Συνέντευξη Π. Παπαπολυβίου για τις 20 Ιουλίου 1974 στη “Cyprus Times”

Την Πέμπτη, 20 Ιουλίου 2023, στην 49η επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο δημοσιεύθηκε η παρακάτω συνέντευξή μου στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Cyprus Times.

Ποιο είναι το δίδαγμα της Ιστορίας για την τραγωδία του 1974;

Το 1974 αποτελεί μια τραγική καμπή στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα κράτος μόλις 14 ετών ζωής, από την ίδρυσή του, το 1960, μέλος του ΟΗΕ, και με «εγγυημένη» από τρεις χώρες, συμμάχους στο ΝΑΤΟ, την ανεξαρτησία του (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) υπέστη μια στρατιωτική εισβολή, σε δύο φάσεις, που είχε σαν αποτέλεσμα, εκτός από τις άλλες τεράστιες φονικές και ψυχολογικές συνέπειες, την ξένη κατοχή από τότε μεγάλου τμήματος του κυπριακού εδάφους και την προσφυγοποίηση δεκάδων χιλιάδων Κυπρίων. Η τουρκική εισβολή σημαδεύει από το 1974  με ένα πελώριο τραύμα την πορεία του κράτους μας αλλά και τις ζωές των Κυπρίων πολιτών. Πέρα από τη στάση του καθενός μας και τις προσωπικές του αντιλήψεις για την «ορθή λύση του Κυπριακού» η πολιτική ηγεσία, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όφειλε και οφείλει να μελετήσει την ιστορία του ζητήματος ώστε, τουλάχιστον, να μην επαναληφθούν ανάλογες εθνικές τραγωδίες. Ως προς το κύριο «δίδαγμα» στέκομαι σε μια φράση ενός μακαρίτη παλιού φίλου, Αθηναίου δημοσιογράφου, που έζησε το Κυπριακό από το 1950 μέχρι τις αρχές του αιώνα μας: «Το Κυπριακό πρέπει να διδάσκεται στις διεθνείς διπλωματικές ακαδημίες ως το πρότυπο της “ιδανικής εθνικής αυτοχειρίας”»…

Mάθαμε από τα λάθη μας;

Δεν νομίζω, και μακάρι να έχω λάθος. Εξάλλου με την πάροδο του χρόνου το Κυπριακό ακόμη και για πολλούς πρόσφυγες έπαψε να αποτελεί το κύριο πρόβλημα, υποχωρώντας σε άλλα επίκαιρα θέματα καθημερινότητας και οικονομικής επιβίωσης, όπως τουλάχιστον δεικνύουν τα δημοσκοπικά δεδομένα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Και είναι λογικό το παραπάνω φαινόμενο και για ένα επιπλέον λόγο: Αποτιμώντας την πορεία του Κυπριακού στα 49 χρόνια που πέρασαν από το 1974 θεωρώ ότι σταθήκαμε ανίκανοι, πολιτική ηγεσία και πολίτες, να χαράξουμε, να υιοθετήσουμε και να μείνουμε σταθεροί σε μια πολιτική «ρεαλιστική» ή «ουτοπική» ή όπως άλλως και να την πούμε, που να συναρπάζει και να εμπνέει τον καθένα και την καθεμιά μας, και κυρίως τα παιδιά μας. Πού είναι και ποιο είναι το όραμα για τον τόπο μας; Η έλλειψη αυτού του οράματος επιτρέπει την κυριαρχία της ηττοπάθειας, της κυνικότητας ή της αδιαφορίας. Από την άλλη, όπως είναι εμφανές τα τελευταία χρόνια με την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αρκετά μέλη της κυπριακής κοινωνίας «όχι μόνο δεν έμαθαν από τα λάθη τους» αλλά ζουν, αναπνέουν και ανατροφοδοτούνται από την ίδια  μισαλλοδοξία που χαρακτήριζε τα πολιτικά πάθη κατά το 1971-1974. Πέρα από τις τραγελαφικές διαστάσεις του φαινομένου, ειδικά για όσους έπαιξαν κάποιο εμφυλιοπολεμικό ρόλο εκείνη την περίοδο και προσπαθούν να τον επαναλάβουν ως φάρσα σε εντελώς διαφορετικές εποχές σήμερα, καταγράφω ως διαπίστωση ότι οι κομματικές ηγεσίες δεν φαίνεται να ενοχλούνται από τη συντήρηση της τοξικότητας που τρέφεται με τις διχαστικές αναγνώσεις του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος. Προσθέτοντας, βέβαια, ότι το δημοψήφισμα του 2004 έφερε μια νέα αναζωπύρωση του διχασμού σε εκατέρωθεν «προδότες». Πολλοί συμπολίτες μας ζουν θεωρώντας «προδότες» τους υπόλοιπους και το φαινόμενο αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί.

