Σαν σήμερα, στα πρώτα λεπτά της 14ης Μαρτίου του 1957, απαγχονίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, από την Τσάδα της Πάφου, μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου. Ήταν ο νεαρότερος των εννιά απαγχονισθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ (είχε γεννηθεί στις 26 Φεβρουαρίου 1938) και όπως αποδείχθηκε θα ήταν και ο τελευταίος. Από τη σύλληψη του Παλληκαρίδη μέχρι και την προσαγωγή του στο ικρίωμα η αποικιακή δικαιοσύνη και ο κυβερνήτης Τζων Χάρντινγκ έδειξαν το πιο απάνθρωπο και στυγνό πρόσωπό τους. Ο νεαρός καταζητούμενος αντάρτης της ΕΟΚΑ είχε συλληφθεί κοντά στο χωριό Λυσός της Πάφου στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με τον αρχηγό της ομάδας του Γεώργιο Ράφτη. Ήταν άοπλος και η βασική κατηγορία που του προσήψαν οι αποικιακές αρχές ήταν η μεταφορά, με τα γαϊδούρια που οδηγούσαν οι αντάρτες, ενός γρασαρισμένου οπλοπολυβόλου μπρεν και αριθμού σφαιρών. Στις 25 Φεβρουαρίου 1957, μια μέρα πριν τα 19α γενέθλιά του οδηγήθηκε στο Ανώτερο Ειδικό Δικαστήριο. Εκεί, μετά το κατηγορητήριο του δικηγόρου του Στέμματος και την ανάγνωση των καταθέσεων του κατηγορουμένου, του ζητήθηκε να μιλήσει για τελευταία φορά για να ελαφρύνει τη θέση του. Η απάντησή του ήταν: “Γνωρίζω ότι θα μου επιβάλετε την ποινήν του θανάτου. Ό,τι έκαμα το έπραξα ως Έλλην Κύπριος ο οποίος ζητεί την ελευθερία του. Τίποτε άλλο.” Από την πλευρά του, ο δικαστής με το ποιητικό όνομα Μπέρναρντ Σω ανακοινώνοντας τη θανατική ποινή τόνισε τη βεβαιότητά του ότι “το όπλον [που μετέφερε ο Παλληκαρίδης] θα εχρησιμοποιείτο κάποτε διά παράνομον σκοπόν”.
Στις 12 Μαρτίου 1957 ο Κυβερνήτης Τζων Χάρντινγκ “έδωκεν οδηγίας όπως ο νόμος λάβη την πορείαν του” στην υπόθεση του Παλληκαρίδη. Δεκάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας δεν λήφθηκαν υπόψη και λίγο μετά τις 00.20 της 14ης Μαρτίου 1957 ο Ευαγόρας οδηγήθηκε στην αγχόνη μαζί με τον 27χρονο Σ.Μ., από το Τραχώνι Κυθραίας, ποινικό θανατοποινίτη για υπόθεση φόνου.
Λίγες ώρες πριν από την εκτέλεσή του τον Ευαγόρα επισκέφθηκαν οι γονείς του, Μιλτιάδης και Αφροδίτη, οι αδελφές του, Γιωργούλα και Μαρούλα, ο γαμπρός του, Γ. Ποσπορίδης, και οι δικηγόροι του Φοίβος Ν. Κληρίδης και Λέλλος Δημητριάδης. Όπως δήλωσαν οι τελευταίοι, ο μελλοθάνατος τους αποχαιρέτησε με τα εξής: “Όταν ήμουν μικρός μαθητής έγραφα ποιήματα. Σήμερα έγραψα ένα στην αδελφή μου. Δεν βλέπω λόγο να χαίρομαι ή να λυπούμαι. (…) Η τελευταία μου επιθυμία είναι να μην οδηγηθή άλλος εις την αγχόνην”. (Βλ. αναλυτικά πιο κάτω, στο πρωτοσέλιδο της εφ. “Έθνος” της 14ης Μαρτίου 1957).
Ας θυμόμαστε τι του χρωστάμε.

Αυτοί ήταν και είναι οι Βρετανοί!!!
<
div>
<
div dir=”ltr”>
<
blockquote type=”cite”>
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η δήλωσή του Ευαγόρα, έτσι όπως την μετέφεραν οι δικηγόροι του στους τότε συναδέλφους σου δημοσιογράφους, αγαπητή Μαρούλα. Άραγε μεταφέρθηκε επακριβώς τα λόγια του; Αν ναι, πότε θεωρούσε ο Ευαγόρας ότι “μεγάλωσε”; Λογικά με την εγκατάλειψη του σχολείου του και στην έξοδο στο βουνό. Από την άλλη, ίσως η αναφορά στο “όταν ήμουν μικρός έγραφα ποιήματα” εξηγείται από την αμηχανία του να εξομολογηθεί στους δικηγόρους του, στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, ότι αυτός ο θανατοποινίτης “τρομοκράτης” που για τη σωτηρία της ζωής του προσευχόταν όλος ο Ελληνισμός, στις ανέμελες παιδικές του ώρες, μόλις 14 μήνες προηγουμένως, έγραφε ακατάπαυστα στίχους γεμίζοντας τα μαθητικά του τετράδια…
Ή μήπως ήθελε να πει ότι μικρός έγραφε ποιήματα και για την πατρίδα, και τώρα, μεγάλος, μετά την ανηφοριά του, βαδίζει προς τη θυσία για την πατρίδα;
<
div>
<
div dir=”ltr”>
<
blockquote type=”cite”>