Στη συζήτηση για το «γλωσσάρι», το προτεινόμενο στους Κύπριους δημοσιογράφους με καταγραφή των «κακών λέξεων» που θα πρέπει να αποφεύγονται για «την οικοδόμηση φιλικού κλίματος» μεταξύ ελεύθερων και κατεχόμενων περιοχών, καταθέτουμε και εμείς, εν όψει και των επερχόμενων μαύρων ιουλιανών επετείων, τις δικές μας προτάσεις με τη δέουσα σοβαρότητα.
Μια άμεση λύση ριζικής επιβολής του «γλωσσαρίου» θα ήταν το ψαλίδισμα των επίμαχων λέξεων / φράσεων. Όπου η εφημερίδα θα γράφει Κατοχή, Ξεριζωμός, Εγκλήματα πολέμου, Εποικισμός, Ψευδοκράτος, Δεν ξεχνώ, κ.ο.κ., το επίμαχο απόσπασμα θα διαγράφεται και στη θέση του θα φαίνεται λευκό κενό. Όπως γινόταν στον Τύπο σε χώρες με δικτατορικό καθεστώς ή υπό στρατιωτικό νόμο. Στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση οι επίμαχες λέξεις θα καλύπτονται με το «μπιιιπ».
Μια δεύτερη λύση είναι να δεχθούμε πλήρως την «αλήθεια της άλλης πλευράς». Ας δούμε στην πράξη ένα παράδειγμα. Το απόσπασμα που ακολουθεί, από παλιότερο δικό μου κείμενο, περιγράφει μερικά από τα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής και κατοχής: «Η τουρκική εισβολή είχε καταστροφικά αποτελέσματα. 200.000 περίπου Ελληνοκύπριοι, σχεδόν το 40% του συνολικού πληθυσμού, εκτοπίστηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στο νότιο ελεύθερο τμήμα του νησιού. Ανάμεσα στα εκατοντάδες θύματα των εχθροπραξιών περιλαμβάνονταν πολλοί άμαχοι, που σκοτώθηκαν από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς ή σε μαζικές εκτελέσεις ή είναι αγνοούμενοι. Στη διάρκεια της εισβολής αλλά και στους επόμενους μήνες, εις βάρος των αιχμαλώτων ή εγκλωβισμένων αμάχων, διαπράχθηκαν αποτρόπαιες ωμότητες από άνδρες του τουρκικού στρατού. Τη βάναυση αλλαγή του τοπίου από τη συνεχιζόμενη κατοχή ολοκλήρωσε, τέλος, η μαζική μεταφορά και εγκατάσταση στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεκάδων χιλιάδων εποίκων από την Ανατολία.»
Εφαρμόζοντας το πνεύμα του γλωσσαρίου, το παραπάνω κείμενο θα μπορούσε να γραφεί ως εξής: «Η επέμβαση των τουρκικών δυνάμεων είχε ευεργετικά αποτελέσματα. 200.000 περίπου Ελληνοκύπριοι, σχεδόν το 40% του συνολικού πληθυσμού, έφυγαν με όλες τις τιμές και ανέσεις και εγκαταστάθηκαν ανενόχλητοι στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπήρξαν μερικά θύματα από εκπυρσοκροτήσεις και τυχαίες εκρήξεις ή από την εορταστική ρίψη βομβών από την προστάτιδα τουρκική αεροπορία, όμως αυτές θεωρούνται αμελητέες παράπλευρες απώλειες σε μια μεγαλειώδη ειρηνευτική επιχείρηση. Στη διάρκεια της ειρηνευτικής επέμβασης, αλλά και στους επόμενους μήνες, επιχειρήθηκε να στηθούν προβοκάτσιες εις βάρος του ένδοξου τουρκικού στρατού για κακομεταχείρηση αμάχων. Αυτά, όμως, είναι ψεύδη της προπαγάνδας των εθνικιστικών κύκλων του Νότου. Την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» επισκέφθηκαν αυτοβούλως μερικές χιλιάδες Τούρκοι από τη μητέρα πατρίδα Τουρκία, οι οποίοι μαγεύτηκαν από το κυπριακό τοπίο που προστατεύεται πια από την ασφάλεια των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Εγκαταστάθηκαν εδώ, εργάστηκαν σκληρά, βελτίωσαν τις άθλιες άδειες κατοικίες που βρήκαν, καλλιέργησαν με μόχθο και αίμα τα περβόλια και τα χωράφια που για αιώνες είχαν αφήσει ακαλλιέργητα οι Ελληνοκύπριοι. Τυχόν απομάκρυνση των οικειοθελώς και αυτοβούλως εγκατασταθέντων μετά το 1974 Τούρκων από την Τουρκία στη Βόρεια Κύπρο θα δημιουργήσει τεράστιο ανθρωπιστικό πρόβλημα [εννοείται ότι άλλα ανθρωπιστικά προβλήματα στην Κύπρο δεν υπάρχουν μετά το 1974].»
Τέλος, μια τρίτη πρόταση είναι η κυριολεκτική εφαρμογή του «γράμματος» του γλωσσαρίου: αντί να χρησιμοποιούνται οι «κακές λέξεις», να περιγράφονται. Όπως έκανε, δηλαδή, στα δημοφιλή ανέκδοτα προηγούμενων δεκαετιών ο δαιμόνιος Μπόμπος τρολάροντας και ταλαιπωρώντας τη δασκάλα του. Ένα παράδειγμα:
«Η τουρκική επέμβαση του 1974 στην Κύπρο αντιγράφει ανάλογες επεμβάσεις του γερμανικού στρατού το 1939-1941 στην Ευρώπη. Όπως στην Πολωνία όπου, σύμφωνα με το Βερολίνο, η γερμανική μειονότητα στέναζε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 και την επέμβαση του γερμανικού στρατού, έτσι και η επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο επέβαλε ανάλογη δικαιοσύνη. Εξάλλου η Κύπρος για την Τουρκία αποτελεί «ζωτικό χώρο», όπως είχε διατυπώσει ο Αδόλφος Χίτλερ τους στόχους της δικής του χώρας. Με την τουρκική επέμβαση μπήκαν και οι βάσεις για την «τελική λύση του Κυπριακού ζητήματος», όπως έγινε με το Εβραϊκό ζήτημα στη Γερμανία από το 1935. Οι ελληνικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν νοτιότερα και η Βόρεια Κύπρος απέκτησε φυλετική καθαρότητα. Μέχρι να γίνει αυτό στον Βορρά, οι εναπομείναντες Έλληνες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν σε περιοχές υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού, δηλαδή σε γκέτο, όπως οι Εβραίοι στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη το 1939-1945. Ακολούθησε μαζική μεταφορά πληθυσμού από την Τουρκία, όπως έγινε στην Ανατολική Μακεδονία το 1941-1944 με βουλγαρικούς πληθυσμούς, ή όπως προέβλεπε το γερμανικό «Γενικό Σχέδιο για την Ανατολή» στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.»
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», στις 7 Ιουλίου 2018