Ένα γράμμα του Γλαύκου Αλιθέρση από την Άνω Βροντού το 1913

Η επέτειος των εκατό χρόνων από τους Βαλκανικούς πολέμους έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, καθώς απομένουν ουσιαστικά μόνο οι εκδηλώσεις του επόμενου χειμώνα για τον εορτασμό ενός αιώνα από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Θα θυμηθούμε σήμερα έναν από τους μικρότερους σε ηλικία Κύπριους εθελοντές του 1912-1913, αργότερα εκλεκτό ποιητή και σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο, με την ευκαιρία μιας «προ εκατονταετίας» επιστολής του.

Ο Μιχαήλ Αντωνίου Χατζηδημητρίου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1897. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας του Αντώνη Πραστίτη και το καλοκαίρι του 1913 είχε τελειώσει τη Δ΄ τάξη του Hμιγυμνασίου Λεμεσού. Έφυγε κρυφά από τους γονείς του για να καταταχθεί στον ελληνικό στρατό, στις αρχές Ιουλίου 1913, αλλά δεν πρόλαβε να πάρει ενεργό μέρος στον πόλεμο. Στάλθηκε πάντως στη νέα ελληνοβουλγαρική μεθόριο και υπηρέτησε ως φρουρός για μερικές βδομάδες στο χωριό Άνω Βροντού των Σερρών, στο ευζωνικό τάγμα του 1ου Συντάγματος της 6ης Μεραρχίας. Επέστρεψε στη Λεμεσό τον Σεπτέμβριο του 1913 και στις 5 Οκτωβρίου 1913 ήταν ο σημαιοφόρος του σχολείου του στη δοξολογία για την πρώτη επέτειο της έναρξης του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912. (Τη σημαία την παρέλαβε από τα χέρια του Γυμνα­σιάρχη του Ημιγυμνασίου Λεμεσού Αργυρού Δρουσιώτη, εθελοντή επίσης, στα 1912-1913.) Παρακολούθησε τα μαθήματα της Ε΄ τάξης στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού (1913-1914) και το 1915 αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας. Ήταν Παγκυπριονίκης και Πανελληνιο­νίκης αθλητής και μετά την αποτυχία του να περάσει τις εξετάσεις της Σχολής Ευελπίδων (1915) σπούδασε στην Αθήνα στη Σχολή Γυμναστών, ενώ δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές στη Νομική που είχε αρχίσει παράλ­ληλα. Το 1919 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο. Εργάστηκε για αρκετά χρόνια στα ελληνικά σχολεία της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου ως καθηγητής Γυμναστικής και αναδείχθηκε σε ένα από τους μεγαλύτερους Κύπριους και Αιγυπτιώτες ποιητές με το ψευδώνυμο Γλαύκος Αλιθέρσης. Επέστρεψε στην Κύπρο και στη Λεμεσό στις αρχές του 1963. Πέθανε στις 30-11-1965. Ήταν παντρεμένος με την Εύα Ζαφειροπούλου, από τη Λεμεσό, και είχε αποκτήσει δύο θυγατέρες, τη Γλαύκη (απεβίωσε, παιδούλα 11 χρονών, το 1936) και τη Γλαυκή.

Στην εφημερίδα της Λεμεσού Κήρυξ, φ. 20-9-1913, εντοπίσαμε τα παρακάτω αποσπάσματα επιστολής του Μ. Χατζηδημητρίου προς τον πατέρα του, Αντώνη Πραστίτη, στη Λεμεσό. Πρόκειται για το πρώτο γνωστό δημοσιευμένο κείμενο του νεαρού μαθητή και μετέπειτα μεγάλου Κύπριου ποιητή, γραμμένο με τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό των 16 του χρόνων.

 

