Ολοκληρώθηκε χθες, 22 Ιουλίου, ο κύκλος των τριών ημερών της 42ης επετείου της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής του 1974. Φέτος, εξαιτίας και του προηγηθέντος αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία και της ψυχολογικής αναστάτωσης που δημιουργήθηκε, οι εφιαλτικές μνήμες, όπως τις ξυπνούν οι εωθινές σειρήνες κάθε 20 του Ιούλη, ήταν πιο έντονες. Για όσους, βέβαια, διαθέτουν συνείδηση και μνήμη.
Πέρα από τη μηχανική πρόσθεση ενός έτους στη δημόσια ρητορική, που απλώς αλλάζει, χρόνο με χρόνο, τους Ιούληδες που μεσολάβησαν από το 1974, σε τύμβους, κοιμητήρια και ηρώα, μπροστά στην απέραντη θλίψη των μαυροφορεμένων μελών των οικογενειών των πεσόντων, αγνοουμένων και θυμάτων του πραξικοπήματος, της εισβολής και της συνεχιζόμενης έκτοτε, τουρκικής κατοχής, θα επαναλάβουμε και εμείς σήμερα, κουραστικά και μονότονα, την υπόδειξη για μια ακατανόητη παράλειψη από τις αρμόδιες αρχές και κυβερνήσεις της Δημοκρατίας μας. Θα μιλήσουμε, δηλαδή, για μια ακόμη φορά, για την κρατική αδιαφορία για τη δημιουργία ενός, στοιχειώδους και λιτού, μουσείου στρατιωτικής ιστορίας της Κύπρου. Όπου θα στεγαστούν, όσο βρίσκονται και υπάρχουν, τα κατάλοιπα, τα κειμήλια, οι φωτογραφίες και οι μαρτυρίες των απλών ανθρώπων, των πολεμιστών, στρατιωτών και αξιωματικών, του 1974. Αλλά, και τα όπλα, τα οχήματα, οι σημαίες και τα υπόλοιπα μουσειακά τεκμήρια της πιο καθοριστικής περιόδου στην ιστορία της χώρας μας (πχ. κομμάτια του τραγικού «Νοράτλας»). Πρόκειται για μια πρόταση που βρίσκεται στα συρτάρια των καθ’ ύλην αρμοδίων στο Υπουργείο Άμυνας, εδώ και πολλά χρόνια. Μάλιστα, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, επί υπουργίας Κ. Μαυρονικόλα, και πιο πρόσφατα, επί Φ. Φωτίου, που ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα, είχε βρεθεί και χώρος, που μπορούσε να στεγάσει το Μουσείο, ανέξοδα και άμεσα. Έχει υποδειχθεί, επίσης, ότι σε αυτό το Μουσείο θα στεγαστούν και θα διασωθούν τεκμήρια και κειμήλια, που εντοπίζονται και μπορούν να παραχωρηθούν, από την εποχή της εθελοντικής συμμετοχής των Κυπρίων στην ελληνική επανάσταση του 1821, την ανάλογη αθρόα συστράτευση στους ελληνικούς πολέμους, τη μαζική στρατολόγηση (Ελλήνων και Τούρκων Κυπρίων) στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σε ότι έχει να κάνει τέλος πάντων με αυτό που ονομάζεται πολεμική ή στρατιωτική ιστορία. Και βέβαια, αν υπάρχει διάθεση, μεράκι και χώρος, να στεγαστούν και αντικείμενα από παλιότερες περιόδους, από την αρχαιότητα ή τον Μεσαίωνα. Χωρίς να καλλιεργείται κανένας «σωβινισμός» ή «εθνικισμός», εάν αυτό φοβούνται οι ανεύθυνοι υπεύθυνοι, αλλά με κύριο στόχο τη διάσωση των κειμηλίων, με σεβασμό στην ιστορία του τόπου. Όλοι γνωρίζουν ότι ανάλογα μουσεία υπάρχουν σε όλο τον κόσμο και συγκεντρώνουν και μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον. Προσθέτουμε, επίσης, ότι αντίστοιχα μουσεία, βρίσκει ο επισκέπτης ή δημιουργούνται συνεχώς καινούργια στα κατεχόμενα, σε ένα ψευδοκράτος που φροντίζει, και δεν το κρύβει, την όποια «ιστορία» του, αλλά και την προβολή της, ασχέτως με την πορεία των συνομιλιών και της ενδεχόμενης «λύσης». Τέλος, σημειώνουμε ότι υπάρχει πλήθος ιδιωτών και φορέων που κατέχει υλικό και θα προσφέρει άμεσα κειμήλια και τεκμήρια (συλλέκτες, σύνδεσμοι πολεμιστών και βετεράνων, οικογένειες πεσόντων), ενώ έχει γίνει ήδη ένα πρώτο βήμα με την ίδρυση και λειτουργία της Διεύθυνσης Ιστορίας Εθνικής Φρουράς (ΔΙΕΦ), του μικρού Μουσείου της ΕΛΔΥΚ και της «Αίθουσας Κύπρου» στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα.
Η απάντηση; Πλήρης και παχυλότατη αδιαφορία. Εντελώς αποκαρδιωτική για ένα εξαιρετικά απλό ζήτημα. Που αποτελεί την ελάχιστη οφειλή ενός σύγχρονου κράτους στην ιστορία του και στους πολίτες του, χτεσινούς, σημερινούς και αυριανούς. Και στους νεκρούς του, χωρίς κορώνες και ξύλινους λόγους. Αδιαφορία που οφείλεται, πιθανότατα, στη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, στην έλλειψη οράματος, στο ότι οι ηγεσίες μας έρχονται και παρέρχονται χωρίς φιλοδοξία να αφήσουν έργο πίσω τους. Και χωρίς συναίσθηση των ευθυνών τους.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 23 Ιουλίου 2016