Η Συνθήκη της Λωζάνης, οι Τουρκοκύπριοι και ο βρετανικός σπόρος του κακού

Συμπληρώνονται σε λίγες ημέρες εκατό χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καίριο και καθοριστικό ορόσημο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος.  Η Συνθήκη είχε και άμεσο κυπριακό ενδιαφέρον, καθώς η Βρετανία «νομιμοποίησε» την κατοχή της νήσου και οριστικοποίησε την παραμονή της, ενώ η Τουρκία αποποιήθηκε και τυπικά τα «δικαιώματά» της επί της Κύπρου. Συγκεκριμένα, με το Άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάνης η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε απαίτησή της στα εδάφη και στα νησιά που βρίσκονταν έξω από τα σύνορά της που καθόριζε η Συνθήκη, ενώ με το Άρθρο 20 αναγνώρισε τη νομιμότητα της (μονομερούς) προσάρτησης της Κύπρου στη Βρετανία (5 Νοεμβρίου 1914). Ένας άλλος όρος της Συνθήκης (Άρθρο 21) όριζε ότι «οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914», θα αποκτούσαν τη βρετανική «ιθαγένεια» (υπηκοότητα), χάνοντας την τουρκική. Τους δινόταν, όμως, διορία δύο χρόνων να κάνουν επιλογή υπηκοότητας, μέχρι τον Αύγουστο του 1926. Στην περίπτωση που αποφάσιζαν να κρατήσουν την τουρκική υπηκοότητα, έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κύπρο εντός δώδεκα μηνών από την τελική τους επιλογή. Δηλαδή, το τελικό όριο ήταν ο Αύγουστος του 1927. Σημειώνω ότι ανάλογος όρος υπήρχε και στο βρετανικό διάταγμα της προσάρτησης της Κύπρου, το 1914, που στάθηκε αδύνατο τότε να υλοποιηθεί, λόγω των πολεμικών συνθηκών.

Η μετανάστευση Τουρκοκυπρίων στην Τουρκία είναι η πιο ενδιαφέρουσα άμεση κυπριακή πτυχή που συνδέεται με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Τα βρετανικά έγγραφα αναφέρουν ότι μέχρι το 1928, 3.000 – 5.000 Τούρκοι της Κύπρου επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία, αν και αρχικά είχαν εκδηλώσει παρόμοια διάθεση πολύ περισσότεροι, ίσως και τριπλάσιοι. Ο αριθμός αυτός δεν είναι ευκαταφρόνητος, καθώς αντιπροσώπευε το 5 έως 8% των Τουρκοκυπρίων, που είχαν μετρηθεί στην απογραφή του 1921 σε 61.000 ψυχές. Το καλοκαίρι του 1924 καταγράφεται αθρόα μετακίνηση Τούρκων Κυπρίων στη Μικρά Ασία με κύριο κίνητρο τη νομή των αδιάθετων περιουσιών των Χριστιανών Μικρασιατών προσφύγων. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο φιλοκεμαλικές τουρκοκυπριακές εφημερίδες έκαναν προπαγάνδα υπέρ της μετανάστευσης στη νέα Τουρκία, όπως και ο πρώτος πρόξενος της Τουρκίας στη Λάρνακα Asaf Bey, που έφτασε στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1925 και σύμφωνα με τις βρετανικές πηγές διαφήμιζε συστηματικά τις ευκαιρίες που ανέμεναν τους Τούρκους της Κύπρου στην Ανατολία. Οι Τούρκοι Κύπριοι που εγκατέλειπαν το νησί ανήκαν οι περισσότεροι στα φτωχότερα στρώματα που ελκύονταν είτε από τα πολιτικά κηρύγματα του κεμαλικού καθεστώτος, είτε από το μαγικό Ελντοράντο ενός οικονομικού παραδείσου στην Ιωνία ή στην Κιλικία, που υποσχόταν κατοικία και επαρκή έκταση γης.

Στα επόμενα χρόνια, στην ανάσχεση του ρεύματος Τουρκοκυπρίων προς την Τουρκία συνέβαλαν δύο παράγοντες: η απογοήτευση μεγάλου αριθμού μετακινηθέντων και τα βρετανικά εμπόδια. Ο ελληνικός κυπριακός Τύπος ισχυρίζεται ότι η απογοήτευση των μεταναστών προήλθε από την «καμένη γη» που αντιμετώπισαν όταν έφτασαν στην Τουρκία. Ήδη, οι πρώτες αναφορές για επιστροφή «μετανοησάντων» Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο εντοπίζονται τον Ιούλιο του 1924. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι κυβερνητικές αρχές τους επέτρεπαν να εισέλθουν στην Κύπρο, παρότι είχαν αρνηθεί προηγουμένως τη βρετανική υπηκοότητα και πλέον ήταν ξένοι υπήκοοι. Είναι αξιοσημείωτο αυτό, καθώς την ίδια περίοδο οι ίδιες ακριβώς βρετανικές αρχές δεν δέχονταν την εγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων, που κατέφθαναν ανέστιοι και δυστυχείς στα κυπριακά λιμάνια, καθώς δεν ήθελαν να αλλάξουν υπέρ των Ελλήνων τα δημογραφικά δεδομένα της Κύπρου.

