Όσοι έχουν στις βιβλιοθήκες τους βιβλία με ιδιόχειρες αφιερώσεις του Σάββα Παύλου, που ξεπροβοδίσαμε προχθές στο τελευταίο του ταξίδι, θα αναγνωρίσουν, ίσως, στον τίτλο του σημερινού άρθρου, μιαν από τις αγαπημένες του ιδιοτυπίες: ακόμη και σε αυτά, τα κοινότυπα, αναζητούσε ευρηματικούς τρόπους να εκπλήσσει.
Γεννημένος το 1951 στην Κοκκινοτριμιθιά, στα φοιτητικά του χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών πήρε μέρος στον αντιχουντικό αγώνα, στα γεγονότα της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και ανήκε σε μια βαθύτατα πολιτικοποιημένη γενιά. Ενταγμένος στην ΕΔΕΚ, την εποχή που κυριαρχούσαν οι εμβληματικές αντιστασιακές και αντικατοχικές μορφές των Βάσου Λυσσαρίδη και Τάκη Χατζηδημητρίου, ήταν από τους πρώτους που ξεπέρασε τις κομματικές και παραταξιακές ταυτότητες, έχοντας αντιληφθεί ότι η σύγκρουση στην Κύπρο είναι μεταξύ του αγώνα για την επιβίωση του Ελληνισμού και του πνεύματος της υποδούλωσης στην τουρκική κατοχή. Είχε συνεπή και συνεχή συγγραφική παρουσία, με αποκορύφωμα τη διδακτορική του διατριβή «Σεφέρης και Κύπρος» (Πανεπιστήμιο Κύπρου, 1995, έκδ. 2005). Έχοντας γερή φιλολογική παιδεία, αναδείχθηκε σε άριστο πεζογράφο και σε έναν από τους καλύτερους σύγχρονους Έλληνες δοκιμιογράφους. Η τολμηρή γραφή του, όπως ακριβώς και το πνεύμα και το χιούμορ του, άλλοτε παιγνιώδης, άλλοτε αυτοσαρκαστική και άλλοτε οξεία και άκρως επιθετική, δεν περνούσε, σε καμιά περίπτωση, απαρατήρητη. Το ίδιο και στις συναναστροφές του: Φωνακλάς, πεισματάρης και εξωστρεφής, συνάρπαζε με την έμφυτη ρητορική του δεινότητα, όπου κυριαρχούσαν οι ευφρόσυνες λέξεις: Ελευθερία, Ελλάδα, αυτοδιάθεση, δημοκρατία, έρωτας.
Με το πλούσιο και πολυδιάστατο έργο του, αντισυμβατικό εν πολλοίς, ήταν δραστήριος και καρποφόρος, και ως προς τη συγγραφική παραγωγή και ως προς τις δημόσιες του παρεμβάσεις. Πιο κοντά στα δικά μου επιστημονικά ενδιαφέροντα ήταν τα βιβλία «Για την εθνική ολοκλήρωση, την Αυτοδιάθεση Ένωση» (1983, με τους Λάκη Πίγγουρα και Βάσο Φτωχόπουλλο) και «Η Καταπίεση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο» (1990). Εκδόθηκαν σε μια εποχή που κυριαρχούσαν η φοβία για να γίνει ακόμη και μια απλή αναφορά στη λέξη Ελλάδα, και η αμφισβήτηση της καθολικότητας του ενωτικού αγώνα κατά την Αγγλοκρατία. Οι φανατικοί του αναγνώστες δεν πρόκειται να ξεχάσουν την τολμηρή ερωτική του γραφή στα «Ποιήματα της Μαριάννας» (1981), ή τον εξόχως προκλητικό τίτλο «Η τακουνοκεντρική έμπνευση ή οι γοβάκιες ηγερίες του μοναδικού Γιάννη Σκαρίμπα» (1979).
Η πάλη με την αρρώστια, τα τελευταία τρία χρόνια, του έδωσε την επώδυνη ευκαιρία να φιλοσοφήσει περισσότερο πάνω στο μυστήριο του θανάτου. Τον θάνατο, που είχε αποδομήσει στα κείμενά του, ως κάτι εντελώς νομοτελειακό και ανθρώπινο, έχοντας υμνήσει εδώ και χρόνια, την αισθητική τελειότητα της νεκρώσιμης ορθόδοξης ακολουθίας. Ακολούθησε, πιο πρόσφατα, η πρωθύστερη συγγραφή της αυτονεκρολογίας του, που είχαν ακούσει από τον ίδιο ως επιτραπέζιο καλαμπούρι, αρκετές φορές, οι συνδαιτημόνες και φίλοι του. Είμαι βέβαιος ότι είχε σχεδιάσει σε κάθε λεπτομέρεια και το ταξίδι. Το είχε περιγράψει στο διήγημα «Ο λογιστής», στην τελευταία του συλλογή διηγημάτων, «Φώναξε τα παιδιά»:
«Φάνηκε το χωριό, πανέμορφο σαν σε κάδρο. Είπε στον ταξιτζή να τον αφήσει μισό περίπου χιλιόμετρο πριν απ’ το πρώτο σπίτι. Α, τα χόρτα, είπε, τα λούλουδα, όμως δεν γνώριζε πια την ονομασία τους, την ξέχασε εδώ και χρόνια, έτσι κάτι τον εμπόδιζε να μπει στο κάδρο. Άρχισε να θυμάται σιγά σιγά. Το μελλισσόχορτο, ο άρκαστος, θρουμπί, η αναθρήκα, το σιμιλούδι, η λαψάνα, λέξεις για ταπεινά και φανταχτερά χόρτα, ξινίδι, πάγκαλος, φτερικούδι. Ήρθαν οι λέξεις του και πλατάγισαν στον αέρα ελευθερία και άνεση, άνοιξε το κάδρο και προχώρησε για το χωριό του, όμως ένιωσε τον πόνο στο στήθος, έπεσε. Τον βρήκε ύστερα από ώρα ο Παλάλης, ο βοσκός της περιοχής, περνώντας από κει με το κοπάδι του. Ειδοποίησε αμέσως.»
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 9 Απριλίου 2016