Γράφαμε το προηγούμενο Σάββατο για την απαισιοδοξία που χαρακτηρίζει τον Κύπριο πολίτη σχετικά με τις περιορισμένες πιθανότητες αυτοκάθαρσης και εξυγίανσης του συστήματος εξουσίας, το οποίο αδυνατεί τώρα να ανατρέψει την αρνητική κατάσταση, ανήμπορο να συγκρουστεί με παγιωμένα συμφέροντα, πελατειακές νοοτροπίες και κομματικές σκοπιμότητες.
Στο χώρο του πολιτισμού η κατάσταση παραμένει τελματώδης, τουλάχιστον ως προς την υλοποίηση των μεγάλων έργων που εκκρεμούν για δεκαετίες, όπως η ανέγερση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου και η στέγαση της Κυπριακής βιβλιοθήκης. Παράλληλα, ιστορικά κτίρια μοναδικής ομορφιάς, όπως το άνευ στέγης (εδώ και έξι χρόνια…) κτίριο του Δημοτικού Θεάτρου Λευκωσίας ή το «Μέγαρο Πηλαβάκη», που φιλοξενεί τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λεμεσού, παραμένουν κλειστά και άγνωστο πότε θα επαναλειτουργήσουν. Από την άλλη, τα Πολιτιστικά Ιδρύματα των μεγάλων Τραπεζών (Κύπρου και Λαϊκής) ήταν τα πρώτα θύματα της τραπεζικής χρεωκοπίας. Και βέβαια, η οικονομική κρίση αναμένεται να οδηγήσει σε νέες περικοπές των κρατικών κονδυλίων για τον πολιτισμό και την παιδεία. Στα θετικά της κρίσης, το ότι η χώρα (και τα κρατικά και εκκλησιαστικά θησαυροφυλάκια, αντίστοιχα) γλύτωσαν από τα «μεγαλεπήβολα» σχέδια για ανέγερση «Μεγάρου πολιτισμού» και «νέου καθεδρικού ναού». Μας φτάνουν και μας περισσεύουν, ως θλιβερά λείψανα και περιπαικτικά μνημεία της καπατσοσύνης των λίγων και της ξιπασιάς και της αφέλειας των πολλών, ώστε να μην ξεχνάμε την περίοδο του «οικονομικού θαύματος» και των παχιών αγελάδων, οι «υπέρογκες αρχιτεκτονικές» των τραπεζικών πύργων στην είσοδο της Λευκωσίας, αλλά και η υπό ανέγερση πολυδάπανη γέφυρα, στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Από τα τόσα πολλά «πολιτιστικά παράλογα» που βιώνουμε, θα σταθούμε μόνο σε ένα κραυγαλέο, άγνωστο στους πολλούς, παρακαλώντας για την προσωπική παρέμβαση του κυβερνητικού εκπροσώπου, κ. Χρίστου Στυλιανίδη και της διευθύντριας του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών. Όπως έχουμε γράψει σε παλιότερο μας άρθρο, στα υπόγεια του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, σε έναν εντελώς ακατάλληλο χώρο, στεγάζεται ένας ιστορικός θησαυρός ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας, οι τόμοι των περισσότερων κυπριακών εφημερίδων από το 1878. Τα τελευταία χρόνια έχει ολοκληρωθεί ένα θεμελιώδες έργο, η ψηφιοποίηση εκατοντάδων τόμων εφημερίδων και οι ερευνητές μελετούν ηλεκτρονικά τον κυπριακό Τύπο σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές που είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο υπόγειο. Αντί όμως η συλλογή να αναρτηθεί στο διαδίκτυο, κάποιος νοσηρός νους, ενισχυμένος από την παχύδερμη αδιαφορία της απρόσωπης κρατικής μηχανής, επιμένει στα εξής απαράδεκτα: Ο μελετητής υποχρεούται να πληρώνει για τη χρήση των υπολογιστών το ποσό των 4,30 ευρώ την ώρα! Οι νεαροί μεταπτυχιακοί φοιτητές και φοιτήτριες που επιλέγουν τον κυπριακό Τύπο ως κύρια πηγή για τη διπλωματική τους εργασία πρέπει να πληρώνουν καθημερινά στο κράτος (!!!) για τετράωρο ή πεντάωρο διάβασμα 18 και 25 ευρώ!!!, πέρα από ανάλογο τίμημα για φωτοτυπίες. (Ο ίδιος βλακώδης κανονισμός υπήρχε τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1980, όταν πληρώναμε, στον ίδιο χώρο, μία λίρα για κάθε τόμο που διαβάζαμε…) Τα παραπάνω φαντάζουν κακόγουστο ανέκδοτο για μια χώρα η οποία φιλοξενεί καμιά δεκαριά πανεπιστήμια και θέλει να γίνει …παγκόσμιο ερευνητικό κέντρο! Ένα «μικρό» ζήτημα που δεν έπρεπε καν να υπάρχει, αλλά αποδεικνύει την κωμικοτραγική παθογένεια ενός συστήματος που αδυνατεί να αλλάξει.
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” στις 11 Ιανουαρίου 2014.