Η συμπλήρωση 85 χρόνων από την οκτωβριανή εξέγερση του 1931, μας δίνει την ευκαιρία για μια σύντομη αναφορά στα μέτρα καταστολής της αποικιακής αντεπανάστασης που επιβλήθηκε την επαύριον της 21ης Οκτωβρίου και του εμπρησμού και της ολοσχερούς καταστροφής του ξύλινου κυβερνείου στη Λευκωσία. Πέρα από τα γενικά ανελεύθερα μέτρα, παρόμοια λίγο – πολύ με αυτά που έπαιρναν ή παίρνουν όλες οι σύγχρονες δικτατορίες (απαγόρευση εκλογών, κατάργηση Νομοθετικού Συμβουλίου, λογοκρισία στον Τύπο, κατάλογοι με απαγορευμένα βιβλία, πρώτα «κέρφιου», κ.ο.κ.), και πέρα από όσα επιβλήθηκαν, εξαιτίας των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και της προσπάθειας μετάλλαξης της εθνικής ταυτότητας, με την επέμβαση στην Εκπαίδευση και τον πόλεμο εναντίον της Εκκλησίας, αξίζει να θυμηθούμε ορισμένες ενέργειες των αποικιακών αρχών που έπληξαν άμεσα τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Στο πρώτο που αξίζει να σταθούμε είναι ότι οι Βρετανοί το 1931 εισήγαγαν την οργανωμένη μαζική βία στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Η εξέγερση, εντελώς αυθόρμητη, δεν κόστισε κανένα θύμα στις αποικιακές αρχές. Τόσο στο Κυβερνείο, όσο και στο Διοικητήριο Λεμεσού, στην Αμμόχωστο, στην Κερύνεια ή στο Πισσούρι οι εξεγερθέντες («χυδαίος όχλος», όπως τους ονομάζει ο Κυβερνήτης Στορρς) δεν πείραξαν ούτε μια τρίχα των Βρετανών αξιωματούχων ή στρατιωτικών, ούτε των Κυπρίων (Ελλήνων και Τούρκων) αστυνομικών. Αντίθετα, η λαϊκή οργή στόχευε στα σύμβολα της αποικιακής κατοχής: τα κτίρια, τη σημαία, τις κυβερνητικές αποθήκες, τις φορολογικές εισπράξεις. Οι Βρετανοί κατέστειλαν την εξέγερση με πρωτοφανή σκληρότητα και όχι μόνο με τις σφαίρες των όπλων: Στην Κερύνεια ο Λοΐζος Λοϊζίδης (από το Δίκωμο, αδελφός του Σάββα Λοϊζίδη) πέθανε από τα βασανιστήρια, ενώ στα Μανδριά Λεμεσού ο γέροντας Ιωάννης Σαλλούμης, λογχίστηκε από στρατιώτη και απεβίωσε, επειδή δεν περπατούσε γρήγορα, κουβαλώντας ένα δοκάρι για την ανακατασκευή της γέφυρας που κάηκε στις ταραχές. Ο μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος εξυβρίστηκε και προπηλακίστηκε κατά τη σύλληψή του, ενώ σε πολλά χωριά, ειδικά στο Άρσος Λεμεσού, το Πισσούρι και την Αγκαστίνα, επιλέχθηκαν τυχαία, ορισμένοι (συνήθως οι πιο ψηλοί και εύρωστοι) από τους συγκεντρωθέντες αδαείς και αθώους χωρικούς και ξυλοκοπήθηκαν ανηλεώς, μέχρι λιποθυμίας, από τους στρατιώτες («Τζιωνήδες»), με μαστίγια ή τους υποκόπανους των όπλων, προς παραδειγματισμό των συγχωριανών τους.
Εξίσου αντιδημοκρατική ήταν η επιβολή με τον νόμο «περί επιβαρύνσεως δι’ επανόρθωσιν» ειδικής φορολογίας σε όλους τους Έλληνες κατοίκους για τις ζημιές που προκλήθηκαν από τα Οκτωβριανά. Στο σκεπτικό του μέτρου της «συλλογικής ευθύνης», που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους Ναζί στις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης, λίγα χρόνια αργότερα. Ανάλογη αίσθηση προκάλεσε και η απαγόρευση της «κωδωνοκρουσίας άνευ αδείας», επίσης ακατανόητης, σύμφωνα με την απόλυτη θρησκευτική ανοχή που είχαν επιδείξει μέχρι τότε οι Βρετανοί.
Ως προς τον περιορισμό της ιδιωτικής ελευθερίας, οι μεν δέκα πρώτοι εξόριστοι (τρεις κληρικοί, δύο βουλευτές, τρεις άλλοι πολιτευτές και οι δύο ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου), απομακρύνθηκαν από το νησί, χωρίς δίκη ή έστω προανάκριση, ως «πρόσωπα ιδιαιτέρως επικίνδυνα για την Αποικία» και ως ηγέτες του «στασιαστικού κινήματος», παρότι, όπως ομολογήθηκε και από κυβερνητικούς αξιωματούχους στην εμπιστευτική εσωτερική αλληλογραφία τους, δεν ήταν δυνατόν για κανέναν απ’ αυτούς να αποδειχθεί ποινικά η πρωταγωνιστική τους συμμετοχή στη «στασιαστική συνωμοσία», που υποτίθεται είχε προηγηθεί, ούτε ο ρόλος τους στην εξέγερση δικαιολογούσε τόσο εξοντωτική ποινή, όπως την απέλαση. Ανάλογες «συνοπτικές διαδικασίες» ακολουθούνταν, στη διάρκεια της Παλμεροκρατίας, και στις περιπτώσεις «εντοπισμού» ενός ενωτικού πολιτευτή (Αχ. Αιμιλιανίδης, Πολύκ. Ιωαννίδης, Ιω. Κυριακίδης, Ν. Κλ. Λανίτης, κ.ά.) ή κομμουνιστή (Τεύκρος Ανθίας, Πατάπιος Χριστοδούλου, Ευ. Ξυναρής, κ.ά.), τον περιορισμό τους, δηλαδή, σε απομονωμένες κοινότητες της υπαίθρου, σε συνάρτηση πάντοτε με τη στενή αστυνομική παρακολούθηση των κινήσεών τους και της ιδιωτικής τους ζωής.
Για να θυμόμαστε κι αυτές τις σκοτεινές πτυχές της Αποικιοκρατίας στην Κύπρο, που «περιέργως» μένουν έξω από πολλές σύγχρονες αφηγήσεις.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 22 Οκτωβρίου 1931
Το Κυβερνείο, στη Λευκωσία, μετά τον εμπρησμό του