Η στάση της τοπικής διοίκησης και του Υπουργείου Αποικιών εναντίον της μαζικής μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων στη Μικρά Ασία περιγράφεται τεκμηριωμένα σε διάφορα βρετανικά έγγραφα. Τα στελέχη της αποικιακής γραφειοκρατίας τονίζουν ότι οι Τούρκοι της Κύπρου ήσαν αναγκαίοι για τη βρετανική πολιτική: η παρουσία τους στο νησί, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αποτελούσε «πλεονέκτημα από πολιτική άποψη». Και αποτελεί πραγματικά τραγική ειρωνεία για τα κατοπινά και τα σημερινά διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας στην Κύπρο ότι κατά το 1926-1927 η κεμαλική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε στο Λονδίνο καταγγέλλοντας την τοπική κυβέρνηση της Κύπρου ότι εμπόδιζε τη μετανάστευση των Τούρκων του νησιού στην Τουρκία. Πώς γινόταν αυτό; Πρώτα, σύμφωνα με τις τουρκικές διαμαρτυρίες, με την επιβολή σημαντικού χρηματικού προστίμου στους Τούρκους Κύπριους αστυνομικούς που υπέβαλλαν παραίτηση για να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, κατόπιν με τη χρέωση υπερβολικά υψηλού ποσού για τη θεώρηση των διαβατηρίων των υποψηφίων και τέλος, με την άρνηση να επιτρέψουν τη μετανάστευση και μετά τον Αύγουστο του 1927, στους Τούρκους Κυπρίους που είχαν επιλέξει την τουρκική υπηκοότητα. Πάντως, παρά τα παράπονα μεταναστών για την κατάσταση που βρήκαν στην Τουρκία, το ρεύμα συνεχίστηκε μέχρι και το 1934 τουλάχιστον, καθώς ενισχύθηκε από την οικονομική κρίση στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Από την άλλη, εναντίον της μετανάστευσης στην Τουρκία είχαν ταχθεί φιλοβρετανοί Τούρκοι Κύπριοι πολιτευτές που αντιλήφθηκαν ότι η πληθυσμιακή διαφοροποίηση θα οδηγούσε στην απώλεια της πολιτικής τους ισχύος.

Επομένως, είναι λογικό να ισχυρισθεί κάποιος ότι όσοι Τούρκοι Κύπριοι επέλεξαν τη βρετανική υπηκοότητα και αρνήθηκαν το κάλεσμα του Κεμάλ για να μεταναστεύσουν στη νέα Τουρκία είχαν συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα του καθεστώτος κατοχής και προτίμησαν αντί να ζουν σε μια χώρα που «ανήκε στους Τούρκους» να συνεχίσουν να ζουν στη βρετανοκρατούμενη Κύπρο ως μειονότητα της ελληνικής πλειοψηφίας, που επιθυμούσε να ενωθεί με την Ελλάδα. Για τους Βρετανούς, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Γεωργαλλίδης από το 1979, τότε χάθηκε μια πραγματικά μεγάλη ευκαιρία για να αλλάξουν το Σύνταγμα και να δώσουν στους κατοίκους του νησιού μια πιο αντιπροσωπευτική Βουλή, προσαρμοσμένη στα δημογραφικά δεδομένα. Όμως, όπως είναι γνωστό, στις κοινοβουλευτικές αλλαγές του 1925 οι Έλληνες βουλευτές αυξήθηκαν από εννιά σε δώδεκα και οι Τούρκοι παρέμειναν τρεις, αλλά παράλληλα αυξήθηκαν και οι Βρετανοί διορισμένοι βουλευτές, από έξι σε εννιά. Η ισορροπία (μια πρώιμη, τερατώδης στη σύλληψή της, «πολιτική ισότητα») στο Νομοθετικό Συμβούλιο έπρεπε να διατηρηθεί εις βάρος της πλειοψηφούσας ελληνικής κοινότητας. Η βρετανική πολιτική θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί τους Τούρκους της Κύπρου για να αντιστρατεύεται τα πολιτικά αιτήματα της ελληνικής πλειοψηφίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο σε αυτόν τον ρόλο την αποικιακή δύναμη θα συνεπικουρούσε (στις μέρες μας έχει αντικαταστήσει) ασμένως η Τουρκία.

Ως προς τη Συνθήκη της Λωζάνης θα επανερχόταν στο προσκήνιο στις ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις για το Κυπριακό στον ΟΗΕ στη δεκαετία του 1950. Για την ελληνική πλευρά η Τουρκία είχε παραιτηθεί από το 1923 από τις απαιτήσεις της επί της Κύπρου και επομένως «δεν εδικαιούτο να ομιλεί». Για την τουρκική διπλωματία, το ενωτικό αίτημα «αποδείκνυε» τον «ελληνικό αναθεωρητισμό» επί των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης…

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ο Φιλελεύθερος, στις 3 Ιουλίου 2023,

Ο Ελευθέριος Βενιζελος και ο Ισμέτ Ινονού στη Λωζάνη.

4 thoughts on “Η Συνθήκη της Λωζάνης, οι Τουρκοκύπριοι και ο βρετανικός σπόρος του κακού

  1. Ευχαριστίες, αγαπητέ Πέτρο.
    Ο Θεός να μας σώσει από τους Άγγλους.

  2. Ευχαριστούμε!
    Πόσο χρήσιμες οι πληροφορίες αυτές για την κατανόηση των σημερινών
    πολιτικών συνθηκών στο νησί!
    Καλή σας μέρα!

Σχολιάστε..