«Η Κύπρος δεν κείται μακράν» δήλωσε πριν μερικές μέρες ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδιας στην πρώτη του επίσκεψη στη Λευκωσία μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Μοιάζει να έβαζε αλάτι σε μια ανοικτή πληγή.

Είναι γνωστό ότι η απουσία ελληνικής στρατιωτικής συμπαράστασης στην αμυνόμενη Κυπριακή Δημοκρατία στις δύο φάσεις της τουρκικής εισβολής το 1974 τραυμάτισε βαθύτατα τον Κυπριακό Ελληνισμό, ειδικά τους μαχόμενους άνδρες και αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, όπως (ίσως και περισσότερο) και τους αντίστοιχους της ΕΛΔΥΚ. Ανεξάρτητα εάν η περιβόητη φράση για την Κύπρο που «κείται μακράν» έχει ειπωθεί έτσι ακριβώς ή όχι από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την όποια αιτιολόγησή της, είναι γεγονός ότι η Κύπρος εγκαταλείφθηκε στρατιωτικά από την Ελλάδα στο διάστημα 20 Ιουλίου – 20 Αυγούστου 1974 με εξαίρεση την αποστολή των Νοράτλας που μετέφεραν τους καταδρομείς από την Κρήτη, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα, το βράδυ της 21ης προς την 22α Ιουλίου, μιαν αποστολή πυρομαχικών με δύο μικρά εμπορικά πλοία και την ατομική πρωτοβουλία του κυβερνήτη του «Λέσβος» Ελευθέριου Χανδρινού να πολυβολήσει τον Τ/Κ τομέα της Πάφου. Βεβαίως, η ελληνική πολιτεία και οι απλοί Έλληνες και Ελληνίδες συμπαραστάθηκαν στην Κύπρο και στους Κυπρίους παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως στις δεκαετίες που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή. Όμως θεωρώ ότι το τραύμα της επίκλησης της «απόστασης» του 1974 παραμένει και γνωρίζω ότι πληγώνει, εκτός από εμάς, και πολλούς Ελλαδίτες.  

Ήταν βαρίδι για την Ελλάδα το Κυπριακό τη δεκαετία του ‘50;

Με την ίδια έννοια που «βαρίδι» για το νεαρό ανεξάρτητο βασίλειο ήταν ο εκτός συνόρων Ελληνισμός (Ήπειρος, Θεσσαλία, Κρήτη, Μακεδονία), από τις πρώτες αλυτρωτικές περιπέτειες της εποχής του Κριμαϊκού πολέμου, στη δεκαετία του 1850. Μετά την εδαφική επέκταση των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913, την τραγική ήττα στη Μικρασία και την οριστικοποίηση των συνόρων της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, η Κύπρος, μαζί με τη Βόρεια Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα έμειναν οι μόνες ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις. Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έφερε, τελικώς, την ενσωμάτωση στην Ελλάδα των Δωδεκανήσων και την ουσιαστική παραίτηση της Αθήνας από τη διεκδίκηση της Β. Ηπείρου. Η Κύπρος φάνταζε ως η απλούστερη και πιο ξεκάθαρη διεκδίκηση λόγω της βρετανικής («συμμαχικής») παρουσίας και της ξεκάθαρης πληθυσμιακής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου. Σε επίπεδο, όμως, οικονομικής κατάστασης, εξωτερικής πολιτικής και πολυεπίπεδης εξάρτησης από τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις η απαίτηση για την ένωση της Κύπρου από τη στιγμή που η Βρετανία αρνούνταν πεισματικά να την «αποδώσει» στην Ελλάδα, που εξερχόταν βαρύτατα πληγωμένη από την προηγηθείσα τραυματική δεκαετία του 1940 εκ των πραγμάτων δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητα. Τη μη διεκδίκηση της Κύπρου και τη διαιώνιση της αποικιοκρατίας, όμως, δεν μπορούσαν να αποδεχθούν πλέον, στη δεκαετία του 1950, η κοινή γνώμη και η εκάστοτε αντιπολίτευση στην Ελλάδα και η κυπριακή πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία και έτσι χαράχθηκε η ιστορία…  

