Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνο από τη δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου στη Θεσσαλονίκη. Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή από το κλίμα που επικράτησε τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονία στις μονάδες του ελληνικού στρατού που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας τον Μάρτιο του 1913, δίνει το «Ημερολόγιον» του Κύπριου εθελοντή Εμμανουήλ Μ. Εμμανουήλ, από την Αμμόχωστο, δεκανέα του 3ου Τάγματος της 7ης Μεραρχίας, τραυματία, κατόπιν, στη μάχη της Τζουμαγιάς. Μεταφέρονται εδώ δύο αποσπάσματα (με την ορθογραφία του πρωτοτύπου) που αναφέρονται στην είδηση της δολοφονίας του Γεώργιου και στην απόδοση τιμών στη σορό του βασιλιά. (Βλ. Εμμανουήλ Μ. Εμμανουήλ (εισαγωγή – επιμέλεια Πέτρος Παπαπολυβίου, πρόλογος Στέφανος Ιωαννίδης), Ημερολόγιον ή Πολεμικαί Σελίδαι (sic). Το ημερολόγιο ενός Κύπριου εθελοντή του ελληνοβουλγαρικού πολέμου του 1913, Θεσσαλονίκη: Γερμανός 1996.).
Μαρτίου 5. Από πρωίας είχομεν γυμνάσια, το δε απόγευμα θεωρίαν∙ περί δε την 4ην απογευματινήν ώραν εξήλθομεν περίπατον ανά την πόλιν∙ μόλις δε εφθάσαμεν παρά την παραλίαν είδομεν τους εύζωνας τρέχοντας τήδε κακείσε οι δε σαλπιγκταί προσεκάλουν τους στρατιώτας διά σαλπίσματος εις τους στρατώνας αυτών∙ μετά δε παρέλευσιν δευτερολέπτων τινών εμάθομεν ότι εδολοφονήθη ο Βασιλεύς ημών Γεώργιος υπό τινος ωνομαζομένου Αλεξάνδρου Σχοινά ηλικίας 35-40 ετών περίπου, σοσιαλιστού, ελεεινός και ρακένδυτος, κατείγετο δε εκ Θεσσαλονίκης. [Σημ. Ο δολοφόνος του Γεωργίου καταγόταν από τις Σέρρες και η ανακριβής πληροφορία ότι ήταν σοσιαλιστής είχε διαδοθεί ευρύτατα από τις πρώτες στιγμές μετά το έγκλημα.] Η δε δολοφονία εγένετο ως εξής: ενώ ο Βασιλεύς επιστρέφων μετά του υπασπιστού του κ. Φραγγούδη εκ του περιπάτου ον είχε κάμη πεζή μέχρι του Λευκού Πύργου, φθάσαντες δε εις τι μέρος της διασταυρώσεως μετά του Πασά-Λιμάν ένθα ο δολοφόνος ευρίσκετο περιμένων την διέλευσίν του∙ μόλις δε ο Άναξ διέβη ο κακούργος δολοφόνος εξήγαγε αμέσως περίστροφον και έπληξε τον Άνακτα εκ των νώτων εξ εγγυτάτης αποστάσεως∙ η δε σφαίρα εύρε τον Άνακτα εις την αριστεράν ωμοπλάτην [και] διήλθε άνωθεν του στομάχου αυτού. [Σημ. Ο υπασπιστής του Γεωργίου, αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Χ. Φραγκούδης ήταν κυπριακής καταγωγής, και ανήκε σε μια από τις μεγαλύτερες επτανησιακές οικογένειες της Κύπρου.] Αμέσως τότε ο δολοφόνος επετέθη και εναντίον του κ. Φραγγούδη αλλ’ ευτυχώς η σφαίρα δεν ανεφλέγη και ούτως ο κ. Φραγγούδης εσώθη∙ ο δε Βασιλεύς μετά δευτερόλεπτά τινα απέθανεν χωρίς να προφέρη ούτε λέξιν σφίγγων την χείρα ενός αξιωματικού. Αμέσως λοιπόν εν ροπή οφθαλμού ο δολοφόνος συνελήφθη υπό των προστρεξάντων στρατιωτών και χωροφυλάκων, μεταφέροντες δε τούτον εις τον πλησίον αστυνομικόν σταθμόν ηρωτήθη διά ποίον σκοπόν έπραξε το κακούργημά του∙ ο δε αταράχως και ψυχρώς απήντησε, έχετε δικαστήρια οπόταν με παρουσιάσητε εις αυτά τότε θέλω σας είπη. Μετά ταύτα ερωτηθείς εν ανακρήσει τον σκοπόν του εγκλήματός του απάντησεν ότι προηγουμένως εζήτησε την χρηματικήν συνδρομήν του Βασιλέως όστις ηρνήθη να παράσχη αυτήν. Τότε ημείς ετρέξαμεν άπαντες εις τον στρατώνα ημών ένθα ζωσθέντες τα φυσίγγιά μας είμεθα κατά πάντα έτοιμοι προς έξοδον άμα εδίδετο η διαταγή εκ των αξιωματικών ημών. Όλα τα καταστήματα άμα τω ακούσματι της θλιβεράς ταύτης ειδήσεως άπαντα έκλεισαν∙ ημίν δε δεν επετράπη κατ’ ουδένα τρόπον η έξοδος ανά την πόλιν καθ’ ότι εφοβούντο μήπως εις τον ερεθισμόν τον εγερθέντα εν ταις καρδίαις ημών επί τη δολοφονία του σεπτού ημών Αρχιστρατήγου, αρχίσωμεν αντεκδικήσεις κατά παντός στοιχείου.
Μαρτίου 11. Από πρωίας είχομεν θεωρίαν την δε τρίτην απογευματινήν ώραν διετάχθημεν παρά του διοικητού ημών όπως μεταβώμεν και προσκυνήσωμεν τον νεκρόν του Βασιλέως ημών∙ πράγματι δε η δυμοιρία εις ην ανήκων, μετέβημεν εν σώματι επικεφαλής έχοντες τον δυμοιρίτην ημών λοχίαν εν παρατάξει εις τα ανάκτορα ένθα φευ! είδομεν τον Βασιλέα ημών Γεώργιον τον Α΄ νεκρόν κείμενον εντός κενοταφίου ανθοστολίστου περιστοιχούμενον υπό των τε ημετέρων αξιωματικών και των [αξιωματικών των] εν τω λιμένι ορμούντων πολεμικών ξένων πλοίων υπό των πριγγίπων άπαντες εν στολή παρατεταγμένοι ένθεν και ένθεν του νεκρού έχοντες τα ξίφη γυμνά και κατά γης∙ βαθεία δε σιγή επεκράτει εν τη αιθούση.