Μια ξεχωριστή πτυχή της κυπριακής συμμετοχής στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941, ήταν ενεργή συμβολή του Λουκή Ακρίτα (1908-1965). Ο Ακρίτας, αριστούχος απόφοιτος του Παγκυπρίου Διδασκαλείου, δάσκαλος για δυο χρόνια, στη Σύγκραση και στο Κελλάκι και συνεργάτης της εφημερίδας «Χρόνος» της Λεμεσού, το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου, στο τραχύ αλλά γόνιμο πνευματικά κλίμα του μεσοπολέμου, κατάφερε να επιβιώσει και να ξεχωρίσει. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εξέδωσε τα δυο πρώτα του βιβλία, τα μυθιστορήματα «Νέος με καλάς συστάσεις» και τον «Κάμπο». Στον ελληνικό στρατό κατατάχθηκε το 1939 και το ιταλικό τελεσίγραφο τον βρήκε απλό στρατιώτη. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και απέστελλε από την πρώτη γραμμή του πυρός πολεμικές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Εστία», με τίτλο «Πολεμικά Χειρόγραφα». Το προσωπικό ύφος και η βαθύτατη ευαισθησία του Κύπριου πολεμιστή – πολεμικού ανταποκριτή προκάλεσαν αίσθηση και πολλά από τα κείμενά του αναδημοσιεύθηκαν και στον κυπριακό Τύπο. Μετά την απελευθέρωση, οι ανταποκρίσεις αυτές, και η εμπειρία του από το μέτωπο μετουσιώθηκαν στο μυθιστόρημα «Οι Αρματωμένοι» (1947), ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Οι ανταποκρίσεις του Λ. Ακρίτα έχουν συγκεντρωθεί από τον υπογράφοντα και ελπίζεται σύντομα να τις δημοσιεύσουμε σε έναν τόμο, καθώς πέρα από τη σημασία τους για την καταγραφή στιγμών και εντυπώσεων από την καθημερινότητα ενός νικηφόρου πολέμου για τον ελληνικό στρατό, στις απάνθρωπες συνθήκες του χειμώνα του 1940-1941, συμπληρώνουν την προσωπικότητα του πρόωρα χαμένου Μορφίτη δημοσιογράφου, λογοτέχνη και πολιτικού.
Χαρακτηριστικό της ανδρείας και του πατριωτισμού του Λουκή Ακρίτα ήταν και το γεγονός ότι τις τελευταίες του πολεμικές αναμνήσεις τις δημοσίευσε στην «Εστία», μετά την επιστροφή του από το μέτωπο, στις πρώτες βδομάδες της τριπλής φασιστικής κατοχής. Η τελευταία από αυτές, με τίτλο «Οι νεκροί μας», δημοσιεύθηκε στις 23 Μαΐου 1941. Την αναδημοσιεύουμε σήμερα στον «Φιλελεύθερο», για να τιμήσουμε τη σημερινή επέτειο, και ως ελάχιστο μέρος του τεράστιου πανεθνικού χρέους σε «όλα τα εκλεκτά παιδιά που δεν γύρισαν πίσω», πολεμώντας τον φασισμό και προασπίζοντας την εθνική ανεξαρτησία.
«Ψιλόβρεχε το πρώτο απόγευμα, που παίρναμε το δρόμο του γυρισμού. Μια επίμονη, λεπτή βροχή τύλιγε το τραχύ τοπίο, που μόλις άρχιζε να ημερεύη με την άνοιξι. Οι θάμνοι άνθιζαν και μας φαινότανε περίεργο, ότι στις γυμνές πλαγιές που μας κυκλωναν, θα ερχότανε κάποτε τα λουλούδια, αυτά τα ταπεινά λουλούδια των βουνών, να στρώσουν τα δειλά χρώματά των απάνω στους τάφους. Είμαστε καθισμένοι στον αυλόγυρο μιας εκκλησιάς.
«Να στολίσουμε τους τάφους», είπε σιγά ένας φαντάρος που συνήθως γελούσε και ήταν από το είδος των ανθρώπων που μοιάζουν με τα πετεινά του ουρανού.
Σηκώθηκε να κόψη κλαδιά δάφνης, οι άλλοι πήγανε να φέρουν αγριοτριανταφυλλιές. Ένας ήρθε φορτωμένος με κλώνους ροδακινιάς και κυδωνιάς. Περάσαμε τα φύλλα της δάφνης στους τρεις ξύλινους σταυρούς και σκορπίσαμε τα κλαδιά στο ποτισμένο χώμα των τάφων, αμίλητοι, ο καθένας με τις σκέψεις του. Δεν είχαμε γνωρίσει τα τρία παιδιά, που θα έμεναν πίσω μας. Όταν καθήσαμε για πρώτη φορά ανάμεσα στα κυπαρίσσια, που ώρθωναν το γαλήνιο και αυστηρό σχήμα των μέσα στα χαλάσματα του πολέμου, είδαμε τους τρεις τάφους, στη σειρά, να μας μιλάνε τη δική των γλώσσα. Ήτανε σαν να βρήκαμε δικούς μας, που μας περίμεναν, που είχαν προπορευθή σ’ αυτή την επική, την ατέλειωτη πορεία μας. Κι’ από την πρώτη στιγμή, πιάσαμε φιλία, αυτήν την ακατάλυτη φιλία που σφραγίζει ο θάνατος.
«Η βόμβα έπεσεν ένα μέτρο δεξιά από τον Κώστα!», μας είχεν αναγγείλει, μια μέρα, ένας στρατιώτης ύστερα από τον βομβαρδισμόν.
Όλοι μας ξέραμε, ότι ο Κώστας, που είχε ξεκινήσει, με τα τριάντα χρόνια του, από ένα χωριό της Ηπείρου, ήτανε θαμμένος στο μεσαίο τάφο. Δεξιά βρισκότανε ο Μιχαήλ – ετών 27 – και αριστερά ένα παιδί – ετών 23 – που κατέβαινε ολόισια από τα βάθη της ιστορίας μας: Ο Αριστόδημος. Εκεί, πλάι στα τρία παιδιά, συνηθίζαμε να διαβάζουμε τα γράμματά μας, κι όταν μέναμε ολομόναχοι, διαβάζαμε δυνατά το γράμμα των γονιών μας: «Να φοράτε μάλλινα, να μη ξεσκεπάζεσθε τα βράδυα, μη τυχόν και κρυολογήσετε. Και να μη μας σκέπτεσθε. Είμαστε όλοι γεμάτοι περηφάνεια για σας…» Αν τύχη ν’ ακούνε οι νεκροί, θα είχαν πληροφορηθή, όσον καιρό πηγαίναμε στον αυλόγυρο με τα τραύματα των οβίδων, ότι οι γονείς των ήτανε περήφανοι για τα τρία παιδιά των που δεν θα γύριζαν.
« Ποιος θα στολίση τους άλλους τάφους;» ρώτησε ο ίδιος φαντάρος.
Αλήθεια, ποιος θα στολίση τους άλλους τάφους; Δεν υπάρχει κορφοβούνι, δεν υπάρχει πλαγιά, που να μη βρίσκεται κάποιος δικός μας, που θα μείνη παντοτεινά στην ξένη, την απροσπέλαστη γη.
Σ’ αυτά τα εκλεκτά παιδιά, που δεν θα γυρίσουν πίσω.»
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 28 Οκτωβρίου 2017