Άνω Βροντού τη 17/30 Αυγ. 1913

Πατέρα μου,

Το Πάσχα το προχθεσινόν [εννοεί το Δεκαπενταύγουστο] το πέρασα εδώ στο χωρίον όθεν σου γράφω. Ήλθεν δε από τας Σέρρας και εις ιερεύς όστις μας ελειτούργησεν εις την εκκλησίαν την βουλγαρικήν, την μη καμένην, διότι η άλλη μεγάλη εκκλησία έγινε παρανάλωμα του πυρός. H εκκλησία είναι τρίχωρος. Συγκινητικωτέραν στιγμήν του βίου μου δεν ενθυμούμαι από εκείνην καθ’ ην ο ιερεύς επί του δίσκου των κολλύβων είπεν «έτι δεόμεθα υπέρ των αγωνισαμένων και πεσόντων αδελφών ημών».  Τότε όλοι μας ανελύθημεν εις δάκρυα ως δι’ ηλεκτρισμού διότι οι μεν άλλοι όλοι έκλαιον τους αδελφούς άλλοι δε παλαιούς ή νέους γνωρίμους τους οποίους όμως έχασαν, διότι αυτοί επάνω εις το καθήκον των πιστοί αυτού τηρηταί του ιερού αυτού καθήκοντος εις το οποίον τους έταξεν η αγωνιζομένη πατρίς έκειντο επάνω στα νέα μας σύνορα υπό το μαύρον χώμα, αφού έγραψαν με το αίμα τους την νέαν μας ιστορίαν, τα νέα μας σύνορα, εγώ δε έκλαιον εκ συγκινήσεως διότι έβλεπον εκείνα τα ηλιοκαή παλληκάρια τα οποία δεν εφόβισαν οι συριγμοί των σφαιρών και οι τραχείς ήχοι των οβίδων να δακρύζουν και διότι δεν ηυτύχησα να έλθω ενωρίτερον διά να βαπτισθώ και εγώ εις το πυρ. Συγχρόνως δε οι κάτοικοι του χωρίου μη γνωρίζοντες τα ελληνικά καίτοι Έλληνες, βλέποντες ημάς εδάκρυον και εκείνοι.

Την παρελθούσαν Τρίτην και Τετάρτην έβρεχε πάρα πολύ, επεράσαμεν δε δύο νύκτας πολύ άσχημα, διότι το νερόν είχεν περάση μέσα και τα αντίσκηνα είχον γεμίση.

Ξημέρωσεν η Πέμπτη, βγαίνομεν από τα αντίσκηνα και βλέπομεν χιόνια παντού ύψους δύο σπιθαμών. Αφού ετελείωσεν ο εκκλησιασμός το χιόνι σχεδόν είχεν λυ[ώ]σει και ηρχίσαμεν τους χορούς. Επίσης την νύκτα ηνάπτομεν φωτιές και εχορεύαμεν έως την μίαν μετά το μεσονύκτιον.

Δεν πρέπει δε να ήσαι θυμωμένος μαζύ μου πως έφυγα γιατί τι άλλο εμάθαινα εις το σχολείον που μ’ έστελλες, τι άλλο παρά την αγάπην προς την πατρίδα; Και κανέν άλλο μάθημα δεν με συνεκίνει και δεν το ηγάπων τόσον όσον το χωρίον το εκ της απο­λογίας του Σωκράτους εκ των συγγραμμάτων του θείου Πλάτωνος: «Μητρός τε και πατρός τε και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτε­ρον εστίν η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά Θεοίς και παρά ανθρώποις τοις νουν έχουσι. Και σέβεσθαι δει και μάλλον υπήκειν πατρίδα ή πατέρα χαλεπαίνοντα ή εις πόλεμον άγει τρωθησόμενον ή αποθανούμενον ουκ αναχωρητέον ουδέ ληπτέον την τάξιν αλλά μένει τρωθήναι ή αποθανείν ή η πόλις διατάσσει ή η πατρίς».

Και εάν ημείς που είμεθα νέοι που δεν έχομεν υποχρεώ­σεις και μαθηταί όντες ακόμη που νοούμεν καλλίτερον παντός άλλου τα προς την πατρίδα καθήκοντα δεν πάμεν εκεί στον τίμιον αγώνα της διαμάχης των μεγάλων ιδανικών του έθνους, ποίοι θα πάσιν; Οι αγράμματοι και οι γέροντες;

Λοιπόν, καλώς έπραξα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πέτρος Παπαπολυβίου, «Η εθελοντική συμμετοχή του Γλαύκου Αλιθέρση στον ελληνικό στρατό (Καλοκαίρι 1913) μέσα από μια αθησαύριστη επιστολή του ποιητή και το λογοτεχνικό του έργο», περ. Ακτή (Λευκωσία), τεύχ. 23 (Καλοκαίρι 1995), σσ. 331-343.

Πέτρος Παπαπολυβίου (εισαγωγή – επιμέλεια), Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Πολεμικά Ημερολόγια, επιστολές και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών 1999.

Advertisement

Σχολιάστε..

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s