21 Φεβρουαρίου σήμερα, και θυμηθήκαμε πρωί-πρωί την επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, αλλά και τους Κυπρίους που σκοτώθηκαν στο Μπιζάνι, την Αετορράχη, τον Δρίσκο και το Γρεβενίτι.
Εις ανάμνησιν της ημέρας, μια φωτογραφία από τις φθινοπωρινές Πλάτρες, έναν δρόμο της Πάνω Γειτονιάς, με λαμπρό όνομα – έστω και σε βαριά κυπριακή απόδοση και ανορθόγραφα: Οδός Πηζανίου…
Στις Πλάτρες, όπου πριν από 20 χρόνια εντόπισα, στα συρτάρια του μακαρίτη σήμερα Ευαγόρα Κυριακίδη, ιδιοκτήτη του «Καλλιθέα Hotel», την πιο πολυπρόσωπη φωτογραφία Κυπρίων εθελοντών των Βαλκανικών πολέμων, χρονολογημένη τον Νοέμβριο του 1912. Ανάμεσά τους και ο πατέρας του, Κυριάκος Κυριακίδης, από τη Ζωοπηγή. Μια φωτογραφία που τελικά μπήκε στο εξώφυλλο των «Υποδούλων ελευθερωτών», του βιβλίου μου με τα Πολεμικά Ημερολόγια και τις επιστολές των Κυπρίων εθελοντών των πολέμων του 1912-1913.
Σε ένα από αυτά τα κείμενα, του Λεμεσιανού Μιχαλάκη Γεωργιάδη (1894-1925), γνωστού στην πόλη του με το παρωνύμιο «Νουξ», περιγράφεται, ανάμεσα στις περιπέτειές του στο Μπιζάνι, μια συνάντησή του με μια ομάδα συμπατριωτών του, σε μια μετακίνησή των μονάδων τους στα ηπειρωτικά βουνά. Είναι, για μένα, από τα πιο συγκινητικά κείμενα για την κυπριακή συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους:
Εκ του πολεμικού μου σημειωματαρίου
(…) Εξημέρωσε η 4η Δεκεμβρίου. Η ημέρα ήτο τόσον πολύ ομιχλώδης ώστε σχεδόν δεν εβλέπαμεν ο εις τον άλλον. Η μάχη εξηκολούθησε μετά των άλλων ταγμάτων. Από πρωίας το πυροβολικόν μας έβαλλεν ακαταπαύστως κατά των εχθρικών θέσεων.
Ο καιρός εξηκολούθει ο ίδιος, η βροχή επανήρχισε. Ο αεροπόρος Μουτούσης εξετέλεσε την πρώτην πτήσιν άνωθεν του Μπιζανίου. Οι Τούρκοι κατελήφθησαν υπό πανικού μόλις είδαν το αεροπλάνον και ήνοιξαν πυρ κατ’ αυτού. Εγελάσαμε διά την ανοησίαν των Τούρκων και αφού μας εμοίρασαν την γαλέτταν εξεκινήσαμεν προς τα εμπρός καταβαίνοντες από μια ράχη. Μας αντελήφθη όμως το πυροβολικόν και ήρχισε να μας βάλλη ευστόχως. «Τροχάδην παιδιά», εφώναξαν οι αξιωματικοί μας και αρχίσαμεν να τρέχωμεν προς ένα λόφον όπως προφυλαχθώμεν. Εφθάσαμεν εκεί και επέσαμεν όλοι πρηνείς, ενώ αι οβίδες εσύριζον κατά δεκάδας από πάνω μας. Την στιγμήν εκείνην βλέπομεν και άλλους στρατιώτας ερχομένους τροχάδην προς τον λόφον. Ήτο η Φοιτητική Φάλαγξ των Κρητών. Οποία υπήρξε η χαρά μου όταν ανεγνώρισα μεταξύ αυτών τον [Μιχαήλ] Στιβαρόν, τον [Ζήνωνα] Μιτσιγγίδην, Γιάγκον Τορναρίτην, Πέτρον [Χατζηαργυρού] και άλλους Κυπρίους. Στιβαρέ, Γιάγκο, Νουξ, [Δημήτρη] Θωμά, ηκούοντο και κατεφίλει ο ένας τον άλλον. «Έχεις νερό», ηρώτησα τον Στιβαρόν. Νομίζω πως έχω λίγο και μου έδωσε το παγούρι του και αφού ήπια μου έδωσαν και τσιγάρο που είχα να καπνίσω προ 2 μηνών. Εμείναμεν όλην την ημέραν από πίσω από εκείνο τον λόφον χωρίς να κινηθώμεν και μόλις ενύκτωσε διετάχθημεν να προχωρήσωμεν ανατολικώς· από τα πόδια μου έτρεχεν αίμα διότι με είχον πληγώσει τα άρβηλα, αλλά τι μπορούσα να κάμω. Έπρεπε να ακολουθήσω τον λόχον μου. Απεχαιρέτισα τον Στιβαρόν και τους άλλους…
Τρεις από τους φοιτητές που αναφέρει ο Γεωργιάδης στο κείμενό του, ήταν γνωστοί του από τη Λεμεσό, πιθανότατα συμμαθητές του στο Ημιγυμνάσιο Λεμεσού για κάποια χρόνια. Ο Πέτρος Χατζηαργυρού, φοιτητής φυσικομαθηματικών, από την Ίννια της Πάφου, σκοτώθηκε την επομένη, και ο Μιχάλης Στιβαρός, φοιτητής της Ιατρικής από τον Πεδουλά, λίγες μέρες αργότερα. Στο ανθρωποφάγο «Πηζάνι», το 1912…