Απεβίωσε χτες στην Αθήνα ο Μανώλης Γλέζος. Ήταν ένας άνθρωπος που συνδέθηκε όσο λίγοι με την ελληνική αντίσταση κατά της γερμανικής φασιστικής κατοχής και μία από τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες διεθνώς της ελληνικής Αριστεράς. Αφοσιωμένος αγωνιστής μέχρι τον θάνατό του, έδωσε με το μοναδικό πάθος που τον χαρακτήριζε χιλιάδες μάχες: Εκλέχθηκε βουλευτής στα μετεμφυλιακά χρόνια και ευρωβουλευτής (στον 21ο αιώνα), κοινοτάρχης στη γενέτειρά του, Απείρανθο της Νάξου, στη δεκαετία του 1980. Τα τελευταία χρόνια πάσχισε για την υπόθεση της καταβολής των γερμανικών αποζημιώσεων για τη ναζιστική Κατοχή του 1941-1994, αγωνίστηκε υπέρ του όχι στο δημοψήφισμα του 2015 και εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Διετέλεσε διευθυντής της προχουντικής «Αυγής», έγραψε βιβλία, έδωσε εκατοντάδες διαλέξεις, βραβεύτηκε, έγινε γραμματόσημο (από τη Σοβιετική Ένωση) και η ζωή του ντοκιμαντέρ. Καταδικάστηκε σε θάνατο, έζησε έντεκα χρόνια στη φυλακή και τέσσερα χρόνια στην εξορία. Γνώρισε τη λαϊκή αποδοχή και πρωτόγνωρους αριθμούς θριάμβου σε εκλογές, προς το τέλος της ζωής του αλλά και την παταγώδη αποτυχία στις κάλπες του μοναχικού ιδεολόγου. Βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν από τη Σοβιετική Ένωση, το 1962, αλλά καταδίκασε τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, το 1968. Η ζωή του, μια επιτομή της νεοελληνικής ιστορίας των τελευταίων εκατό χρόνων…
Για τον Γλέζο θα μπορούσαν να γραφούν, και ήδη γράφτηκαν, πολλά. Εδώ θα σταθώ σε πολύ λίγα. Από την κορυφαία πράξη της ζωής του, πριν κλείσει τα είκοσι του χρόνια, την υποστολή της χιτλερικής σβάστικας από την Ακρόπολη, μαζί με τον Απόστολο Σάντα, το βράδυ της 30ης προς την 31η Μαΐου 1941, και ενώ δεν είχαν περάσει σαράντα μέρες από την είσοδο των Ναζί στην Αθήνα, παραθέτω την ανακοίνωση του Φρούραρχου Αθηνών, από την εφημ. «Ακρόπολις» της 1ης Ιουνίου 1941.
Και το ακόμη πιο αυστηρό κύριο άρθρο της ίδιας εφημερίδας στο ίδιο φύλλο. Είναι χρήσιμο να διαβαστεί για τα (ίδια πάντα) επιχειρήματα των «συνετών» και «υγιώς σκεπτομένων» εναντίον «των ολίγων κακούργων και μωρών», μια μέρα πριν από την επέτειο της 1ης Απριλίου του 1955 και της έναρξης του Αγώνα της ΕΟΚΑ…
Στην τελευταία περίοδο της Κατοχής, και ενώ πια είχε δυναμώσει η Αντίσταση, αλλά και οι εμφύλιες ελληνικές συγκρούσεις, στις 10 Μαΐου 1944, εκτελέστηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής ο μικρότερος αδελφός του, Νίκος Γλέζος, με δεκάδες άλλους αγωνιστές. Στον «Ριζοσπάστη» της 9ης Μαΐου 1945, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του, δημοσιεύθηκε η φωτογραφία του σημειώματος που κατάφερε να ρίξει ο θανατοποινίτης από το φορτηγό που τον μετέφερε από το Χαϊδάρι για εκτέλεση: «Σας φιλώ. Χαιρετισμούς. Σήμερα πάω για εκτέλεση πέφτοντας για τον ελ. ΛΑΟ. Γλέζος Νίκος. Παραμυθίας 40». Το δημοσίευμα:
Στην Κύπρο, ο Μανώλης Γλέζος άργησε να κάνει την πρώτη του επίσκεψη, παρότι ασχολήθηκε με το Κυπριακό, μέσω της «Αυγής» από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με αρκετούς Κυπρίους: Με την κατεχόμενη κοινότητα της Κατωκοπιάς, με τον Σύνδεσμο Γεωλόγων – Μεταλλειολόγων Κύπρου, οι οποίοι τον ανακήρυξαν επίτιμο μέλος του Συνδέσμου τους, το 1996, με τον Ναξιώτη Ηλία Παπαϊωάννου, που είναι εγκαταστημένος στην Κύπρο εδώ και πολλά χρόνια, κ.ο.κ.