Το πραξικόπημα υπήρξε η αφορμή για την τουρκική εισβολή. Από τη μελέτη προκύπτει κατά πόσον θα ενεργούσε διαφορετικά η Τουρκία εάν δεν προηγείτο το πραξικόπημα;

Γνωρίζουμε ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, μετά τα γεγονότα της Κοφίνου και την άδοξη αποχώρηση της «Ελληνικής Μεραρχίας» στα τέλη 1967 – αρχές 1968, είχαν αρχίσει να προετοιμάζονται και να εξοπλίζονται για τις ανάγκες  επίθεσης στην Κύπρο και απόβασης με το πολεμικό τους ναυτικό. Και περίμεναν την ευκαιρία τους. Είχαν απειλήσει με απόβαση το 1964, που αποτράπηκε με αμερικανική παρέμβαση, όπως και το 1967, με τις υποχωρήσεις της ελληνικής δικτατορίας. Είναι σαφέστατο ότι η απόφαση του Δημήτριου Ιωαννίδη και των συναυτουργών του (που αργότερα τον εγκατέλειψαν έχοντας αρνηθεί να βοηθήσουν την Κύπρο στη διάρκεια της εισβολής) για τη διενέργεια του πραξικοπήματος ήταν καταστροφική. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί εάν θα παρουσιαζόταν στο μέλλον ανάλογη ευκαιρία για την Τουρκία που εξάλλου απέδειξε ότι η αποκατάσταση της «συνταγματικής νομιμότητας» στην Κύπρο ήταν το τελευταίο που την ενδιέφερε και την ενδιαφέρει…

Έχει ολοκληρωθεί ο Φάκελος της Κύπρου από τη Βουλή των Ελλήνων ή υπάρχει ακόμη υλικό που δεν αξιοποιήθηκε; Ποιο θεωρείτε ως το σημαντικότερο εύρημα;

Οι εργασίες της έκδοσης από τη Βουλή των Ελλήνων και τη Βουλή των Αντιπροσώπων προχωρούν, έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα δέκα τόμοι και έχει σταλεί στο τυπογραφείο ο ενδέκατος. Υπολείπεται η έκδοση (έντυπη και ηλεκτρονική) άλλων 15-20 τόμων με τις μαρτυρικές καταθέσεις όσων κλήθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων κατά το 1986-1987 από την τότε Επιτροπή του Φακέλου της Κύπρου. Είναι μια εξαιρετικά σημαντική πηγή για την ιστορία του 1974 και είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα για την αποδέσμευση και το άνοιγμα στην έρευνα όλων των ανάλογων αρχειακών διαθεσιμοτήτων που παραμένουν κλειστές για την ιστορία του Κυπριακού, στην Αθήνα και τη Λευκωσία, και χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1950. Οι δύο κοινοβουλευτικές επιτροπές συνέλεξαν χιλιάδες έγγραφα που πρέπει να τεθούν στη διάθεση των ερευνητών και αυτό ελπίζεται ότι θα επεκταθεί και σε άλλα κρατικά και στρατιωτικά αρχεία. Δυστυχώς φαίνεται ότι έχει «χαθεί» πολύτιμο αρχειακό υλικό με την ανοχή των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών (στο πρόσφατο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά για το Κυπριακό, για παράδειγμα, ακούγεται ηχογραφημένο τμήμα του «Πολεμικού Συμβουλίου» της 20ης Ιουλίου που κανονικά θα έπρεπε να φυλάσσεται στα δημόσια αρχεία), όμως αυτό δεν δικαιολογεί τα «κλειστά αρχεία» για μισόν και πλέον αιώνα. Το σημαντικότερο, θεωρώ, είναι ότι επιτέλους, το 2018, τα δύο Κοινοβούλια  αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της έκδοσης του υλικού του «Φακέλου Κύπρου» και ελπίζω και εύχομαι να ανοίξουν όλα τα σχετικά αρχεία για το Κυπριακό τα επόμενα χρόνια.

