Στις 9 Μαρτίου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τη σύλληψη και εξορία από την Κύπρο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, του Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού, του ιερέα του ναού της Φανερωμένης Λευκωσίας, παπά-Σταύρου Παπαγαθαγγέλου και του γραμματέα της Μητρόπολης Κυρηνείας Πολύκαρπου Ιωαννίδη. Ήταν μια αιφνιδιαστική εξέλιξη, αφού μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 1956 ο Μακάριος συζητούσε, ως φυσικός και αδιαφιλονίκητος εκπρόσωπος όλων των Κυπρίων, με τον κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ, και (στο τελευταίο στάδιο των διαπραγματεύσεων) με τον υπουργό Αποικιών Άλαν Λέννοξ-Μπόιντ.
Ο Χάρντινγκ και το Υπουργείο Αποικιών αιτιολόγησαν τις εξορίες (χωρίς δίκη), καταλογίζοντας αόριστα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ότι ήταν αναμειγμένος στην προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ από το 1951, βρισκόταν σε προσωπική επαφή με τους ηγέτες της οργάνωσης, τους βοηθούσε οικονομικά, και δεν είχε καταδικάσει τη βία. Όπως τόνιζε η βρετανική ανακοίνωση, «ο κυβερνήτης κατέληξε κατόπιν μακράς σκέψεως εις το συμπέρασμα ότι ο Αρχιεπίσκοπος αποτελεί τώρα προσωπικώς σημαντικόν εμπόδιον διά μίαν επιστροφήν εις ειρηνικάς συνθήκας και ότι συνεπώς η επιρροή του πρέπει να εξαλειφθή εκ της νήσου προς το συμφέρον της προωθήσεως της ειρήνης, της τάξεως και της καλής διακυβερνήσεως». Για τον Μητροπολίτη Κυρηνείας, υποστηριζόταν ότι «ακόμη και μετά την κήρυξιν της καταστάσεως επειγούσης ανάγκης εξηκολούθησεν επιμόνως να παροτρύνη τους Κυπρίους εις την διενέργειαν βιαιοπραγιών», ενώ για τον παπά-Σταύρο τονιζόταν: «Η γνωστή υπό το όνομα ΟΧΕΝ [Ορθόδοξος Χριστιανική Οργάνωσις Νέων/Νεανίδων] ήσκησε την πλέον ολεθρίαν επιρροήν επί της κυπριακής νεολαίας και εχρησιμοποίησε την οργάνωσιν αυτήν διά την προετοιμασίαν των μελών της ΕΟΚΑ». Τέλος, για τον Π. Ιωαννίδη (με πολύμηνες φυλακίσεις και εκτοπισμούς στην περίοδο 1931-1955, για τη δημοσιογραφική και εθνική του δράση) αναφερόταν ότι «υπεστήριξε δημοσία την στάσιν και την χρησιμοποίησιν βίας μέχρις ακρότητος». Μετά τις συλλήψεις, στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής και πραγματοποίησαν εκτεταμένες έρευνες για ανακάλυψη στοιχείων για την ανάμειξη του Μακαρίου στην ΕΟΚΑ. Στη διάρκεια των ερευνών εκλάπησαν εκατοντάδες πολύτιμα έγγραφα από το Αρχείο της Αρχιεπισκοπής, τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν επιστραφεί.
Γύρω στις 2.00 το μεσημέρι της 9ης Μαρτίου 1956, το αυτοκίνητο του Αρχιεπισκόπου έφτασε στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Εκεί, ένας Βρετανός αξιωματικός οδήγησε τον Μακάριο σε ένα άδειο αεροπλάνο της ΡΑΦ, τύπου Χέιστιγκς, περικυκλωμένο από ένοπλους στρατιώτες. Αφού επιβιβάστηκαν, του διάβασε το διάταγμα με το οποίο διατασσόταν «να εγκαταλείψη την Αποικίαν (…) και να παραμείνη αφεξής εκτός της Αποικίας (…) υπό την φρούρησιν της κυβερνήσεως της Αυτής Μεγαλειότητος». Λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν στο αεροπλάνο και οι άλλοι τρεις συλληφθέντες. Η τελική κατεύθυνση του αεροπλάνου ήταν άγνωστη. Όπως κραύγαζαν τα οργισμένα πρωτοσέλιδα των αθηναϊκών εφημερίδων της επόμενης ημέρας, ήταν «μια γκανγκστερική απαγωγή».
Τα πρώτα συναισθήματα των εξορίστων τα αποτύπωσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε μια ημερολογιακή του καταγραφή: «Απελαύνομαι εκ του τόπου εις τον οποίον εγεννήθην και όπου έχω τίτλους τους τάφους των προγόνων μου. Διά ποίον λόγον; Διότι εξεδήλωσα την ζωηράν αγάπην μου προς την ελευθερίαν, διά την οποίαν προ ολίγων μόλις ετών οι Άγγλοι εκάλεσαν και τους Κυπρίους να πολεμήσουν.» Δυστυχώς, οι «ισχυροί της γης» ερμήνευαν εντελώς διαφορετικά τη σημασία της ευφρόσυνης λέξης ελευθερία…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις 12 Μαρτίου 2016
Οι τρεις από τους τέσσερις Κύπριους εξόριστους του 1956 στο δρόμο για την εξορία (λείπει από τη φωτογραφία ο π. Σταύρος Παπαγαθαγγέλου)