Μιλήσαμε, το περασμένο Σάββατο για τη μοναδική (και θνησιγενή όπως αποδείχθηκε) προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1915, στην κυβέρνηση Αλ. Ζαΐμη, από τη Μεγάλη Βρετανία, με αντάλλαγμα την έξοδο της χώρας στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Σήμερα θα δούμε, πολύ συνοπτικά, τις κυπριακές αντιδράσεις.
Ανεξάρτητα από την κατάληξή της, η πρόταση προκάλεσε τη λαϊκή συγκίνηση των κατοίκων του νησιού. Οι Τούρκοι της Κύπρου, που έβλεπαν το μέλλον τους με απαισιοδοξία, ύστερα από την αγγλοτουρκική στρατιωτική αντιπαράθεση, δήλωσαν την αντίθεσή τους στην προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα, και επαναβεβαίωσαν την εμπιστοσύνη τους στην κυρίαρχο δύναμη. Ενδεικτικό της απογοήτευσής τους, που επικρατούσε από το 1912 και της εν δυνάμει αποδοχής της φημολογίας περί «προσεχούς ενώσεως» ήταν το γεγονός ότι αρκετές εκατοντάδες Τούρκοι της Κύπρου (περίπου 1000), ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του συνολικού τους πληθυσμού, κατατάχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στον βρετανικό στρατό, κατά το 1916-1919, στρατευόμενοι έμπρακτα εν όπλοις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Έλληνες Κύπριοι πολιτευτές, που είδαν με αμηχανία τη σύγκρουση Κωνσταντίνου – Βενιζέλου και την απόρριψη της προσφοράς της Κύπρου, περιορίστηκαν στην αποστολή ενός ακόμη ενωτικού υπομνήματος (ημερομ. 26/8-11-1915), με ευχαριστίες για την «έμπρακτον και γενναίαν αναγνώρισιν των εθνικών δικαίων» τους. Συνεχίζοντας, χαρακτήρισαν το «βαρυσήμαντον τούτο γεγονός, όπερ συνεκλόνησε βαθύτατα την κυπριακήν ψυχήν» ως «το ευχαριστότατον σημείον της ιστορίας ημών, αφότου αύτη [η Κύπρος] απώλεσε την εθνικήν αυτής ελευθερίαν, συνάμα δε και τον τελευταίον σταθμόν της απ’ αιώνων αναμενομένης εθνικής ημών αποκαταστάσεως». Ο Αρμοστής John E. Clauson, κατά την παραλαβή του υπομνήματος προειδοποίησε σε αυστηρό τόνο ότι μετά την ελληνική άρνηση το ενωτικό ζήτημα «ετάφη διά παντός» και η προσφορά δεν θα επαναλαμβανόταν, όμως οι εκτιμήσεις – απειλές του δεν λήφθηκαν σοβαρά υπ’ όψη. (Παρόμοιες προειδοποιήσεις απηύθυναν τόσο ο υπουργός Εξωτερικών E. Grey, μιλώντας στο βρετανικό κοινοβούλιο, όσο και ο πρέσβης Elliot σε συνομιλία του με τον Ζαΐμη.) Ο Φίλιος Ζαννέτος θεωρεί τη συμπεριφορά του Αρμοστή απόδειξη του πικρόχολου χαρακτήρα του. Εκείνο που δεν έγινε γνωστό (και που μαθαίνουμε σήμερα από τα βρετανικά αρχεία) είναι ότι ο Αρμοστής (με την έμμεση στήριξη του Υπουργείου Αποικιών) είχε αρνηθεί την υπόδειξη της κυβέρνησής του να παρακινήσει τους Κύπριους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες να μεταβούν στην Αθήνα και να πιέσουν την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί την προσφορά και να εξέλθει στον πόλεμο. Η δικαιολογία που επικαλέστηκε ήταν η πιθανότητα πρόκλησης έντασης των παθών στο εσωτερικό και αντίδρασης των Τούρκων του νησιού. Επιβεβαιώνεται, δηλαδή εδώ, ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις οι Βρετανοί Αρμοστές και Κυβερνήτες της Κύπρου κατά την Αγγλοκρατία θεωρούσαν ως προσωπική τους υπόθεση την απόκρουση του ενωτικού αιτήματος. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που η κυβέρνηση ή μέρος των υπουργών στο Λονδίνο ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν να συζητήσουν την ένωση το απέκρουε η αποικιακή διοίκηση στη Λευκωσία…
Από τα πολλά (και άγνωστα) κυπριακά άρθρα (διαφορετικής προσέγγισης από Βενιζελικούς και Κωνσταντινικούς) για την απόρριψη της προσφοράς επιλέγουμε ένα απόσπασμα σε σκληρή γλώσσα από το δημοσίευμα «Ο πόνος ενός Κυπρίου», με υπογραφή «Κύπριος», στην αθηναϊκή εφημερίδα «Νέα Ελλάς»:
«Μην αρνηθήτε εις τους βουλήσει του ελληνικού κράτους αποκλήρους τούτους της ελευθερίας και εθνικής αποκαταστάσεως [τους Κυπρίους] να έχωσι το δικαίωμα όπως επικαλεσθώσι την αράν του Θεού και της Ιστορίας διά την καταδίκην αυτών εις ατέρμονα πλέον εσαεί υπό ξένην κυριαρχίαν βίον. Οι Κύπριοι δεν επετράπη υπό του Κράτους να προσέλθουν εις τους κόλπους της μητρός Πατρίδος. Την εθνικήν αποκατάστασιν ελληνικού λαού ενός τετάρτου εκατομμυρίου ψυχών εκ των ελληνικωτάτων, λαού οικούντος νήσον ελληνικήν μεγαλειτέραν της Κρήτης, την απέκρουσε το Κράτος το ελληνικόν. Ηρνήθη να αποδεχθή προσφερομένην εις αυτούς από τούδε, ευθύς αμέσως την ελευθερίαν (…).»
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” στις 17 Οκτωβρίου 2015