Μια άγνωστη ιστορία για τον Μανώλη Γλέζο αποκάλυψε στο βιβλίο του «Ο Ρωμανός της Πιτσιλιάς» (Λευκωσία 2012, σσ. 283-284) ο Ρένος Κυριακίδης, ο αγωνιστής και αντάρτης της ΕΟΚΑ, που έζησε και αυτός στις φυλακές, στην Κύπρο και στην Αγγλία, για περισσότερο από τρία χρόνια. Μετά το τέλος του αγώνα της ΕΟΚΑ και ενώ είχε επιστρέψει στην Αθήνα για να τελειώσει τις σπουδές του, συνελήφθη μαζί με τον συμπατριώτη του Μιχ. Μάντη, στην προσπάθειά τους να συγκεντρώσουν όπλα για την Κύπρο, όπως τους είχε αναθέσει ο Γ. Γρίβας. Ένα βράδυ τους μετέφεραν στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου έφτασαν αργά, μετά το συσσίτιο και έμειναν νηστικοί. Όμως, όπως διηγείται ο Κυριακίδης, ένας άγνωστος συγκρατούμενός τους, τους άφησε σε μια χάρτινη σακούλα, έξω από το κελί τους, δυο ντομάτες, ψωμί και ελιές. Την άλλη μέρα, στο προαύλιο, έμαθαν ότι στις Φυλακές φιλοξενούνταν και ο Γλέζος, οπότε η έκπληξή τους ήταν μεγάλη όταν τους πλησίασε και τους ρώτησε: «Τα πήρατε τα πράγματα ψες; Δεν είχα άλλα να σας δώσω.» Γράφει ο Κυριακίδης: «Έμειναν εμβρόντητοι. Τα έχασαν. Ούτε ευχαριστώ δεν του είπαν. Δεν το χωρούσε ο νους του Ρένου. Ένας επικίνδυνος φυλακισμένος, ένας κομμουνιστής, να σκεφτεί ότι δυο αγωνιστές της ΕΟΚΑ θα υποστούν τα βάσανα των αστυνομικών αρχών και να φροντίσει με κίνδυνο να τιμωρηθεί ο ίδιος, να τους συμπαρασταθεί. (…) Για τον Ρένο ο Μανώλης Γλέζος είναι υπόδειγμα βίου και πρότυπο προς μίμηση.»
Πενήντα περίπου χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2007, όταν παρουσιάστηκε στη Λευκωσία το δίτομο βιβλίο του Γλέζου για την Εθνική Αντίσταση (των εκδόσεων «Στοχαστής» του Λουκά Αξελού), ο Ρένος Κυριακίδης βρήκε την ευκαιρία και ευχαρίστησε τον Μανώλη Γλέζο για τη χάρτινη σακούλα με τις δυο ντομάτες, το ψωμί και τις ελιές που πρόσφερε στους δυο άγνωστούς του Κύπριους, στις Φυλακές Αβέρωφ. Και για το μάθημα που πήρε…
Θα κλείσω με μια προσωπική ανάμνηση. Στις 19 Μαρτίου του 2007 ο Μανώλης Γλέζος μίλησε και συζήτησε στην κατάμεστη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Κύπρου, με τους φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, και μαθητές και μαθήτριες Λυκείων της Λευκωσίας, για την Κατοχή και την Αντίσταση εναντίον των Γερμανών και για το βιβλίο του. Αμέσως μετά επισκεφτήκαμε τα Φυλακισμένα Μνήματα, όπου περπάτησε βαρύς και δύσθυμος, κάτω από το βάρος των δικών του αναμνήσεων και κυρίως της μνήμης του αδελφού του, Νίκου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο Μιχαλάκης Καραολής και ο Αντρέας Δημητρίου απαγχονίστηκαν ακριβώς δώδεκα χρόνια μετά την εκτέλεση του Νίκου Γλέζου, στις 10 Μαΐου 1956…
Λευκωσία, Φεβρουάριος 2007
Αργότερα, το μεσημέρι, στο καρπασίτικο τραπέζι που μας πρόσφεραν ο Κόκος και ο Βάσος Φτωχόπουλος, στο «Αιγαίον», ύστερα από λιτές συγκλονιστικές ιστορίες για τη ζωή στα κελιά των Φυλακών και τους αποχαιρετισμούς σε μελλοθάνατους συντρόφους, ο Γλέζος ζήτησε μια εφημερίδα και μας έδειξε πώς εκφωνούσαν τα συνθήματα με το «χωνί», στα χρόνια της Κατοχής. Αυτή την εικόνα κρατώ από αυτόν, και αυτόν τον τίτλο θα έδινα στον Μανώλη Γλέζο που γνώρισε η δική μου γενιά: Ήταν η φωνή με το “χωνί”. Της Αντίστασης και του Αγώνα.