Για το κλίμα μέσα στο οποίο έγιναν οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου μιλήσαμε το προηγούμενο Σάββατο. Τα αποτελέσματα, όπως τα ανέδειξε με τη σοφία του το 64% του ελληνικού λαού που πήγε να ψηφίσει, επιβεβαίωσαν την πόλωση των τελευταίων χρόνων σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς». Η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ και η μεγάλη διαφορά από τη «Νέα Δημοκρατία» ήταν αναμενόμενη. Έκπληξη ήταν, για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τον κυνικό ρεαλισμό της πολιτικής, ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον νικητή των εκλογών Αλέξη Τσίπρα, με τη στήριξη των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» του Πάνου Καμμένου.
Στη νεοελληνική εκλογική ιστορία εντοπίζονται προηγούμενα τέτοιων ακραίων συμπράξεων∙ εξάλλου, ανάλογη σε συμβολικές αντιθέσεις συνεργασία ήταν και το απερχόμενο κυβερνητικό σχήμα, μεταξύ της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ (και της ΔΗΜΑΡ κατά το αρχικό διάστημα). Το ζήτημα της πανεθνικής υπερκομματικής συνεργασίας για την προσπάθεια εξόδου της χώρας από την οικονομική και πολιτική κρίση και την εξάλειψη της εκτεταμένης (σε όλους τους χώρους και επίπεδα) διαφθοράς δεν τίθεται ακόμη, παρότι που θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο. Ειδικά εάν υπολογιστούν τα προβλήματα που θα προκύψουν νομοτελειακά από τον αλλόκοτο κυβερνητικό γάμο των δύο νέων εταίρων με τις πολυφωνικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ από τη μια, και τις «ευαισθησίες» των ΑΝΕΛ από την άλλη. Φτάνει μόνο να αναζητήσουμε μέσα από τις ποικίλες και συγκρουόμενες απόψεις στελεχών, βουλευτών ή τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ τη φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης για το Κυπριακό. Το γεγονός ότι δόθηκε στους ΑΝΕΛ το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που παραπέμπει για τους φιλίστορες στο 1909…, όταν οι κινηματίες αξιωματικοί του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» απαίτησαν τον έλεγχο των υπουργείων Ναυτικών και Στρατιωτικών, απλώς υπογραμμίζει τις αβυσσαλέες αποστάσεις μεταξύ των δύο κομμάτων.
Αυτά, όμως, θα κριθούν στην πορεία, όπως θα δοκιμαστούν και οι αντοχές της νέας κυβέρνησης και της χώρας στις οικονομικές συμπληγάδες. Από τα εκλογικά δεδομένα σημειώνουμε τη νέα αποτυχία των «δημοσκοπήσεων εξόδου», την απειλητική διατήρηση των ψηλών ποσοστών της «Χρυσής Αυγής» (και εδώ απαιτείται υπερκομματική συνεργασία και σοβαρότητα και όχι μόνο συνθηματολογία, αλλά δεν φαίνεται να αλλάζει κάτι), και το γεγονός ότι ο Βασίλης Λεβέντης της «Ένωσης Κεντρώων», που ο πολιτικός του λόγος χάριζε χαμόγελο στις μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές προβολές και δημιουργούσε ανέκδοτα τη δεκαετία του 1990, ξεπέρασε το ΠΑΣΟΚ στις δύο εκλογικές περιφέρειες της Θεσσαλονίκης, επιβεβαιώνοντας την ψήφο – «τρολάρισμα» πολλών ψηφοφόρων, νέων κυρίως. Για όσο διαρκεί η κρίση, η κατρακύλα των «παραδοσιακών» κομματικών σχηματισμών θα συνεχίζεται και τίποτε πια δεν εκπλήσσει.
Από τα θετικά, κρατάμε την ελπίδα που σκόρπισε σε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού η εκλογική νίκη, έστω και χωρίς πλειοψηφία, του Αλέξη Τσίπρα. Αν και οι οιωνοί και η πραγματικότητα, στο εσωτερικό και διεθνώς, προκαλούν απαισιοδοξία, η ευχή μας είναι να καταφέρει η νέα κυβέρνηση να δημιουργήσει όραμα, να εμπνεύσει τον πατριωτισμό και την ομοψυχία στους Έλληνες, να κερδίσει τον σεβασμό στο εξωτερικό, να καταφέρει ευρύτερες συναινέσεις και συνεργασίες χωρίς παροχολογική ακράτεια. Όσο ουτοπικά και αν ακούγονται τα παραπάνω. Διαφορετικά, μεταξύ σφύρας και άκμονος, σύντομα θα πεθάνει και η ελπίδα.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 31 Ιανουαρίου 2015