«Τον καιρό της καταδρομής» (Ιούλιος 1821)

Η αυριανή επέτειος της 9ης Ιουλίου 1821 μας δίνει την ευκαιρία να αναφερθούμε σε μια καθοριστική στιγμή της νεότερης ιστορίας της Κύπρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις γενιές μετά τα δραματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1821, δηλαδή στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι πηγές και η κυπριακή βιβλιογραφία της εποχής καταγράφουν τις σφαγές ως «τον καιρό της καταδρομής ή τον καιρό του Κιουτσούκ Μεχμέτ». Αντίθετα, οι δικές μας γενιές και η σύγχρονη «δημόσια μνήμη» έχω την αίσθηση ότι συνδέουν την 9η Ιουλίου με το επικό ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη ή, στην καλύτερη  περίπτωση για όσους διαβάζουν, με το κλασικό βιβλίο του Γεώργιου Ι. Κηπιάδη, «Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών» (Αλεξάνδρεια 1888) που, παρά τις εμφανείς αδυναμίες του, αποτελεί τη βασικότερη πηγή για τα συμβάντα.

Εάν επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε, στα στενά όρια της στήλης, τα γεγονότα και τις συνέπειές τους θα σταθούμε, πρώτα-πρώτα, στην αγριότητα της καταστολής. Παρότι η πληροφορία του Ιωάννη Φιλήμονος για 486 προγραφέντες από τον Κουτσιούκ-Μεχμέτ έχει αποδειχθεί υπερβολική από τη σύγχρονη έρευνα, ο τελικός αριθμός των θυμάτων δεν αποκλείεται να είναι και μεγαλύτερος καθώς, όπως επιβεβαιώνεται και από τουρκικές πηγές, ο Σουλτάνος έστειλε στην Κύπρο, τον Μάιο του 1821, 4.000 στρατιώτες, έναν τεράστιο αριθμό για τα δεδομένα του τόπου αλλά και για τις δυνάμεις που ενεπλάκησαν στην ελληνική επανάσταση. Ο πρώτος στόχος των σφαγών της 9ης Ιουλίου ήταν η κυπριακή εκκλησία, με τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, την καρατόμηση των μητροπολιτών Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου, το μαρτύριο άλλων κληρικών (των ηγουμένων των μοναστηριών Κύκκου, Αχειροποιήτου και Χρυσοστόμου, του Δοσιθέου του Ομόδους, του Λαυρεντίου της Φανερωμένης, κ.ά.). Ταυτόχρονα, οδηγήθηκαν στο ικρίωμα της πλατείας Σεραγίου, δεκάδες μέλη επιφανών οικογενειών και πρόκριτοι της Λευκωσίας, της Λάρνακας, της Λεμεσού, της Πάφου, των κωμοπόλεων Λαπήθου, Καραβά και Κυθραίας και άλλων χωριών της Κύπρου. Ακολούθησε εις βάρος των Ελλήνων κατοίκων ένα ανεξέλεγκτο όργιο λεηλασιών, φόνων και αρπαγών γυναικοπαίδων, που ανάγκασε πολλούς να φύγουν εκτός Κύπρου, είτε στην επανάσταση είτε (οι ευπορότεροι) στην Ευρώπη. Άλλοι αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν. Απ’ αυτούς ορισμένοι επέστρεψαν στο πατρώο θρήσκευμα, άλλοι πέθαναν ως κρυπτοχριστιανοί («λινοπάμπακοι») και άλλοι συγκαταλέγονται ανάμεσα στους προγόνους των σημερινών Τουρκοκυπρίων. Σε τοπικό επίπεδο, οι σφαγές της 9ης Ιουλίου είχαν σκοπό να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες της Κύπρου.  Και όντως, η σκιά των σφαγών ήταν βαριά στις επόμενες δεκαετίες,  με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του θανάτου του Αρχιεπισκόπου   Κυρίλλου Α΄, το 1854, που κατά την παράδοση πέθανε από τον φόβο μήπως έχει την τύχη του Κυπριανού, την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου. Αντίστοιχα, η πνευματική άνοιξη που είχε ξεκινήσει στην εποχή των Αρχιεπισκόπων Χρυσάνθου (στον εκδοτικό τομέα) και Κυπριανού (στην εκπαίδευση) διακόπηκε βίαια. Όμως, το αντιστασιακό πνεύμα δεν εξέλειπε, όπως έδειξε η συμμετοχή εκατοντάδων Ελλήνων Κυπρίων χωρικών στην επανάσταση του 1821, αλλά και η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Παναρέτου και άλλων έντεκα επιφανών Κυπρίων προς τον Καποδίστρια, τον Αύγουστο του 1828. Από την άλλη, στο συλλογικό εθνικό υποσυνείδητο, η Κύπρος ήταν παρούσα, τόσο στα επαναστατικά σχέδια των φωτισμένων πρωτοπόρων της «Φιλικής Εταιρείας», όσο και στα όρια του υπό δημιουργία νέου κράτους, που περιέγραψε ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον Οκτώβριο του 1827: «Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσαν αγώνας, διά των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος.» Σήμερα, διακόσια περίπου χρόνια αργότερα, η ωμότητα της Τουρκίας ως κατοχικής δύναμης δοκιμάζει τις αντιστάσεις μας και τα όρια της εθνικής μας επιβίωσης στην Κύπρο…

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 8 Ιουλίου 2017 

Ο απαγχονισμός του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, πίνακας του Γιώργου Μαυρογένη

One thought on “«Τον καιρό της καταδρομής» (Ιούλιος 1821)

Σχολιάστε..