Μια από τις πιο σημαντικές φιλολογικές επετείους της φετινής χρονιάς είναι, αναμφίβολα, η συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τον θάνατο του Τεύκρου Ανθία (Κοντέα, 3 Απριλίου 1903 – Λονδίνο, 8 Νοεμβρίου 1968). Η ζωή του υπήρξε τόσο πολυκύμαντη και το δημοσιευμένο έργο του τόσο μεγάλο, που καθιστά ασφυκτικά στενά τα όρια του σημερινού μας σημειώματος. Από την άλλη, τα παραπάνω εξηγούν και την αύξηση των μελετών και βιβλίων για τον Ανθία που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, με έμφαση στο ανεξάντλητο και εν πολλοίς άγνωστο δημοσιογραφικό του έργο, μέρος του οποίου γνώρισε στο σημερινό ευρύ κοινό ο Ανδρέας Κλ. Σοφοκλέους, ο μόλις πρόσφατα εκλιπών μελετητής και ιστορικός του κυπριακού Τύπου.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Ανθίας, από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τον πρόωρό του θάνατο, στα 65 του, είχε συμμετοχή ως ενεργός πολίτης και αενάως αντισυμβατικός διανοούμενος σε όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του. Ως δεκάχρονος λαϊκός ποιητής – παιδί θαύμα – μαθητής της Ε΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου της Κοντέας, με το πρώτο του, πραγματικό όνομα (Ανδρέας Παύλου), τραγούδησε στις πρωτόλειες του ποιητάρικες φυλλάδες (1914) τους ελληνικούς θριάμβους στους Βαλκανικούς πολέμους, τον νικητή βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Χριστόδουλο Σώζο και τον Σκαλιώτη Δήμαρχο – τραυματία του Μπιζανίου, Ευάγγελο Χατζηιωάννου. Τον Ιανουάριο του 1917, στη γιορτή των γραμμάτων στη Λάρνακα, προκάλεσε ακουσίως, απαγγέλλοντας ένα ποίημά του προς την ελληνική σημαία, το πιο πολύκροτο επεισόδιο του Εθνικού Διχασμού στην Κύπρο, τον καυγά του βενιζελικού μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιου Μεταξάκη με τον φιλοβασιλικό βουλευτή και Δήμαρχο της πόλης, Φίλιο Ζαννέτο. Η συγκεκριμένη απαγγελία τού εξασφάλισε υποτροφία από τον Μεταξάκη στο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας, όπου μεταπήδησε από το Παγκύπριο Λύκειο, το 1917, και αποφοίτησε με Άριστα το 1922. Ως τελειόφοιτος είχε φιλόλογο τον Ιωάννη Συκουτρή, ενώ πρωταγωνίστησε σε μια σχολική ανταρσία καταγγέλλοντας στον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ΄ τον διευθυντή της Σχολής. Ενδιάμεσα, το 1918, στα 15 του, στη συλλογή του «Απ’ τα χρυσαφένια ιδανικά. Ξύπνα Λαέ!», που υπέγραψε ως Ανδρέας Π. Φιλόθεος (όπως γράφτηκε και στο Ιεροδιδασκαλείο), εγκατέλειψε το πατριωτικό ύφος το οποίο διαπνέει τις προηγούμενες έξι παιδικές του φυλλάδες με ποιητάρικα και την πρώτη του ποιητική συλλογή. Στρέφεται πια στα κοινωνικά θέματα, με ένα πύρινο κήρυγμα για το ξύπνημα της φτωχολογιάς. Ενδεικτικό της μεταστροφής του οι στίχοι: «Εις την Ρωσία που ο λαός κι εκείνος εκοιμάτο / βλέπεις τώρα εξύπνησε. Τους πλουτοκράτες κάτω / έριξε για την λευθεριά. Ισότης έχει γίνει / και τώρα είναι ευτυχείς, δεν ακούονται θρήνοι». (Βλ. αναλυτικά στο βιβλίο του Κων. Γ. Γιαγκουλλή, Τα «ποιητάρικα» και τα πρωτόλεια του Τεύκρου Ανθία, Λευκωσία 2008.)
Αφού ως Ανδρέας Π. Ζαφείρης δούλεψε για ένα χρόνο δάσκαλος στη Χοιροκοιτία, το καλοκαίρι του 1923 ο Ανθίας έφυγε για την Ελλάδα. Εκεί δούλεψε στη Λακωνία για δυο περίπου χρόνια (1924-1926), στη Σπάρτη, στο Σκλαβοχώρι, έξω από την πόλη, και τέλος στη δυσπρόσιτη Καρίτσα του Πάρνωνα, προφανώς με δυσμενή μετάθεση στο εκεί μονοθέσιο Δημοτικό. Επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι το 1930, σε συνθήκες ακραίας φτώχιας, βγάζοντας το ψωμί του από τα κείμενά του. Άσιτος και άστεγος συχνά, γνώρισε «τα παγκάκια του Ζαππείου», που τον φιλοξένησαν αρκετές νύχτες, συντρόφεψε με τους διανοούμενους του περιθωρίου, αστούς, προλετάριους και εκκεντρικούς πρωτοπόρους, σύχναζε στις λαϊκές ταβέρνες της Πλάκας, ρούφηξε άπληστα «ουσίες και οινοπνεύματα» της εποχής, και ολοκλήρωσε την ιδεολογική ένταξή του στην Αριστερά. Ξεχώριζε στις φιλολογικές παρέες του αθηναϊκού μεσοπολέμου για τα πλούσια απεριποίητα μαλλιά του που, κατά τον Κώστα Κύρρη, του τα κούρεψε με ένα ψαλίδι μια μέρα για να τον πειράξει ο φίλος του Θανάσης Κλάρας, ο κατοπινός πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης. Και το 1929, σε «κάποιο καφενείο», έγραψε τους διάσημους στίχους, που δημοσιεύτηκαν ως «Επίλογος» στα «Σφυρίγματα του Αλήτη», όπως τους εμπνεύστηκε μια «νύχτα ανοιξιάτικη» στη μοναξιά του ανθρωποταμού της Πανεπιστημίου. Στίχοι που αγαπήθηκαν όσο ελάχιστοι στα χρόνια του, τον έκαναν πασίγνωστο, και σύμφωνα με τους κριτικούς του έργου του, στάθηκε αδύνατο να τους ξεπεράσει ποιητικά στη συνέχεια. Πανανθρώπινοι εμβηματικοί στίχοι που έδωσαν έμπνευση, κουράγιο και απαντοχή για όσους έψαχναν και ψάχνουν γαλήνη, λυτρωμό, ξεκούραση ψυχής, σπίτι. Στις ζωές τους και στο Σύμπαν.
Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε (ή μήπως, «προσγειώθηκε»;) στην Κύπρο και το φθινόπωρο του 1930 διορίστηκε δάσκαλος στη Λάσα της Πάφου. Όμως, για τη συνέχεια της ζωής του, άλλοτε.