχοις ελαφράν σαν το μολύβι και ανακατωμένην με τους Σατανάδες, αμήν»!»

Καλή χρονιά σε όλους, μακριά από τους Μπέτμαν Χόλβεγκ και Κάιζερ της εποχής μας!

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 31 Δεκεμβρίου 2017

ΥΓ. Η στενότητα του χώρου δεν επέτρεψε τον σχολιασμό συγκεκριμένων περικοπών του άρθρου του “Κατωλευκαρίτη Φεσά”. Από τα πολλά, σημειώνω, εδώ, τη φράση “όσοι μπαίνουν κι όσοι βκαίνουν την Παρασκευήν στην Χώραν”, δηλωτική της κοσμοσυρροής για το παζάρι της πρωτεύουσας και τη λέξη βαβάλλι για το φέρετρο (ξυλοκρέβατο, ουσιαστικά) της εποχής.

Στη φωτογραφία οι προ εκατονταετίας ευχές για το νέο έτος της “Φωνής της Κύπρου”, που κυκλοφορούσε στη Λευκωσία.1917fonitiskiprou

Σχολιάστε..