Παρουσιάστηκε προχθές στη Λευκωσία (14 Νοεμβρίου 2013) το βιβλίο του Φίλιππου Στυλιανού, με τίτλο «Οι τοίχοι γράφουν ιστορία. Συνθήματα, ζωγραφιές και γκράφιτι στην Κύπρο 1892-2012» (Λευκωσία: εκδόσεις Αιγαίον, 2012). Ο Φίλιππος Στυλιανού έχει διαγράψει από τη δεκαετία του 1970, μια μακρά και πετυχημένη δημοσιογραφική πορεία, έχοντας εργαστεί στα μεγαλύτερα έντυπα του νησιού μας, με τελευταίο σταθμό του το συγκρότημα του «Φιλελευθέρου» και τη “Cyprus Weekly”.
Το βιβλίο «Οι τοίχοι γράφουν ιστορία» είναι μια έκδοση εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς με την παρακολούθηση της κυπριακής πολιτικής (και όχι μόνον) τοιχογραφίας διαπιστώνονται και τεκμηριώνονται οι κοινωνικές αλλαγές, οι δημογραφικές διαφοροποιήσεις, οι μεταμορφώσεις του αστικού τοπίου σε έναν κόσμο με εντελώς νέα χαρακτηριστικά, στην εποχή του διαδικτύου, της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης και του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, με μόνη αμετακίνητη σταθερά το άλυτο εθνικό πρόβλημα. Σήμερα, όταν τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» παρέχουν απεριόριστες δυνατότητες επικοινωνίας, τα συνθήματα στους τοίχους που εμφανίζονται ακόμη – έστω γραμμένα με σπρέι – αποτελούν την επιβίωση ενός τρόπου έκφρασης μιας άλλης, μακρινής, πλέον, εποχής. Παράλληλα, ο συγγραφέας συνοδεύει τις 260 περίπου φωτογραφίες των συνθημάτων, με μια συνοπτική πολιτική ιστορία της Κύπρου των τελευταίων δεκαετιών, απαραίτητη για τον αναγνώστη. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργήθηκε ένα βιβλίο – εργαλείο για τον μελετητή της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου κι ένα δημιουργικό ανθολόγιο της ανυπόγραφης, καθοδηγούμενης ή πηγαίας και ευρηματικής, και κατά κάποιο τρόπο δημώδους, κυπριακής «πολιτικής τοιχογραφίας».
Οι περισσότερες «πολιτικές τοιχογραφίες» που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Φίλιππου Στυλιανού χρονολογούνται από τα μέσα του 20ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, με πιο πρόσφατα τα συνθήματα και τις συνθέσεις στη μνήμη των 13 πεσόντων στη φονική έκρηξη στο Μαρί. Εξαίρεση αποτελούν οι τοιχογραφίες του 1892 του Αθανάσιου Διάκου και του Παναγή Κουταλιανού, από καφενείο του χωριού Γέρι, και η ζωγραφική αναπαράσταση της οθωμανικής νίκης του 1915 κατά των Αγγλογάλλων στην Καλλίπολη, σε τουρκικό καφενείο στη Μαλλιά Λεμεσού.
Ο συγγραφέας τονίζει ότι «η βαρύτητα ενός συνθήματος είναι ανάλογη με τον κίνδυνο που διατρέχει αυτός που το γράφει από εκείνους κατά των οποίων διαμαρτύρεται». Είναι εντελώς διαφορετικό να γράφονται σήμερα συνθήματα στα Εξάρχεια ή στη Λευκωσία εναντίον του μνημονίου, από τις συνθήκες παρανομίας που βίωναν όσοι έγραφαν με πινέλο και μπογιά, κόκκινη ή γαλάζια, στους δρόμους της κατεχόμενης από τους Γερμανούς Αθήνας του 1941-1944 ή της επαναστατημένης εναντίον των Βρετανών Κύπρου της περιόδου 1955-1959, ή στην Ελλάδα της απριλιανής δικτατορίας. Και τα σημερινά συνθήματα έχουν βέβαια τη σημασία τους, όμως τα δεύτερα ήταν επαναστατικά όπλα, για αυτό, κατά κανόνα, τα όργανα των κατακτητών ή της δικτατορίας φρόντιζαν να τα σβήνουν κάθε πρωί. Για να «εξωραΐζουν» τους δρόμους και να μην «σοκάρονται οι περαστικοί». Κάπως έτσι βάφτηκε και «εξωραΐστηκε», πριν από μερικά χρόνια, το «Σπίτι της Καρπασίας», στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, ή το κεντρικό φυλάκιο της οδού Λήδρας με το σβήσιμο των αντικατοχικών συνθημάτων, του «Δεν ξεχνώ» και των φωτογραφιών των Αγνοουμένων. Η «νέα εποχή» απαιτεί «εμπορική ανάπλαση», στρογγύλεμα της μνήμης, χαρούμενους πωλητές και σερβιτόρους: Για μια ακόμη φορά, οι «τοίχοι γράφουν «Μοναδική ευκαιρία»: Εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά…»
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», στις 16 Νοεμβρίου 2013