Ιστορικά έχει επιβεβαιωθεί κατά πόσον υπήρξε μυστική συμφωνία «κυρίων» Καραμανλή-Μεντερές για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, μετά την ανεξαρτησία; Γιατί δεν προχώρησε η υλοποίησή της;

Επειδή αντέδρασαν στην υλοποίησή της οι Βρετανοί, οι οποίοι εξάλλου είχαν αντιταχθεί, για τους δικούς τους στρατηγικούς λόγους, και στην ένταξη (1952) της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Ακολούθησε η επιλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στους «Αδέσμευτους» (1961) που δεν ενόχλησε κατ’ αρχάς τις ΗΠΑ, καθώς ο Μακάριος θεωρήθηκε ως η «δεξιά πτέρυγα» των Αδεσμεύτων. Στην ένταξη στους «Αδέσμευτους» διαφώνησαν, όμως, οι Τ/Κ και ο αντιπρόεδρος Φ. Κουτσιούκ.  Μετά τα γεγονότα του 1963-1964 ήταν αδύνατο η Κυπριακή Δημοκρατία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ειδικά μετά την άρνηση της κυβέρνησης Μακαρίου να δεχθεί την αποστολή νατοϊκής ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο, επιμένοντας στην κάθοδο των κυανοκράνων του ΟΗΕ.

Σε ένα περίπου μήνα είναι η επέτειος της ανακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Κύπρου, η οποία γιορτάζεται τον Οκτώβριο. Είναι υπερβολή να πούμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ένα ανεπιθύμητο κράτος, από τους ίδιους τους Κυπρίους;

Είναι γεγονός αυτό, αλλά εάν το εντάξουμε στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής ήταν, θεωρώ, ευεξήγητο. Ασχέτως εάν έχει επικρατήσει στα καθ’ ημάς να κρίνεται το παρελθόν με μια δικολαβική «λαθολογία» με το πρίσμα του σήμερα και των εξελίξεων που ακολούθησαν το 1974. Κάθε ανάλογη πολιτειακή αλλαγή απαιτεί για την εδραίωσή της και τη λαϊκή της αποδοχή μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές μερικών δεκαετιών, πόσο μάλλον στην κυπριακή περίπτωση που επικράτησε η αίσθηση της «επιβολής» των Συμφωνιών της Ανεξαρτησίας και ενός ανισοβαρούς για την ελληνική πλευρά συμβιβασμού. Το ότι η επιβληθείσα λύση διέφερε από τα συνήθη δημοκρατικά ήθη της εποχής και περιείχε πολύπλοκες και μη λειτουργικές πτυχές επιβάρυνε τη λαϊκή δυσθυμία, παρά τον αρχικό πανηγυρικό τόνο του «Νενικήκαμεν» του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον Μάρτιο του 1959. 

Τη συνέντευξη μπορείτε να την δείτε και εδώ: https://cyprustimes.com/politiki/petros-papapolyviou-sti-ct-49-chronia-apo-tin-tragodia-ta-moiraia-lathi-mas/

Η φωτογραφία από το πρωτοσέλιδο της εφημ. «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Αυγούστου 1974, αναπαράγει χάρτη της τουρκικής «Χουρριέτ» της προηγούμενης μέρας με τους τελικούς τουρκικούς στόχους ενώ είχε ξεκινήσει η διάσκεψη της Γενεύης. Όπως φαίνεται η πόλη της Αμμοχώστου («Magosa”) είναι εκτός της γραμμής κατοχής… Στη λεζάντα η ελληνική εφημερίδα ερμηνεύει λανθασμένα το Karaoglanoglu Hattı του χάρτη (γραμμή Καραογλάνογλου) θεωρώντας το ως αναφορά στον πρωθυπουργό της εισβολής ενώ πρόκειται για τον Τούρκο συνταγματάρχη Χαλίλ Ιμπραήμ Καραογλάνογλου που σκοτώθηκε λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κερύνεια στις 21 Ιουλίου 1974 κι όταν το τουρκικό προγεφύρωμα ήταν ακόμη ελάχιστο.

Σχολιάστε..